Μικρασιάτες στην Κύπρο | Αντωνία Προδρόμου

Κειμήλιο: Ιερά Σύνοψις

Σύνταξη: Ιλιάνα Κουλαφέτη / Φωτογραφίες: Χρήστος Μιχάλαρος

Η κυρία Αντωνία είναι μία Μικρασιάτισσα δεύτερης γενιάς, δραστήρια και αεικίνητη. Με τον αέρα από τη γη της Ιωνίας, δεν δυσκολεύεσαι να εντοπίσεις τις ρίζες της: στους τρόπους, στην εμφάνιση, στις γωνιές του σπιτιού της. Καλά φυλαγμένα κειμήλια, όλα φέρουν από μία ιστορία. Η επιλογή κειμηλίου ήταν δύσκολη, αλλά η κυρία Αντωνία γνώριζε καλά, πως τη μεγαλύτερη σημασία φέρει μία διαφυλαγμένη Ιερά Σύνοψις. Μπορεί να είναι απλά ένα βιβλίο, μικρό, όμως, φέρει ιστορία μαζί της. φέρει την ιστορία της έκδοσής της και την ιστορία του ξεριζωμού.

Αυτή είναι η ιστορία της.

«Ονομάζομαι Αντωνία Προδρόμου και είμαι Μικρασιάτισσα δεύτερης γενιάς από τη μητέρα μου Χριστίνα Γαβριηλίδου, η οποία έφτασε στην Κύπρο το 1922 μαζί με τη μητέρα της, την αρχόντισσα Κατερίνα και τα τέσσερα αδέλφια της. Το πιο μεγάλο παιδί ήτανε τότε μόλις 12 χρονών και το πιο μικρό ήτανε μόλις 18 μηνών. Η γιαγιά αρχόντισσα Κατερίνα γεννήθηκε στη Σελεύκεια, από το γένος Χατζημιχαήλ. Γονείς της ο Χατζημιχαήλ και η Μαρία. Όμως, σε ηλικία 16 χρονών, την είδε σε μία από τις περιοδείες του ο άρχοντας Κυριάκος Γαβριήλ, ο προύχοντας του Ανεμουρίου και την είχε ζητήσει για γάμο για τον μονάκριβο γιο του Γαβριήλ, ο οποίος ήταν πάρα πολύ μορφωμένος, μιλούσε πέντε γλώσσες και ήταν τότε σε μεγάλη θέση, μεγάλο αξίωμα στην τουρκική κυβέρνηση.

Ο παππούς Χατζημιχαήλ του το αρνήθηκε, “είναι πολύ μικρή, πώς θα την πάρεις στο Ανεμούριο;”. Και κατόπιν επιμονής του άρχοντα Κυριάκου, που είχε μεγάλο όνομα σε όλη την περιοχή, σε δύο χρόνια την επήρε νύφη και την πήρε στο Ανεμούριο. Αλλά για να πάει της έκανε ένα μεγάλο χατίρι ο παππούς και πήρε όλη την οικογένεια μαζί του στο Ανεμούρι και αφού είχανε φούρνο στη Σελεύκεια τούς έχτισαν άλλο φούρνο και εγκαταστάθηκαν όλοι, και τα αδέλφια της γιαγιάς, στο Ανεμούριο. Η γιαγιά παντρεύεται γύρω στο 1908-1909, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Ανεμουρίου. Μεγάλο γλέντι, μεγάλες χαρές, γιατί ο μονάκριβος γιος του αφέντη Κυριάκου, ο Γαβριήλ, παντρεύεται μία πανέμορφη κοπέλα.

