Περικλής Χριστοφίδης

Ο μοναδικός «κύριος Τίβολι»

Κείμενο/Φωτογραφίες: Ιλιάνα Κουλαφέτη

Ο Περικλής Χριστοφίδης από την Πάφο ήταν ένας άνθρωπος πρωτοπόρος. Αν το όνομά του δεν σας λέει τίποτα, τότε ίσως η λέξη «Τίβολι» να σας λέει πολλά. Κι αυτό γιατί, ο κύριος Περικλής, ήταν ο άνθρωπος που έκανε το παιχνίδι μας ατελείωτο και συνέδεσε τη λέξη ψυχαγωγία με το Λούνα Παρκ, που δημιούργησε στο κέντρο της Λευκωσίας, το 1967

Χαμογελαστός, πρόσχαρος, ευδιάθετος, όλα τα επίθετα του κόσμου δεν θα έφταναν για να περιγράψω τον άνθρωπο που συνάντησα, όταν θέλησα να γράψω τη μαγική ιστορία του «Τίβολι». Πώς θα μπορούσε όμως να είναι αλλιώς, ο άνθρωπος που συνδύασε την ύπαρξή του με το παιχνίδι και τα παιδικά χαμόγελα;

Τον συνάντησα στον Στρόβολο, στην οδό Περικλέους, που στο μεταξύ φέρει το όνομά του, αφού ήταν ο πρώτος της κάτοικος. Σε μία μικρή αποθήκη, κάτω από το σπίτι του, ο κ. Περικλής περνούσε τις ώρες του ανάμεσα στα λιγοστά παιχνίδια που κατάφερε να σώσει μετά την έξωσή του από τον χώρο της Κρατικής Έκθεσης, όπου το πάλαι πότε ένδοξο Τίβολι, στέκει μόνο και ερειπωμένο.

Παρόλα αυτά, παρέμενε απτόητος και πάνω από όλα χαμογελαστός αναμέσα σε όσα όρισαν τη ζωή του: χρωματιστές μπάλες, «μηχανούες» και μινιατούρες παιδικών σχεδίων,και ήταν πάντα έτοιμος να μοιραστεί με όποιον του το ζητήσει, την ιστορία του πρώτου Λούνα Παρκ στην Κύπρο. Την ιστορία δηλαδή, της ίδιας του της ζωής.

Πρώτος σε όλα

Ο κ. Περικλής, ήταν το πρώτο παιδί του 1929. Γεννημένος στο Λειβάδι της Πάφου, εγκατέλειψε την επαρχία σε ηλικία μόλις 13 ετών και ήρθε στη Λευκωσία, για μια καλύτερη τύχη. Η απόφασή του ήταν οριστική και αμετάκλητη: «δεν ήθελα να γίνω βοσκός, για αυτό και έφυγα».

Όπως και ο ίδιος μου είπε χαριτολογώντας, ήταν πρώτος σε όλα του. Ήταν το πρώτο παιδί του 1929, ο πρώτος που κατοίκησε την οδό Περικλέους, ο πρώτος που έφερε αντιπροσωπείες μηχανημάτων για πλυντήρια αυτοκινήτων και ο πρώτος που έφτιαξε Λούνα Παρκ στο νησί. Κι αυτό το τελευταίο, ήταν μια πρωτιά που κανείς δεν μπορούσε να ξεπεράσει.

Το 1959 πραγματοποίησε ένα ταξίδι στη Μάλτα και τότε του γεννήθηκε μια νέα επιχειρηματική ιδέα.

«Έκαμα ένα ταξίδι Μάλτα-Λιβύη το 1959, τότε που έφερνα μηχανήματα για πλυντήρια αυτοκινήτων. Στη Μάλτα είχε ένα Λούνα Παρκ και το παρακολουθούσα πώς στηνόταν: κουραστική δουλειά. Το 1966 αποφάσισα να κάνω αυτή τη δουλειά. Έκανα ένα γύρο της Ευρώπης οικογενειακώς, 54 μέρες και γύρισα όλα τα Λούνα Παρκ. Κατέληξα πως τα καλύτερα εργοστάσια παραγωγής παιχνιδιών, ήταν της Ιταλίας. Έφερα τα πρώτα παιχνίδια και τα στέγασα στου Μόρφου για λίγους μήνες και μετά σε έναν τόπο στο παλιό αεροδρόμιο Λευκωσίας, στον δρόμο του Μόρφου. Ήταν ο μόνος δρόμος για να πας παντού. Για αυτό και ερχόταν κόσμος από όλη την Κύπρο. Οικογένειες, μικροί, μεγάλοι, παιδιά, γέλια, χαρές. Το Λούνα Παρκ ήταν διαρκώς γεμάτο».

