Μικρασιάτες στην Κύπρο | Βιολάντα Ποταμίτου

Κειμήλιο: Τετράδιο με ποιήματα

 

Σύνταξη: Ιλιάνα Κουλαφέτη / Φωτογραφίες: Χρήστος Μιχάλαρος

Σε ένα σπίτι που μοιάζει με μουσείο, φωτογραφίες, πίνακες, αποκόμματα εφημερίδων και διαφημίσεων, κοσμούν τους τοίχους, κατέχοντας διπλό ρόλο: τόσο διακοσμητικό όσο και χρηστικό, καθώς η συλλογή συντηρεί τη μνήμη. Σε ένα τέτοιο σπίτι μας δέχθηκε η Βιολάντα Ποταμίτου-Τουμαζή. Με ένα χαμόγελο ειλικρινές και άπλετη διάθεση για φιλοξενία, μας άνοιξε την πόρτα στο μικρό της θησαυροφυλάκιο αναμνήσεων. Δεν ξέραμε πού να πρωτοκοιτάξουμε και τι να σχολιάσουμε: από τις παλιές μαγείρισσες, σε ξύλινες εικόνες, ένας τέντζερης με το καπάκι του και πολλά κυπριακά αντικείμενα, συμπλήρωναν το μωσαϊκό της ταυτότητάς τους. Στον τοίχο κάδρα με έγγραφα, για κάποιους “αμελητέας” αξίας, για άλλους ζώσας σημασίας.

Η κυρία Βιολάντα, που από την προηγούμενη ημέρα είχε ετοιμάσει μικρασιάτικα μπουρέκια για να μας φιλέψει, ετοίμασε ένα τραπέζι όλα εκείνα τα αντικείμενα που έφεραν οι συγγενείς της από τη γη της Ιωνίας, και άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι της οικογένειάς της.

Αυτή είναι η ιστορία της.

Ονομάζομαι Βιολάντα Ποταμίτου-Τουμαζή, εγεννήθηκα στη Λάρνακα 16/1/1949. Οι ρίζες μου όμως είναι μικρασιάτικες, από την πλευρά της μητέρας μου. Η μητέρα μου καταγόταν από τα Άδανα της Κιλικίας.

Εγώ έχω φτάσει τη γιαγιά μου, πέθανε το 1967 η γιαγιά μου, η οποία ήταν μία πάρα πολύ βασανισμένη γυναίκα, η γιαγιά Μαρία και ο παππούς Θεοχάρης, οι γονείς της μητέρας μου. Η γιαγιά Μαρία γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Κιλικίας περίπου το 1873. Επαντρεύτηκε πολύ μικρή και έκαμεν τέσσερα παιδιά. Τα δύο αγόρια τα επήγαν στα Αμελέ Ταμπουρού το 1908 νομίζω, δεν ήξερε να μου πει ακριβή χρονολογία η γιαγιά μου και χάθηκαν. Μετά από αυτό ένα πρωί χάραμα, εσπάσαν τα παράθυρα, την πόρτα οι Τούρκοι εμπήκαν μέσα στο σπίτι, έσφαξαν τον άντρα της, τα δύο της αδέλφια και τον πατέρα της γιαγιάς μου. Η γιαγιά μου εβάσταν ένα παιδάκι στην αγκαλιά, εγλύτωσεν το παιδάκι, εγλύτωσεν και η γιαγιά. Η μητέρα της επήρεν χόλερα από τα πολλά μικρόβια που υπήρχαν τότε, από τα άταφα πτώματα, και χαρακτηριστικά μου έλεγε η γιαγιά μου “τα αδέλφια μου δεν τα χωρούσε η πόρτα να μπουν και όταν τα έσφαξαν, λαχταρούσαν ακόμα και τα έδεσαν με τα σχοινιά να τα πετάξουν σε γκρεμούς, διότι τότε δεν υπήρχαν ούτε μηχανήματα και οι Τούρκοι την ευκολία τους εθέλαν”. Αλλά μετά εδιάβασα το άρθρο του ενός δημοσιογράφου Έλληνα, ο οποίος έμαθε ότι εμπορεύονταν τα οστά των Ελλήνων σκοτωμένων, κάθε 400 τόνοι αντιστοιχούσαν σε 50.000 οστά φονευθέντων Ελλήνων και τα έστελναν στη Γαλλία για να κάνουν τέμπερες. Για αυτό φαίνεται να επετούσαν τα πτώματα στους γκρεμούς. Γιατί εβάζαν μετά τους Έλληνες στρατιώτες που επηγαίναν στα Αμελέ Ταμπουρού και τα εμαζεύαν σωρηδόν και τα εφόρτωναν να πάσειν εξαγωγή. Τρέχοντας τα νερά στις χαράδρες έφευγαν οι σάρκες και εμέναν τα οστά και ήταν εύκολο για τους Τούρκους να τα εμπορευτούν.