Ζούνε ευτυχισμένοι στο αρχοντικό και ο προπαππούς ο Κυριάκος με τη γυναίκα του Σοφία, η οποία να σας πω… υπάρχει μία πολύ μεγάλη συγκινητική ιστορία. Αυτή η Σοφία δεν ήταν από τη Μικρά Ασία, ήτανε ή από Καραβά ή από Λάπηθο, γιατί σε ένα από τα ταξίδια του ο προπροπαππούς Γαβριήλ, την πήρε ως θετή, μικρό κοριτσάκι, στο Ανεμούριο, μαζί του και είχε ένα μόνο γιο, τον Κυριάκο. Και ήθελε ακόμα ένα παιδί και δεν μπορούσαν να κάμουν, ο Γαβριήλ και η Χριστίνα είχαν τον Κυριάκο. Και όταν ήρθε στην Κύπρο, την επήρε από Καραβά ή από Λάπηθο δεν θυμάμαι συγκεκριμένα από πού την πήρε, έτσι γράφει η μητέρα μου στο ανέκδοτο ημερολόγιό της, χειρόγραφο. Και την παίρνει και τη μεγαλώνει σαν κόρη του. Όταν έφτασε σε ηλικία γάμου, λέει “μα τι ψάχνω για γυναίκα για τον γιο μου τον Κυριάκο και αυτός μονάκριβος, έχω τη Σοφία που τη μεγαλώνω” και τους παντρεύει. Άρα η Σοφία η Κυπριοπούλα παντρεύεται τον Κυριάκο και αποκτούν τον παππού μου τον Γαβριήλ. Ήταν Γαβριήλ ο προπροπαππούς και Γαβριήλ, αυτός που σας είπα μορφωμένος, καλλιεργημένος, μονάκριβός τους. Ήτανε όλοι μονάκριβα παιδιά. Παντρεύονται όπως είπαμε στο Ανεμούριο και ζούνε στο αρχοντικό, του οποίου δυστυχώς δεν έχουμε φωτογραφία αυθεντική, αλλά καταφέραμε μόνο στο διαδίκτυο να βρούμε, γιατί μέχρι πρόσφατα ήτανε αστυνομικός σταθμός. Για φανταστείτε πόσο όμορφο αρχοντικό ήτανε δύο γενιών μέσα, αρχές του 19ου αιώνα είχε κτιστεί με ξυλεία από το ξακουστό Ανεμούρι βεβαίως, με έπιπλα από την Ιταλία που έφερε ο παππούς μαζί του, με τα βελούδινα σκεπάσματά του και με τα περσικά χαλιά. Και με πέντε τζάκια, στα οποία ζούσαν ο προπάππους, δηλαδή ο Κυριάκος με τη Σοφία και ο παππούς Κυριάκος με την Κατερίνα. Αποκτούν πέντε παιδιά το 1910, ο πρώτος υιός, Κυριάκος το όνομα από το όνομα του παππού. Και το πιο μικρό ο Βύρων. Ο Βύρων, σας είπα, ήταν 18 μηνών όταν ήρθαν, περίπου, στην Κύπρο.

Ζούνε μια πολύ ευτυχισμένη ζωή, πολύ πλούσια ζωή, ο παππούς πήγαινε κυνήγι αγριόχοιρου στα βουνά μαζί με τους υπηρέτες του και έφερνε τόσους χοίρους για να φάνε αυτοί, οι Τούρκοι δεν έτρωγαν και τα έβαζαν στα … και τα έκαμναν το χοιρινό για τον χειμώνα. Και έδινε της οικογένειας, και βεβαίως των υπαλλήλων του, ένα πελώριο κτήμα στο οποίο καλλιεργούσαν αραβόσιτο, καπνό, τον ξακουστό, το σουσάμι και το βαμβάκι. Αυτά τα εμπορευόταν, όπως είπαμε, και ερχόταν και τα έφερνε στην Κερύνεια. Και υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για το εμπόριο μεταξύ Μικράς Ασίας, των παραλίων της Μικράς Ασίας, και των παραλίων της Κύπρου. Ήταν 6 ώρες το ταξίδι, άσ’ το αν αυτοί έκαναν το 1922 12-14 μέρες. Η κανονική διαδρομή ήταν μόνο 6 ώρες.