Το Λούνα Παρκ του τρόμου

Το Λούνα Παρκ έσφυζε διαρκώς από ζωή και γέλια. Βρισκόταν σε πολύ κεντρικό σημείο του νησιού, ενώ η τοποθεσία του ήταν τέλεια για όλες τις επαρχίες. Από το 1966 έως και το 1974, τα πάντα κυλούσαν κανονικά και πολύ χαρωπά. Ο κόσμος επισκεπτόταν το Λούνα Παρκ και ο κ. Περικλής χαιρόταν με την επιτυχία του

Όλα αυτά όμως μέχρι το 1974. Το Τίβολι βρισκόταν κοντά στο αεροδρόμιο Λευκωσίας, κάτι που το κατέστησε άμεσα ως στόχο. Οι Τούρκοι στρατιώτες εκμεταλλευόμενοι την τοποθεσία του, το «υπόταξαν» και το μετέτρεψαν σε χώρο κράτησης αιχμαλώτων. Τα γέλια και οι παιδικές φωνές γρήγορα αντικαταστάθηκαν από βουβές κραυγές πόνου.

Στις 22 Ιουλίου ο κ. Περικλής αποφάσισε να επισκεφθεί το Λούνα Παρκ. Πηγαίνοντας συνάντησε τον Χαραλαμπίδη, ο οποίος τον ενημέρωσε πως στον χώρο του Τίβολι υπάρχουν δύο άρματα με ελληνικές σημαίες. Ο κύριος Περικλής απόρησε. «Διερωτήθηκα πού βρέθηκαν τα άρματα με τις ελληνικές σημαίες. Έμαθα αργότερα. Είχαν κάνει επίθεση οι δικοί μας για να καταλάβουν το Κιόνελι τις προηγούμενες μέρες, αλλά τα άρματα εγκλωβίστηκαν μέσα σε τάφρο. Οι Τούρκοι τα έστησαν εκεί, κοντά στο «Τίβολι» με ελληνικές σημαίες για να δώσουν την εντύπωση ότι η περιοχή ήταν ασφαλής, ώστε να προελάσουν ανενόχλητοι, πιάνοντας στον ύπνο τούς δικούς μας στρατιώτες. Το αεροδρόμιο το υπερασπίζονταν καμιά 30ριά στρατιώτες με ελαφρύ οπλισμό».

Πλησιάζοντας είδε δύο πτώματα Ελληνοκυπρίων στρατιωτών και τεσσάρων Τούρκων ρώτησε τους στρατιώτες τι συμβαίνει. Κανείς δεν του απάνταγε, παρά μόνο του έγνεφαν να φύγει. Ο Περικλής προχώρησε ακόμη λίγο και ρώτησε κάποιον στα τουρκικά τι γίνεται.

«Είσαι Τούρκος;», τον ρώτησαν. «Όχι», απάντησε ο κ. Περικλής. Ένας αξιωματικός τον άφησε να φύγει. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί.

Φεύγοντας αντίκρισε 48 αιχμαλώτους στην πίστα με τα go-karts. Ποτέ δεν έμαθε αν επέζησαν.

Νέο ξεκίνημα, νέο Τίβολι

Αν και έχασε τον παλιό του χώρο, αφού περιήλθε στην κατεχόμενη ζώνη, ο κ. Περικλής δεν το έβαλε κάτω. Το 1975 δημιούργησε νέο χώρο Λούνα Παρκ κοντά στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος έως και το 1978 όταν του προτάθηκε να νοικιάσει χώρο στην Κρατική Έκθεση και να στεγάσει εκεί το λούνα παρκ.

Όπερ και εγένετο. Το νέο Τίβολι, μετετράπη στο σήμα κατατεθέν μιας τρίτης γενιάς παιδιών από τότε που πρωτοξεκίνησε να το λειτουργεί, που συνέδεσαν τα παιδικά τους πάρτυ και την ψυχαγωγία τους με το Τίβολι.