Όταν πέθανε και η προγιαγιά μου με χολέρα, αρχίσαν οι πορείες από την Αντιόχεια να πάσιν γαλλικά μοναστήρια. Διερωτήθηκα εγώ “γιατί γαλλικά μοναστήρια;”. Υπήρχαν πάρα πολλοί Γάλλοι στην Κιλικία και μετά μάλιστα έγινεν και σαν κατάληψις της Κιλικίας από τους Γάλλους, μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν την επήραν σε γαλλικά μοναστήρια ο παππούς μου ήταν αριστοκράτης και επήεν ο Ερυθρός Σταυρός να καταγράψει τα θύματα της θηριωδίας. Όταν οι καλογριές τού είπαν την ιστορία της γιαγιάς μου ο παππούς μου εσυγκλονίστηκε και είπε “αυτή τη γυναίκα θα την παντρευτώ”. Η γιαγιά μου δεν ήθελε, έλεγε “να φωνάξω του αντρός μου θα μου απαντήσει και εσείς λέτε να παντρευτώ;”. Οι καλόγριες της είπαν “Μαρία είσαι τελείως μόνη τι θα γίνεις;”.

Ξέχασα να σας πω ότι είχε και μία κόρη 15 χρονών,  Χαρίκλεια ονομάζετουν, την οποία πήρε ένας Τούρκος αξιωματικός, έμαθεν η γιαγιά μου ύστερα ότι την ετούρκεψεν και την επαντρεύτηκεν, αλλά δεν ήξερεν με πού ήταν με τίποτε. Με τον παππού μου τον Θεοχάρη επέρασεν ζωή πάρα πολλά ωραία η γιαγιά μου. Ενοιαζόταν και την εσυμπονούσε, γιατί ήταν πάρα πολύ βασανισμένη γυναίκα. Εντωμεταξύ επέθανε και το παιδάκι που είχε στην αγκαλιά, γιατί με τους πολέμους και το γάλα που θήλαζε αρρώστησε και επέθανε. Έκαμεν δύο παιδιά η γιαγιά μου, τη μάμα μου και τον θείο μου τον Δήμο, Ελένη την ονόμασαν, Ελένη. Επερνούσεν πάρα πολύ ωραία.

Όταν έγινε η επέμβασις ήρταν οι Έλληνες στρατιώτες, περίπου το 1921 εδούλευε στην Deutsche Bank ο αδελφός του παππού μου και ήρθε και του είπε “Θεοχάρη, το ‘21, δεν πάνε καλά τα πράγματα, προμηνύεται κακό”. Επειδή ο παππούς μου είχε καταγωγή από την Κύπρο, διότι το 1821, όταν εγίναν οι σφαγές πολλοί Έλληνες έφυγαν, Κυπραίοι, και επήαν να βοηθήσουν ή στην Ελλάδα ή στην Τουρκία και οι Τούρκοι τους άφηναν, διότι η Τουρκία ήταν μια χώρα που δεν είχε ούτε βιομηχανίες ούτε τίποτα, να τους αφήσουν να αναπτύξουν το εμπόριο και μετά έγινε το ’22 οι σφαγές. “Nα πάρεις τη Μαρία και τα παιδιά και να πάτε Κύπρο. Ό,τι συμβεί θα είναι για πολύ λίγο καιρό, θα έρθετε πάλε”. Και έσασεν η γιαγιά μου τα μπαγκάζ της, μποξάδες υπήρχαν τότε, δύο μποξάδες και ορισμένα πράματα και ήρθαν στην Κύπρο για λίγο καιρό. Όταν ήρθαν άρχισε το “Μαρία τι θα γίνομεν; Μαρία τι θα γίνομεν;”, ο παππούς μου. Μία νύχτα, επέθανε από καρδιακή προσβολή, πάλι μένει μόνη η γιαγιά μου με δύο ορφανά. Σιγά-σιγά, όμως, η γιαγιά μου, την εβοήθησε ο Θεός, τα μεγάλωσε, τα επάντρεψε.