Και η γιαγιά την Κυριακή που πήγαινε εκκλησία, της έδιδε μία χρυσή λίρα γιατί δεν ήξερε τι είναι τα λεφτά, δεν τα χρησιμοποιούσε, το ζύγιζαν το χρυσάφι, τόσο πολλά είχαν που τα ζύγιζαν. Όλα της τα έφερνε έτοιμα, ο παππούς ο Γαβριήλ. Από τα ταξίδια του, δε, στην Ιταλία, που έχουμε ένα πιστοποιητικό, το οποίο εκτίθεται στη μόνιμη συλλογή του Συνδέσμου Μικρασιατών Κύπρου, έχουμε ένα στην παλαιοτουρκική και δίπλα γαλλική, διότι έκαμνε στη Γαλλία το εμπόριο του καπνού. Ήταν πολύ μεγάλος και ξακουστός προύχοντας. Όταν πήγαινε η γιαγιά εκκλησία, το λοιπόν, με την άμαξά της, δεξιά και αριστερά, την ακολουθούσαν τρεις υπηρέτες. Για φανταστείτε τι αρχόντισσα ήταν αυτή η γυναίκα. Και είχε και παραγιούς και παραμάνες για τα παιδιά της. Δυστυχώς, γύρω στο 1919-1920, μάλλον το ‘20, σε ένα από τα ταξίδια του παππού που πήγαινε για κυνήγι, σκοτώνεται ο παππούς ο Γαβριήλ και από τότε αρχίζουν οι δυστυχισμένες μέρες της ευτυχισμένης μέχρι τώρα αρχοντοπούλας Κατερίνας. χάνει τον σύζυγό της, μόλις 30 χρονών, από το μαράζι σε 6 μήνες πεθαίνει η γιαγιά Σοφία, έχασε τον μονάκριβο γιο της, πεθαίνουν μετά οι γονείς της και μένει η γιαγιά με πέντε παιδιά, αλλά δεν παύει να είναι αρχόντισσα και να έχει τον πεθερό. Η πεθερά της είχε φύγει από τη ζωή από το μαράζι του γιου της, έχει τον πεθερό της. Και σύντομα, δυστυχώς, γίνεται το μεγάλο κακό. Αλλά ο παππούς, ο προπάππους Κυριάκος, δεν φεύγει, “εγώ είμαι προύχοντας, εγώ έχω υπηρέτες Τούρκους, εγώ είμαι μεγάλος διοικητής, είναι μακριά, δεν θα μας πειράξουν εμάς”. Είχαν επικοινωνία, είχαν μεγάλες εφημερίδες που τις διάβαζαν στην τουρκική, ταξίδευε, οπότε τα μάθαινε τα νέα και έτσι δυστυχώς έφυγαν γύρω στα τέλη Νοεμβρίου ή αρχές Δεκεμβρίου. Το συμπεραίνουμε από το πιστοποιητικό, που έχω, αφίξεώς τους από το λοιμοκαθαρτήριο και εγκρίσεως να βγουν στη Λάρνακα∙ είναι 5 Δεκεμβρίου του 1922. Αν είχαν κάνει και 14 μέρες στο λοιμοκαθαρτήριο, οπότε συμπεραίνω ότι έφυγαν τέλος του Νιόβρη. Δύσκολος χειμώνας, οι συνθήκες ταξιδιού πάρα πολύ δύσκολες∙ μένουνε στο αμπάρι όλες οι οικογένειες του Ανεμουρίου, γιατί δεν έφυγε η γιαγιά αν δεν έφευγαν όλες οι ελληνικές οικογένειες που είχε στα κτήματά της ως υπηρέτες. Στον δρόμο βουλιάζει, πάει να βουλιάξει το πλοίο, από μία μεγάλη τρικυμία, η ιστορία είναι γεμάτη από τραγικές στιγμές, αγαπητοί μου, είναι πραγματικά ένα θαύμα πώς αυτοί οι άνθρωποι κατάφεραν να φτάσουν στα παράλια της Κύπρου. Ένα μεγάλο θαύμα, ο Άγιος Νικόλαος τους έσωσε.

Πραγματικά είναι ένα θαύμα πώς αυτοί οι άνθρωποι έφτασαν με ένα σαπιοκάραβο, με ένα καΐκι και διέσχισαν την απόσταση από το Ανεμούριο μέχρι τη Λάρνακα, μην ξεχνάτε ήταν χειμώνας, κακοκαιρία και τρικυμία. Ήταν έτοιμο να βουλιάξει το καράβι αυτό, με το οποίο ερχόντουσαν, και ο προύχοντας Κυριάκος, λέει του καπετάνιου “θα πνιγούμε, ζήτα βοήθεια από μακριά”, τότε ο καπετάνιος βλέπει να περνάει ένα αιγυπτιακό πλοίο, εμπορικό, που έκανε, όπως σας είπα, το εμπόριο Ανεμουρίου με την Κερύνεια με τη Λάρνακα, που έφερναν το εμπόριο και ξέρετε τι έφερναν πολύ ξακουστό; Την ξυλεία. Αν είχαμε την ευκαιρία, δυστυχώς δεν μπορούμε, στην κατεχόμενή μας Κερύνεια, τα αρχοντικά σπίτια, η οροφή τους είναι, και τα ταβάνια τους, όλα από το ξύλο του Ανεμουρίου, τα έχω επισκεφθεί πριν την κατοχή και τα έχω δει. Από την ξακουστή ξυλεία. Λοιπόν, ο καπετάνιος κάνει σινιάλο, ο καπετάνιος ο άλλος λέει “εγώ θέλω λεφτά για να σας πάρω, πόσοι είσαστε;”, τόσα άτομα και λοιπά, πέντε οικογένειες από το Ανεμούρι, έξι οικογένειες και κάποιοι άλλοι που είχαν βρεθεί στην παραλία αναζητώντας απεγνωσμένα ένα τρόπο να φύγουνε να διασωθούν από αυτά που άκουαν προφορικά ότι συνέβαιναν και είχαν συμβεί στη Σμύρνη.