Αν και όλα πήγαιναν χάρμα μέχρι το 1998, όταν τα πρώτα μαύρα σύννεφα έκαναν την εμφάνισή τους.

«Λίγα χρόνια μετά τη λειτουργία του λούνα παρκ και αφού όλος ο κόσμος γνώριζε το πρώτο Τίβολι, η επιχείρηση είχε ανθηρή ανάπτυξη. Από τις 1.500 λίρες τον χρόνο, η επιχείρηση έβγαζε 1000 λίρες τον μήνα», εξηγούσε σε παλιά συνέντευξή του στη Σημερινή ο κ. Περικλής.

Δεύτερη φορά πρόσφυγας

Στα 16 χρόνια λειτουργίας η Κρατική Έκθεση σταμάτησε να ζητά ενοίκιο και τότε, ο κ. Χριστοφίδης κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Το 1998 άλλαξε το συμβούλιο της έκθεσης και ζήτησε από τον κ. Χριστοφίδη να πληρώσει πρόστιμο, που ανερχόταν στις 72.000 λίρες περίπου, λόγω του ότι τόσα χρόνια δεν πλήρωνε ενοίκιο.

«Δεν μου ανανέωσαν το συμβόλαιο, ούτε και μου ζήτησαν ενοίκιο και έρχονταν μετά να μου ζητήσουν τόσες χιλιάδες», είπε, τονίζοντας πως έκανε το παν για να αντεπεξέλθει. «Δεν ήθελα να αφήσω την επιχείρησή μου στα χέρια τους και έτσι αναγκάστηκα να κάνω δάνειο και να εξοφλήσω το ποσό», πρόσθεσε.

Μέχρι το 2001 είχε ξοφλήσει τα πάντα (ρεύμα, νερό, ενοίκιο). Τότε και πάλι σταμάτησαν να του ζητούν ενοίκιο. «Ορισμένοι, είδαν ότι το λούνα παρκ ήταν επικερδής επιχείρηση και ήθελαν να περάσει υπό την κατοχή τους και με ύπουλο τρόπο προσπάθησαν να με διώξουν, χωρίς να έχουν πολεοδομικές άδειες», είπε με παραπονεμένο ύφος στη Σημερινή.

Το 2006 οδηγήθηκε στο δικαστήριο για έξωση και από τότε προσπαθεί μέσω του δικηγόρου του να το αποτρέψει, χωρίς όμως ελπίδες. «Μετά από αυτήν τη δοκιμασία, πίστευα πως όταν αλλάξει το συμβούλιο, θα μπορούσα να βρω το δίκαιό μου, δυστυχώς όμως δεν το βρήκα ποτέ και μέχρι σήμερα παλεύω να βρω χώρο για να μετακινήσω τα παιχνίδια μου. Είναι σαν να είμαι για δεύτερη φορά πρόσφυγας και αυτό δεν το δέχομαι», τόνισε.

Ο κ. Χριστοφίδης δήλωσε, επίσης, στη «Σ» πως νιώθει πικραμένος απ’ όλη αυτήν την κατάσταση και ότι είναι απογοητευμένος που τον εκμεταλλεύτηκαν. «Είμαι πικραμένος, με διώχνουν από τα παιχνίδια μου και μου στερούν το δικαίωμα να βλέπω μικρούς και μεγάλους να χαίρονται στο σπίτι μου. Το Λούνα Παρκ είναι για ‘μένα ένας χώρος ευτυχίας», συμπλήρωσε.

Η δικαστική διαμάχη κράτησε μέχρι το 2012 όπου οι Αρχές αποφάσισαν το κλείσιμό του Λούνα Πάρκ. Η Κρατική Έκθεση, ήθελε το οικόπεδο για να κτίσει κάτι άλλο στον χώρο.

Το Τίβολι παραμένει από τότε κλειδωμένο στο ίδιο σημείο και κάποια από τα παιχνίδια στην αποθήκη-γραφείο του κ. Περικλή, ενώ το τηλέφωνό του για τη διεξαγωγή παιδικών πάρτυ στον χώρο του Τίβολι, δεν σταματά να χτυπά ούτε και σήμερα.