Όταν τους είπε ο παππούς Θεοχάρης της γιαγιάς μου ότι θα φύγουν είχε δύο καταστήματα στη Μερσίνα και τα πούλησε. Τις λίρες τις χρυσές δεν τις έβαλε στην τράπεζα, τις έραψε ζώνη η γιαγιά μου και φέραν και όλα τα χρυσαφικά μαζί τους και επουλούσεν η γιαγιά μου και εμεγάλωνε τα παιδιά. Έλεγεν η μάμα μου είχεν ένα μεγάλο χρυσό ρολόι ο παππούς σου και μία καδένα μεγάλη χρυσή επέρναν την δύο φορές και επουλούσαν τα σιγά-σιγά και εζούσαν.

Άμα επήαιννα να ρωτήσω τη γιαγιά μου ιστορίες, εθύμωνεν η μάμα μου. Μου έλεγε “πάλε επήες να λυπήσεις τη γιαγιά σου; Σε παρακαλώ Βιόλα σταμάτα!”. Και έτσι πολύ λίγα πράγματα έχω να θυμούμαι, ό,τι μου έλεγε καμιά φορά είχα έναν φάκελο έγραφα το να μεν το ξεχάσω. Πριν 2-3 χρόνια είπα “Ε, κρίμα να πεθάνω και να μεν ξέρουν τίποτα τα παιδιά μου από τις ιστορίες τούτες” και έκαμα ένα βιβλίο με ό,τι θυμόμουν με τίτλο Στέγνωσαν τα δάκρυά μου γιατί όποτε ερωτούσα τη γιαγιά μου έλεγε “κορούλα μου πέρασα πολλά, δάκρυα δεν έχουν τα μάτια μου να κλάψουν, στέγνωσαν τα μάτια μου, στέγνωσαν τα δάκρυά μου”.

Εξεκίνησαν με το πλοίο “Σαρδήνια” τις 19 Νοεμβρίου και έφθασαν 23, Λάρνακα, του 1921. Στο πλοίο ήταν κι άλλοι εύποροι φίλοι του παππού μου ο Ιορδάνης και η Ζαφειρώ Σουκιούρογλου, με τα παιδιά τους Κώστα, Γιώργο, Παύλο, Συμεών και επίσης ο Χαραλάμπους που κάμνει τον καφέ Χαραλάμπους, ο πατέρας της Ρούλας Μάτση.

Το πασαπόρτι έχει πάνω μία φωτογραφία και εξεδόθη στα γαλλικά, δεν ξέρω γιατί, ερώτησα και είπαν επειδή τότε είχε γαλλική κατοχή η Κιλικία. Και στη φωτογραφία του πασαπορτιού εικονίζεται η γιαγιά μου η Μαρία Πιερίδου, ο παππούς Θεοχάρης Πιερίδης, ο Δημοσθένης και η Ελένη τα παιδιά τους. Στα πρόσωπά τους φαίνεται όλων η λύπη, ιδίως της γιαγιάς μου, διότι είναι δεύτερη φορά ξεριζωμός.

Μαζί τους εφέραν όλα από τέσσερα, επειδή ήταν τέσσερα άτομα, εφέραν τέσσερα πιάτα, έφερεν ένα μπακκιρένο κασαρόλα που εβράζαν το γάλα, μία μπακκιρένη κασαρόλα πιο μεγάλη για το φαγητό, ένα μπακκιρένο, επειδή εν εσπάσαν και έφεραν τα πιρούνια, κάτι πιατάκια μικρά, τα μαχαίρια, κουταλάκια όλα από τέσσερα.