Τότε ο παππούς Κυριάκος, ο οποίος όταν ανέβηκε στο πλοίο, σκέφτηκε, πανέξυπνος, είχε δώσει κάποια λεφτά, χρυσές λίρες, στους υπηρέτες του και ανέβηκαν αυτοί δήθεν να τον ποχαιρετήσουν πάνω στο πλοίο και έτσι κατάφερε και είχε μαζί του κάποιες λίρες, τα έδωσε όλα για να ρίξει τη μισή ξυλεία το άλλο πλοίο, το αιγυπτιακό, για να μπορέσουν να χωρέσουν αυτοί οι κατατρεγμένοι, ταλαίπωροι άνθρωποι. Οι άρχοντες από το Ανεμούρι. Και είμαι σίγουρη πως είναι αιγυπτιακό, διότι έχουμε την ευλογία σαν οικογένεια να έχει διασώσει αυτή η αρχοντοπούλα, η αρχόντισσα γιαγιά μας Κατερίνα, το μοναδικό που βρήκαμε στην Κύπρο, από το λοιμοκαθαρτήριο Λάρνακας, ένα πιστοποιητικό, στο οποίο αναγράφεται πάνω το όνομα του πλοίου, η ημερομηνία άφιξης και πλου και από πού ξεκίνησε. Αυτές οι δύο γραμμές είναι μια μεγάλη ιστορία της οικογένειας αλλά και της όλης ιστορίας του ξεριζωμού των Ελλήνων της Κιλικίας, της Ιωνίας, όλης της Μικράς Ασίας.

Όταν μας έλεγε η γιαγιά, μικρά παιδάκια, που μεγαλώσαμε μαζί της, με την έμορφη γλυκιά φωνή της, μας έβαζε όλους δίπλα της, και μας έλεγε όχι μόνο για τη Μικρά Ασία, όχι μόνο για την αρχοντιά, τις συνήθειες, τα φαγητά, πώς εντύνονταν, μας έλεγε όμως πικραμένη και κλαίγοντας, πώς εκείνα τα βράδια περίμεναν απεγνωσμένα στην παραλία του Ανεμουρίου οι οικογένειες έτοιμες να φύγουν, αφού πείστηκαν πια πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος, να βρουν έναν τρόπο να φύγουν, δεν ήξεραν καν που θα επήγαιναν, εννοείται πως θα ήτανε η Ελλάδα ο σταθμός που ήξεραν ότι έχουμε την ίδια γλώσσα, είχαμε συγγενείς. Αλλά, ο παππούς και κάποιοι άλλοι είπαν “όχι θα πάμε στην Κύπρο, εκεί που κάνουμε το εμπόριο, εκεί που ξέρομε”, γιατί ήξεραν τους τόπους, είχαν κάποιες γνωριμίες. Και κατατρεγμένοι κάθισαν εκεί πάνω στην παραλία, περιμένοντας να φανεί καράβι, βράδυ, το άλλο βράδυ και εν τέλει φτάνει αυτό το καράβι.

Η γιαγιά φοβισμένη έλεγε στα παιδιά της να μην απομακρυνθούν, μας έλεγε, και το ένα παιδί κρατούσε το άλλο. Ο θείος Κυριάκος, ο μεγάλος, που ήταν 12 χρονών, είχε βάλει εδώ στους ώμους του τον μικρό Βύρωνα που ‘τανε μόνο 18 μηνών για να τον βλέπει να μην τον χάσει μέσα στην… πανικό… στην εξαθλίωση εκείνη το βράδυ που έμεναν πάνω στο … και τα παιδιά να κρατάνε τα υπόλοιπα το φόρεμα της γιαγιάς για να μην χαθούν. Και όταν ανέβηκαν στο πλοίο … και έκαναν τόσες ώρες μέσα στην τρικυμία τα παιδιά δίψασαν και που τους έβαλαν στο αμπάρι. Που σας είπα ότι άλλαξαν πλοίο. Και μπήκανε στο αιγυπτιακό, τους έβαλε στο αμπάρι εκεί που είχε ρίξει την ξυλεία ο άνθρωπος. Και πάλι η γιαγιά είχε τα παιδιά, δίπλα της. Κάτω από τις φτερούγες της και τα έχει σώσει. Και δεν είχεν τίποτε άλλο στον κόσμο, παρά μόνο τα πέντε παιδιά της. Τα παιδιά δίψασαν, έκλαιγαν, όπως κι άλλα παιδιά, και ανεβαίνει η γιαγιά, τής είπαν έχει μια βρύση στο κατάστρωμα και βρίσκει έναν πρόχειρο αγγείο και πάει μαζί με άλλες γυναίκες και στέκεται μέχρι το πρωί, γράφει η μαμά μου στο ημερολόγιο. Και ηχούνε τώρα στα αυτιά μου που μας τα έλεγε, περίμενε με τις ώρες μέσα στη βροχή για να πάρει λίγο νερό, να κατεβεί κάτω να το δώσει στα παιδιά της. Με τέτοιες συνθήκες έφτασαν.

Η μαμά μου στη μαρτυρία που έχουμε καταγράψει στο ημερολόγιο του συνδέσμου μας του 2014 δίδει σε άριστη ελληνική, γιατί η μαμά μου μετά φοίτησε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, ότι ο τρόμος πάνω στο πλοίο ήτανε πολύ μεγάλος. Όχι μόνο η δίψα, η πείνα, η εξαθλίωση∙ όταν πέθαινε ο κόσμος τον έριχναν στη θάλασσα. Πέθαινε από την πείνα, από τη δίψα, είχαν στοιβαχτεί μέσα στο αμπάρι αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν μαθημένοι σε κακουχίες και δύσκολες στιγμές. Και τα λέει με τρόμο. Όταν ήμουνα μικρή και τα έλεγε η γιαγιά δεν τα πιστεύαμε, ήταν σαν ένα παραμύθι, σαν κάτι πολύ μακρινό  και δυστυχώς, όταν έγινε το ‘74 η εισβολή στην Κύπρο ακούσαμε και παρόμοιες ιστορίες από τις γυναίκες που ξεριζωμένες και αυτές έτρεχαν να διασώσουν τα παιδιά τους και την οικογένειά τους τόσα χρόνια μετά και τώρα ακόμα χειρότερα έναν αιώνα μετά, φέτος που τιμάμε τη μνήμη της Μικρασίας, έχουμε τη Μεσόγειο να γίνεται ξανά το πέλαγος της προσφυγιάς με αυτούς τους πρόσφυγες που καταφθάνουν και ψάχνουν στην Κύπρο, στην Ελλάδα, σε γειτονικές χώρες να βρουν έναν προορισμό.

[…]

Να σας δείξω τώρα μία μετέπειτα φωτογραφία της γιαγιάς Κατερίνας στην Κύπρο, περίπου το 1957-1958. Αυτή είναι η γιαγιά Κατερίνα στην Κύπρο, πάντα με τα μαύρα, τα οποία δεν έβγαλε ποτέ μέχρι να πεθάνει και εδώ ο άρχοντας Γαβριήλ, ο σύζυγός της, το γένος Γαβριηλίδη, για αυτό ονομάζονται όλοι οι συγγενείς μας τώρα Γαβριηλίδου και η μητέρα μου, τον βλέπουμε να φοράει φέσι. Γιατί; Γιατί ήταν άρχοντας, προύχοντας και γιατί είχε μεγάλη θέση στην τουρκική κυβέρνηση. Το δε χρώμα από το φέσι αν ήταν πράσινο ή μωβ έδειχνε την κοινωνική τάξη στην οποία υπαγόταν ο κάθε Τούρκος υπήκοος, ήταν Τούρκοι υπήκοοι, αλλά Έλληνες. Όχι μόνο Έλληνες, Έλληνες στην ψυχή στο πνεύμα και στη γλώσσα. Λοιπόν η γιαγιά Κατερίνα με τα 5 παιδιά και τον πεθερό της, τον Κυριάκο, ο οποίος προτού φύγει είχε παντρευτεί μία νεαρή κοπέλα Μικρασιάτισσα και την έφερε μαζί του, φθάνουν μετά από ταλαιπωρίες στη Λάρνακα. Όμως η αγγλική, με συγχωρείτε, η βρετανική τότε κυβέρνηση, αποικία η Κύπρος, ζητάει υπέρογκα ποσά για να μπορέσουν αυτοί οι άνθρωποι να κατεβούν στην Κύπρο αλλά και προηγουμένως να μείνουν 14 μέρες στο λοιμοκαθαρτήριο Λάρνακας, μήπως έχουν φέρει μαζί τους κάποιες μεταδοτικές ασθένειες. Στο λοιμοκαθαρτήριο οι συνθήκες τραγικές, άθλιες, στοιβαγμένοι σε δύο δωμάτια, έχω κάνει μεγάλη έρευνα για το λοιμοκαθαρτήριο της Λάρνακας, υπάρχουν στοιχεία και για τις συνθήκες διαβίωσης αλλά και για τα υπέρογκα ποσά.