Όταν ξεριζώθησαν έφεραν μαζί τους ορισμένα πράματα. Ο παππούς μου ήταν καπνιστής και έβαζεν τον καπνό σε αυτόν το κουτί, παρόλο που εν αγιωμένο δεν το πέταξα, ήταν ο καπνός του παππού μου μέσα. Επίσης, εφέραν αυτό το κουτί, το οποίο μέσα είχαν τα ραπτικά τους, η γιαγιάκα μου, τα ραπτικά. Εφέραν τα πιάτα τους, τα πιρούνια τους όλα από τέσσερα. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο η γιαγιά μου λέει του “Θεοχάρη, θα πάω να ανοίξω το σπίτι να πάρω και δύο χαλιά”. “Τι θα τα κάμουμε τα χαλιά τώρα στην Κύπρο!”. “Θεοχάρη, στρώνουμε τα στρώματά μας, κοιμούμαστε πάνω, δεν ξέρουμε πόσο καιρό θα πάμε”. Και έφεραν και δύο χαλιά. Έφεραν μίαν χτενιάν για να χτενίζονται με ελεφαντόδοτο. Ορισμένα πράματα, τα ρούχα τους. Ήταν όλα μπακκίρια, επίσης η γιαγιά μου έβαλεν μέσα, όταν είχαν γιορτές, ο παππούς μου έφερεν και το φράκο του και ψηλό καπέλο.

[…]

Τα σπίτια όλα είχαν πιάνο, οι θείες μου όλες εξέραν πιάνο και εξέραν και γαλλικά. Ελέγαν μου θυμούμαι τον πατέρα μου όταν χτυπούσε η πόρτα αντί να πει “ανοίξετε” έλεγε “άντρε” υπολόγισα πως ήταν κύρια γλώσσα τα γαλλικά και μετά τα τούρκικα. Είχαν πολιτισμό, οι θείες μου επαίζαν όλες πιάνο, και όταν επαντρεύτηκεν η αδελφή του πατέρα μου, η Ερατώ, επήρεν τον γιο του πάμπλουτου του Μαυρομμάτη, του Κωσταντή, ο οποίος ήταν μεγάλος δωρητής στην Κιλικία και όταν έγινε ο γάμος ο παππούς μου της έκαμεν δώρο πιάνο. Είχεν ένα ημερολόγιο μικρό που έγραφεν. Το έδωκεν η μάμα μου στον θείο μου ε, εν επερισώθηκεν.

Έρχονται στην Κύπρο, τους βάζουν καραντίνα 15 μέρες. Μετά την καραντίνα, ο παππούς μου είχε γράψει σε κάτι συγγενείς που είχε στην Αθηαίνου, ξαδέλφια μακρινά, και ήρθαν με τις άμαξες και τους επήραν σπίτι τους και εφιλοξενηθήκαν 15 μέρες. Μετά τους έφερεν Λάρνακα, εφορτώσαν την άμαξα, ήταν υφάντρα η γυναίκα του μακρινού ξαδέλφου του παππού μου, πετσέτες της κουζίνας, τραπεζομάντηλα, σεντόνια τους εδώσαν και διάφορα προϊόντα για να έχουν να μαγειρεύουν και ενοικιάσαν σπίτι ο παππούς μου δήθεν προσωρινά. Τα δύο χαλιά που εφέραν εχρησιμέψαν, τα εβάλλαν χαμέ και εκοιμούνταν. Το ενοίκιο το επλήρωναν με λίρα χρυσή. Όταν ήταν λίγο φαημένη η λίρα, τα δόντια της λίρας γύρω-γύρω εν την εθέλαν, εθέλαν καινούργια δεν την έπαιρναν. Στο σχολείο όταν επήγεν η μάμα μου εφωνάζαν, επειδή έξερεν και τούρκικα η μάμα μου “ήρθαν Τουρκούδες στο σχολείο”. Η διευθύντρια του Ευρυβειαδείου Γυμνασίου ήταν η μακαρίτισσα η Παρασκευή Ιωάννου, στην πρωινή προσευχή είπεν των παιδιών “τα παιδιά που ήρθαν από την Τουρκία δεν είναι Τούρκοι είναι χριστιανά παιδιά, όπως εσάς και σας παρακαλώ μην αποκαλέσετε τα παιδιά, τα κοριτσάκια τουρκούδες”. Και από εκείνη την ημέρα δεν τους είπαν τίποτα, αγαπούσαν τη μάμα μου γιατί ήταν επιμελέστατη και καλή μαθήτρια όλες οι δασκάλες. Ήβρα ένα τετράδιο και μετροφυλλώντας το βρήκα δύο ωραία ποιήματα όλοι οι ποιητές τότε ήταν για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μπορώ να τα διαβάσω;