Για να κατέβει η γιαγιά Κατερίνα μαζί με τα πέντε παιδιά και τον παππού τον Κυριάκο με τη γυναίκα του τη δεύτερη δεν ξέρω το όνομα ζητούν υπέρογκα ποσά όπως έχουμε πει, τότε θυμάται ο προπάππους Κυριάκος ότι στο σπίτι μας, στο αρχοντικό στο Ανεμούρι, φιλοξενούσε τον έμπορα τον ξακουστό τον Χατζηαθανάση από τον Άγιο Κασσιανό, που ερχόταν για να αγοράσει τα εμπορεύματά μας. Του στέλνει αμέσως ένα τηλεγράφημα και αυτός ο άνθρωπος… η μαμά μου πάντοτε έβαζε στο χαρτί με τους πεθαμένους και με έστελνε να πάω στην εκκλησία, το έλεγαν τότε συγχωροχάρτι, το λέμε και μέχρι τώρα, και της έλεγα “μαμά δεν έχουμε κάποιο συγγενή Χατζηαθανάσης ποιος είναι αυτός;”. Παιδί μου, αυτός έγινε η αιτία να έρθουμε στην Κύπρο και να ζούμε τώρα εδώ στη Λευκωσία σε μια καλύτερη ζωή, παρά οι συγγενείς μας που έφτασαν στην Ελλάδα. Εγγυείται, που λέτε, ο Χατζηαθανάσης, αλλά η γιαγιά μου του λέει του πεθερού της “πατέρα εγώ δεν κατεβαίνω αν ο Χατζηαθανάσης δεν εγγυηθεί και τις 5-6 οικογένειες που ήταν στα κτήματά μας”. Και αυτός ο άνθρωπος δεν το αρνείται και εγγυείται με υπέρογκα ποσά, όπως θα έχετε ήδη διαβάσει στις εφημερίδες της εποχής, στο κρατικό αρχείο και στο αρχείο της αρχιεπισκοπής, 12.000 ήθελεν ο τότε κυβερνήτης Μαικλ Στίβενσον για να επιτρέψει να κατέβουν οι οικογένειες. Κάνουν εράνους, λοιπόν, η εκκλησία η μόνη που συμπαραστάθηκε, με πρωτεργάτη τον τότε Αρχιεπίσκοπο Κύριλλο τον Γ’. Τους εγγυείται ο Χατζηαθανάσης, η εκκλησία και φεύγουν από το λοιμοκαθαρτήριο. Το πρόβλημα τώρα είναι πού θα πάνε; Ο Χατζηαθανάσης τους νοικιάζει άμαξες, τους βάζει μέσα, τις οικογένειες, και τους συνοδεύει πού αλλού μάνα μου; Στην Αρχιεπισκοπή, γιατί εκεί, μην κοιτάζετε τώρα τη νέα Αρχιεπισκοπή, την παλιά Αρχιεπισκοπή που τώρα στεγάζεται η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών και το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης∙ γύρω γύρω ήταν οι εκκλησίες, δυστυχώς, που είναι στην πράσινη γραμμή, ο άγιος Ιάκωβος, ο άγιος Κασσιανός, ο άγιος Γεώργιος ο προστάτης της μητέρας και της γιαγιάς. Η Χρυσαλινιώτισσα εντός των τειχών, όλες αυτές οι εκκλησίες, ο αρχάγγελος Μιχαήλ ο Τρυπιώτης, που λέμε, και ο άγιος Σάββας. Και τους κατανέμουν σε μικρά δωμάτια που είχαν οι εκκλησίες. Οι λεγόμενοι νοτάδες. Και σε ένα δωμάτιο έμενε η γιαγιά με τα πέντε παιδιά και ακόμα τέσσερις οικογένειες και συνήθως απροστάτευτες χήρες, γυναίκες. Διότι οι άντρες είχαν δυστυχώς χαθεί στα τάγματα εργασίας ή ήταν αιχμάλωτοι, αγνοείτο η τύχη τους ή δεν είχαν κανέναν νέο από τους άντρες τους, οι οποίοι αναγκάστηκαν να πάνε στα τάγματα εργασίας από την τουρκική κυβέρνηση, εκεί η γιαγιά, το έχω βάλει και σε μία ομιλία που έχω κάνει πρόσφατα, μας έλεγε η γιαγιά στο δωματιάκι αυτό που έμεναν στρυμωγμένοι, έβαλαν το κεφάλι πάνω στους μπόγους τους για να ξεκουραστούν το βράδυ και η γιαγιά πάντα να σφίγγει τα πέντε παιδιά της. Και άκουγαν τις ψαλμωδίες από την εκκλησία του αγίου Γεωργίου, τον οποίο τους είχαν τοποθετήσει έτσι κατά τύχη, και έβλεπαν το κεράκι που άναβε και από αυτό έπαιρναν δύναμη και έλεγε η γιαγιά “ο άγιος Γεώργιος και η Παναγία μας βοήθησαν να φτάσουμε τώρα εδώ” και να μεγαλώσει τα πέντε παιδιά μόνη της στην Κύπρο.

Η γιαγιά λοιπόν με τα πέντε ανήλικα παιδιά της μαζί με άλλες γυναίκες, χήρες απροστάτευτες μένουν στα σπιτάκια του αγίου Γεωργίου και σε κάποιες άλλες γωνιές των εκκλησιών. Όμως, κάποια στιγμή, ο προπάππους Κυριάκος, επειδή δεν μπορούσε καθόλου να μιλήσει την ελληνική γλώσσα, είπαμε ήταν Τούρκοι υπήκοοι, και αναγκάζονταν να πηγαίνουν σε τουρκικά σχολεία, δεν υπήρχαν καν ελληνικά… Μία μικρή παρένθεση, ο παππούς ο Γαβριήλ, ο προύχοντας, γιος του προύχοντα, σε ένα από τα ταξίδια του στην Κερύνεια παίρνει μία δασκάλα, τη μητέρα της συνοδεία από τον Καραβά από τη Λάπηθο, δεν το έχουμε εξακριβώσει, και την παίρνει για να μάθουν τα παιδιά τους στο Ανεμούρι ελληνικά. Δυστυχώς, όμως, ένα χρόνο επειδή είχαν αρχίσει οι φασαρίες, δυο χρόνια, τη φέρνει πίσω σε ένα από τα ταξίδια του για να είναι ήσυχος και μετά σκοτώνεται σε ένα ατύχημα που είχε στο κυνήγι.

Λοιπόν, ο παππούς ο Κυριάκος, ο προπάππους, λέει “εγώ δεν μπορώ να ζήσω εδώ, δεν μπορώ να συνεννοηθώ”, τι θα κάμει ο άνθρωπος και λέει στον φίλο του τον Χατζηαθανάση τον προστάτη του, και πάνε μετακομίζουν σε ένα δωμάτιο στον άγιο Λουκά που πλειονότις του πληθυσμού ήτανε Τουρκοκύπριοι, για να μπορεί να κάνει τον ναργιλέ του, να λέει τα τουρκικά του και να νιώθει… όπως συμβαίνει πάντοτε θες να πας σε ένα συνήθειο το οποίο σου δίνει τις αναμνήσεις της χώρας της πατρίδας σου αλλά και να νιώθεις πιο άνετα. Ελάχιστο καιρό μένουν εκεί γιατί η γιαγιά αποφασίζει να φύγει από το δωμάτιο και να νοικιάσει ένα μικρό μικρό μικρό πολύ, δυο δωμάτια, κοντά στην Αρχιεπισκοπή. Συγκεκριμένα, στην οδό Θησέως, όπου βρίσκεται τώρα το μουσείο του Παγκυπρίου Γυμνασίου. Και από εκεί η μητέρα μου πήγαινε στον άγιο Κασσιανό μαζί με τον μικρό αδελφό της τον Βύρωνα, δημοτικό και μετά στο Παγκύπριο Γυμνάσιο.

[…]