Οι Νέρωνες

Κείνο το βράδυ που η φωτιά σε σκέπαζε ω, η λάβα,

και από το αίμα της σφαγής κοκκίνισαν οι δρόμοι,

δεν ήσουν η Σμύρνη μας, η πουλημένη σκλάβα,

στα χέρια των Αγαρηνών ήσουν η Ρώμη, η Ρώμη.

 

Στο τσίρκο μέσα τα θεριά του Ισλάμ, αγριεμένα

σπαράζανε των χριστιανών και εκεί με ευλάβεια

έσκυβε απάνω από τα νερά τα φλογοποτισμένα

Νέρωνες ασυμπόνετοι της Δύσης τα καράβια.

 

Τα χελιδόνια

Τα χελιδόνια που γυρίσανε την άνοιξη

 στο γαλανό σου Σμύρνη μου ακρογιάλι

δεν βρήκανε την όμορφη φωλίτσα τους

και ούτε σκεπή γερή να χτίσουν άλλη.

 

Έφυγαν τα πουλάκια τα καημένα, τα κακόμοιρα

και χθες σαν να τα είδα μαυροφορεμένα

μου φάνηκε την ώρα που πετούσανε

πως κλαίγανε και αυτά μαζί με εμένα.

Έχει και τη σημαία πολύ ωραία, τώρα να το έβρω.

Η σημαία

Ένα κομμάτι του ουρανού με του Ολύμπου χιόνι

και τον ανίκητο σταυρό που χριστιανούς φτερώνει

Η δόξα τα ζευγάρωσε στο πέπλο σου ωραία

και υψωθη γαλανόλευκη του έθνους μας σημαία.

Ήταν όλα εθνικά τα ποιήματα εκείνο τον καιρό λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Ήταν γεμάτο πλοία η Σμύρνη και μάλιστα εδιάβασα κάπου πως ο Νουρετίν Πασάς έκαμεν πάρτι τη δεύτερη μέρα της σφαγής και κάλεσε όλους τους πλοιάρχους και ο Γάλλος πλοίαρχος άργησε να πάει και μπαίνοντας μέσα στην αίθουσα του λέει “συγγνώμη Πασά μου που άργησα, αλλά καθυστερούσε το πλοιάριο, γιατί η προπέλα του πλοιαρίου μπερδευόταν με τα πτώματα και δεν μπορούσε να προχωρήσει”.

[…]

Μιαν ημέρα, όπως εκαθόμουνα, μού λέει “κόρη, ξέρεις τι θυμήθηκα, εις τον γάμο της γιαγιάς σου με τον πρώτο της άντρα, την ελογοδοτήσαν στα 12 της χρόνια και την παντρέψαν στα 14 χρόνια, και ξέρεις τι έθιμο είχαν; Εστολίζαν άλογο και εκάθετουν η νύφη πάνω και το άλογο το έσερνε ο πρωτοκούμπαρος και στην εκκλησία γνώρισε τον άντρα που θα παντρευόταν και όταν έφαγαν όλοι τη νύχτα είχε καλεσμένους και Τούρκους, γιατί επερνούσαν πολύ καλά με τα τούρκικα χωριά δίπλα. Και αποσύρθηκαν όλοι για ύπνο, το πρωί ήρθε ο πρωτοκούμπαρος να ανοίξει το παράθυρο να κρεμαστεί το σεντόνι για να παίξει τουφεκιά”.