Οι Τουρκοκύπριοι δεν είχανε εμπλακεί, ούτε στην άφιξη των Μικρασιατών, αν και ο τουρκικός Τύπος έγραφε κάποια σχόλια, αλλά οι απλοί άνθρωποι δεν έχουμε μαρτυρίες αν είχαν εμπλακεί ή όχι. Αυτοί που είχαν εμπλακεί ήταν ο απλός κυπριακός ελληνικός λαός, ο οποίος από το υστέρημά του έδιδεν τρόφιμα, ακόμα και σε είδη, πατάτες έχω βρει σε ένα άρθρο, κολοκάσι, τα Κοτσινοχώρκα, έδιδαν σιτάρι, για κάμνουμεν ψωμιά να ζούνε, ρούχα, και βεβαίως αρκετά λεφτά από εράνους που κατόπιν εγκυκλίου του αρχιεπισκόπου Κυρίλλου του Γ’ κάθε Κυριακή έκαναν έρανο οι εκκλησίες. Από το υστέρημά τους αυτοί οι άνθρωποι στην Αγγλοκρατία του 1922, εμάζευαν 10 σελίνια λέει η Χρυσαλινιώτισσα, μία λίρα η Φανερωμένη, που ήταν πιο αριστοκρατική περιοχή, 7 σελίνια ο άγιος Σάββας. Με αυτά τα λεφτά η λεγόμενη Επιτροπή Περιθάλψεως Προσφύγων, την οποία σύστησε άμεσα ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος και αυτές οι κυρίες, οι φιλάνθρωπες, πήγαιναν στα σπίτια και έπιαναν ένα πιάτο φαγητό. Όταν η γιαγιά μου αργότερα έφυγε, το ’28, για να πάει για τη δήθεν αποζημίωση, ανταλλαγή της Λωζάνης, μία από αυτές τις κυρίες, η σύζυγος του κοινοτάρχη του αγίου Κασσιανού, γράφει η μητέρα μου στο ημερολόγιό της, ερχόταν κάθε μέρα και τους έφερνε ένα πιάτο φαΐ, να φάνε τα πέντε παιδάκια που άφησε πίσω της και τα φρόντιζε∙ τους συμπαραστάθηκε και ένα πάπλωμα να σκεπάζονται. Αν αυτό δεν είναι προσφορά, αν αυτοί οι άνθρωποι δεν πρέπει να μνημονεύονται από εμάς τους απογόνους των Μικρασιατών τι άλλο μπορούμε να κάνουμε; Μόνο η αναφορά των ονομάτων είναι το καλύτερο μνημόσυνο.

[…]

Το κειμήλιο

Ένα από τα πολύτιμα κειμήλια που έφερε η γιαγιά Κατερίνα, μαζί της παρά τις αντίξοες συνθήκες στο πλοίο και στην αλλαγή σπιτιών, είναι αυτή η Ιερά Σύνοψις του 1862 στην ελληνικήν γλώσσαν, εκτυπωμένη εν Βενετία το 1862, την οποία της είχε φέρει ο παππούς Γαβριήλ δώρο σε ένα από τα ταξίδια του στη Βενετία. Είναι πραγματικά εκπληκτικό πώς αυτό το κειμήλιο έχει φτάσει τώρα σ’ εμάς, τους απογόνους αυτών των ανθρώπων. Θα διερωτάσθε γιατί είναι κάποιες σελίδες λίγο…αρκετές είναι πολύ πολύ καθαρές. Όμως κάποιες σελίδες, ιδιαιτέρως πίσω, είναι σαν να είναι βρεγμένες και πραγματικά είναι βρεγμένες. Η ιστορία είναι ως εξής: η γιαγιά την είχε στο στήθος της για να την προστατεύει στο ταξίδι το δύσκολο που έκαναν τόσες μέρες για να φτάσουν στη Λάρνακα. Και όταν ανέβηκε στο κατάστρωμα για να φέρει λίγο νερό να πιουν τα διψασμένα πέντε ανήλικα παιδιά της είχεν βραχεί. Βλέπετε εδώ πώς είναι βρεγμένη; Αυτή είναι η ιστορία αυτής της Σύνοψις. Βλέπετε τις σελίδες; Είναι βρεγμένη, αλλά δεν παύει να έχει σε πολύ καλή κατάσταση τη γραφή. Και πίσω κάτι πολύ πολύ σημαντικό ότι βρίσκουμε στην παλαιοτουρκική, σε κάποιες σελίδες, καταγραμμένα, ίσως, να είναι τα ονόματα των παιδιών της. Προσπαθούσε πάση θυσία να διατηρήσει τις ρίζες και το παρελθόν της οικογένειάς της».

Ταυτότητα έκθεσης

Εγκαίνια: Κυριακή, 13 Νοεμβρίου, 18:00, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου

Συντελεστές: People of Cyprus | Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου

Επιμέλεια: Ιλιάνα Κουλαφέτη – Χρήστος Μιχάλαρος

Μουσική εγκαινίων: Βερόνικα Αλωνεύτου

Διάρκεια: 10 Νοεμβρίου-8 Δεκεμβρίου 2022

Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα-Κυριακή | 10:00-19:00

Χώρος: Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου, Φανερωμένης 86-90, 1011
Λευκωσία (Μουσείο Γεώργιου και Νεφέλης Τζιάπρα Πιερίδη)

Χορηγός: Lemon Park

©People of Cyprus | www.peopleofcyprus.cy
Instagram: @people.of.cyprus
Facebook: People of Cyprus