Άλλο πράμα που μου είπε, όπως έτρωα το αγγουράκι, ήταν άνοιξη και έκατσα δίπλα της. “Tι να σου πω κόρη μου, 100 φορές σου το είπα, δεν θυμούμαι. Α, τώρα που τρως αγγουράκι θυμήθηκα. Τι θυμήθηκες; Η πόρτα μας ήταν μεγάλη είχε μεγάλη καμάρα και για να χωρεί τα αμάξια, γιατί ο παππούς ήταν παραγγελιοδόχος και είχεν μεγάλη αποθήκη στην αυλή, και έρχονταν όλα τα εμπορεύματα για να χωρεί η άμαξα να μπαίνει μέσα έπρεπε οι πόρτες ναν μεγάλες. Μες στη μέση της αυλής υπήρχε ένας ωραίος λάκκος με σκαλιστή πέτρα γύρω-γύρω και υπήρχε η βεράντα στεγασμένη και πάνω είχεν η γιαγιά σου το τραπέζι με τις καρέκλες. Tώρα που τρως αγγουράκι θυμήθηκα τον πατέρα μου, κόρη. Έπαιρνε ένα καλάθι, έβαζε μέσα το αγγουράκι, το ούζο του και το καρπούζι και το κατέβαζε κάτω στον λάκκο να παγώσουν για να φάμε τη νύχτα!”.

[…]

Η γιαγιά μου ήταν πάρα πολύ νοικοκυρά, έλεγεν  “το μεδούλι των κοκάλων μου είναι όλο βούτυρος του γαλάτου”, διότι στην Κιλικία είχε βαρετό χειμώνα και είχαν κούμνες και εβάζαν σύκα παστά, εγέμιζαν κούμνες με κρέατα παστά, διάφορα, ήταν πολύ νοικοκυραίοι, είχαν τα πάντα, ρεβύθια, φρούτα, ό,τι φανταστείτε. Οι αποθήκες τους ήταν γεμάτες, ήταν πάρα πολύ φιλόξενοι. Αρέσκαν τους τα σιροπιαστά, τα γλυκίσματα, τα κατεΐφια, και μάλιστα έλεγε η μάμα μου “το κατεΐφι η γιαγιά σου το έψηνε στο σινί σιγά-σιγά, στα κάρβουνα, όταν εψήνετουν που τη μια πλευρά έπαιρνε ένα δίσκο, αναποδογύριζες το κατεΐφι και εψήνετουν και από την άλλη και ρόδιζε σιγά-σιγά και εγίνετουν και έναν κατεΐφι υπέροχο, μελωμένο”. Είχαν αγρόκτημα ο παππούς μου και επηαίνναν εξοχή και είχαν ό,τι δεντρό φανταστείτε, είχαν Τούρκους βοηθούς. Εγώ πήγα μέχρι την Καππαδοκία είδα τους κουλλέδες, μες στη μέση των κτημάτων είχαn πετρόκτιστα κτήρια και επηγαίναν τα καλοκαίρια και εμαζεύαν τα σταφύλια τους τα πάντα, η γιαγιά μου ήξερεν και επαρασκεύαζε μουσταλευρία, σταφίδες, τα πάντα εξέρασιν ήταν νοικοκυραίοι, και πολύ φιλόξενοι και πάρα πολύ καθαροί!

… η γιαγιά μου τα φασόλια τα βραστά τα έκανε με την ταχύνι, έβραζε τα φασόλια καλά μετά εχτύπαν ταχύνι με λεμόνι και με μαϊντανό και έβαζε μέσα στα φασόλια. Έκαμνεν κούπες με τα ρεβίθια, διότι εκάμναν τις νηστείες τους και γέμιση με σταφίδα και κρεμμυδάκι. Έκαμνεν τσιμένι, ήταν ένα είδος που αλείφουν τον παστουρμά, τη φέτα, το χοιρομέρι και εβάζαν στο ψωμί τους και ετρώγαν διάφορα, τα θυμούμαι, αλλά ήταν νοικοκυρές, εμπορούσεν που το τίποτε να σου δημιουργήσουν τραπέζι. Εν επετάσσαν, τώρα το θεωρούμε τσιγκουνιό, εν ήταν τσιγκουνιό. Ήταν γουστόζικα.

[…]

Νιώθω σαν την πατρίδα μου. Νιώθω ότι …

Τη Μικρά Ασία τη νιώθω σαν την πατρίδα μου, συγκινούμαι και οτιδήποτε βγει, βιβλίο για τη Μικρά Ασία, θα το διαβάσω. Kαι οι Μικρασιάτες νομίζω είναι διαφορετικοί από τον άλλο κόσμο, είναι εύθυμοι τύποι, τους αρέσει το τραγούδι, η φιλοξενία, δεν βαριούνται να φιλοξενήσουν, καλότροποι, ευγενικοί, έτσι τους νιώθω και που εγνώρισα τους Μικρασιάτες του Συνδέσμου τους αγάπησα.

[…]

Θέλω να πάω να δω, η γιαγιά μου έλεγε ότι το σπίτι τους ήταν κοντά στο σινεμά στα Άδανα. Και θέλω να εξερευνήσω τη Μερσίνα, διότι ήταν οι θείες της μάμας μου και υπάρχει το σπίτι νομίζω του Μαυρομμάτη, το ήβρα και το έχω στο βιβλίο μου, ήταν ζάπλουτος, ήβρα κάπου ότι την εικόνα του Αποστόλου Ανδρέα, την οποία εκλέψαν οι Τούρκοι με χρυσό και ασήμι, έστειλεν ο Μαυρομμάτης κάτι νομίσματα και χρυσά και εκάμαν την εικόνα το 1870 ήταν μεγάλος δωρητής.

Είναι σημαντικό να διατηρούμε τη μνήμη, τη θυμούμαστε με αγάπη, εν τρέφουμε μίσος για τους Τούρκους, η γιαγιά μου ποτέ δεν έλεγε “μισώ”, έλεγε “άλλοι τους εκουρδίσαν κόρη μου, επερνούσαμεν καλά, δεν είχαμε τίποτα με το τουρκικό στοιχείο, αλλά από τα βάθη της Ανατολίας ήρθαν, άλλοι και τους εκούρδισαν”.

Είναι σημαντικό γιατί είναι η καταγωγή μας και άμα πάει κανείς Μικρά Ασία όπου γυρίσετε θα δείτε ελληνικά κτήρια…

Είναι σημαντικό να διατηρούμε τη μνήμη της Μικράς Ασίας διότι είναι οι ρίζες μας, είναι ο πολιτισμός μας, ναι αλλάξαν χέρια αλλά τα κτήρια υπάρχουν, ο πολιτισμός υπάρχει και οι παλιοί Τούρκοι μιλούσαν με αγάπη για τους Έλληνες, δεν ήταν οι γείτονες που εκάμαν το κακό εκουβαλήσαν άλλους και εκάμαν το κακό. Έτσι πιστεύω εγώ.

Εν οι ρίζες μας!

Να θυμάστε την ιστορία.

Το κειμήλιο

Ψάχνοντας βρήκα ένα τετράδιο της μητέρας μου που είχε ποιήματά της τότε εποχής, ήτανε του σχολείου και έχει ωραία ποιήματα, μπορώ να σας το διαβάσω;

Οι Νέρωνες

Κείνο το βράδυ που η φωτιά σε σκέπαζε ω, η λάβα,

και από το αίμα της σφαγής κοκκίνισαν οι δρόμοι,

δεν ήσουν η Σμύρνη μας, η πουλημένη σκλάβα,

στα χέρια των Αγαρηνών ήσουν η Ρώμη, η Ρώμη.

Στο τσίρκο μέσα τα θεριά του Ισλάμ, αγριεμένα

σπαράζανε των χριστιανών και εκεί με ευλάβεια

έσκυβε απάνω από τα νερά τα φλογοποτισμένα

Νέρωνες ασυμπόνετοι της Δύσης τα καράβια.

Ταυτότητα έκθεσης

Εγκαίνια: Κυριακή, 13 Νοεμβρίου, 18:00, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου

Συντελεστές: People of Cyprus | Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου

Επιμέλεια: Ιλιάνα Κουλαφέτη – Χρήστος Μιχάλαρος

Μουσική εγκαινίων: Βερόνικα Αλωνεύτου

Διάρκεια: 10 Νοεμβρίου-8 Δεκεμβρίου 2022

Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα-Κυριακή | 10:00-19:00

Χώρος: Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου, Φανερωμένης 86-90, 1011
Λευκωσία (Μουσείο Γεώργιου και Νεφέλης Τζιάπρα Πιερίδη)

Χορηγός: Lemon Park

©People of Cyprus | www.peopleofcyprus.cy
Instagram: @people.of.cyprus
Facebook: People of Cyprus