Μικρασιάτες στην Κύπρο | Μόνα Θεοδούλου

Κειμήλιο: Ασημένιο κουτάκι με αλυσίδα

Σύνταξη: Ιλιάνα Κουλαφέτη / Φωτογραφίες: Χρήστος Μιχάλαρος

Η κυρία Μόνα είναι συνώνυμο της δράσης των Μικρασιατών. Είναι το άτομο που βρίσκεται πραγματικά σε όποια πτυχή της δράσης του συνδέσμου και που παλεύει για ένα σκοπό, που έχει μετατραπεί σε ανάγκη επιβίωσης. Ευγενική, αρχοντική και περήφανη για τις ρίζες της, μας μίλησε για την καταγωγή της, για την ανάγκη διατήρησης της μνήμης, για το έργο που παράγει ο Σύνδεσμος και σε όλες της τις προτάσεις υπερισχύει το α’ ρηματικό πρόσωπο πληθυντικού. Και είναι μία σημαντική παρατήρηση, η γραμματική αυτή παρατήρηση, καθώς αντιλαμβάνεται ολοκληρωτικά, την ανάγκη της συλλογικής προσπάθειας μα και της παρουσίασης του αποτελέσματος ως τέκνο μίας από κοινού προσπάθειας, όπου η κάθε πράξη και το κάθε λιθαράκι είναι απαραίτητα για τον τερματισμό.

Ονομάζομαι Μόνα Σαββίδου-Θεοδούλου, κατάγομαι και από τους δύο γονείς μου από τη Μικρά Ασία, γεννήθηκα στη Λεμεσό, και το 2010 ίδρυσα τον Σύνδεσμο Μικρασιατών Κύπρου. Οι μνήμες που έχω και από τους δύο γονείς και τα κειμήλια που μου έχουν κληροδοτήσει, αλλά περισσότερο το ήθος τους, αυτό για μένα είχε τεράστια σημασία, ώστε να δημιουργήσω τον Σύνδεσμο Μικρασιατών Κύπρου, για να τιμήσουμε τη μνήμη όλων των προσφύγων του 1922, από τη Μικρά Ασία στην Κύπρο. Το αποκορύφωμα όλης της δράσης μας είναι το μνημείο προσφύγων του 1922, τα αποκαλυπτήρια του οποίου έγιναν στις 3 Ιουλίου 2022, από τον εξοχότατο Πρέσβη της Ελλάδος στην Κύπρο, κύριο Ιωάννη Παπαμελετίου. Μία κορύφωση και συναισθημάτων και στοχασμών γιατί συνδυάσαμε ένα κομμάτι λευκό μάρμαρο από την Πάρο, που ανήκε στον αείμνηστο σύζυγό μου και γλύπτη Θεόδουλου Θεοδούλου και ένα κομμάτι από την Κύπρο πέτρα από την Κύπρο, πάνω στο οποίο μνημείο συσπειρώθηκε όλο το συλλογικό τραύμα, η μνήμη της Μικράς Ασίας.

[…]

Από μικρή θυμούμαι τη γιαγιά μου, τη μητέρα της μητέρας μου, που ήτανε μία ομηρική μορφή. Ήταν πάντα ντυμένη στα μαύρα, 24 χρονών που ήρθε στην Κύπρο, το ‘22 με δύο παιδιά, την κόρη της 8 χρονών, τη μητέρα της και τον γιο της 4 χρονών, τον θείο μου. Μία γυναίκα η οποία αγωνίστηκε σε όλη της τη ζωή να επιβιώσει δουλεύοντας στο εργοστάσιο της ΕΤΚΟ για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Η γυναίκα αυτή όταν έφτασαν στη Λάρνακα με το πλοίο Τεβλίκ ελ Μπαρί που είχε 492 άτομα από την Αλάγια μέσα, και τους έβαλαν στο λοιμοκαθαρτήριο για 14 μέρες.

Όταν τελικά τους βγάλανε και είχαν έλθει από όλες τις πόλεις της Κύπρου, Κύπριοι πλούσιοι, εύποροι για να πάρουνε, να βοηθήσουνε όλους αυτούς τους πρόσφυγες, η γιαγιά μου ρώτησε ποια πόλη έχει λιμάνι. Ήταν πανέξυπνη γυναίκα, ήταν επιχειρηματικό μυαλό και με αυτή την ερώτηση απέβλεπε στο ότι ήθελε να πάει σε μια πόλη που μπορούσε να βρει δουλειά, να εργαστεί. Έτσι, όταν της είπαν ότι η Λεμεσός έχει λιμάνι, αμέσως αποφάσισε και βέβαια επέλεξε, ή την επέλεξαν τα πρόσωπα που την επέλεξαν, και την έφεραν στη Λεμεσό. Ο δήμαρχος Λεμεσού και η γυναίκα του που ήτανε άκληροι, δεν είχαν παιδιά και τους έδωσε την κόρη της για να την μεγαλώσουν αυτοί. Δεν την υιοθέτησαν ποτέ, αλλά όμως την μεγάλωσαν, την προίκισαν, την πάντρεψαν, της έκτισαν σπίτι, το σπίτι στο οποίο κατοικώ και εγώ μέχρι σήμερα και βάφτισαν και τα τρία της τα παιδιά. Είναι μεγάλη ιστορία αυτού του κεφαλαίου της ζωής, αλλά βέβαια να πούμε ότι αυτή η γιαγιά που είχεν ένα πείσμα, που ήταν μία γυναίκα που πάλεψε μόνη σε ολόκληρη τη ζωή της, είχεν πάει μια φορά στους Άγιους Τόπους, ταξίδευε, ταξίδευε πάρα πολύ. Ήτανε η γυναίκα που μάζευε όλες τις Αλλαγιώτισσες, τις πρόσφυγες, γιατί στη Λεμεσό είχαν έρθει πάρα πολλοί Αλλαγιώτες, μαζευόντουσαν και τους έλεγε παραμύθια ήταν μια γιαγιά παραμυθού, έλεγε παραμύθια, ελέγαν ιστορίες από τη Μικρά Ασία, θυμούμαι έντονα όλες αυτές τις γιαγιάδες και τις μητέρες μαυροφορομένες, όλες οι οποίες μαζευόντουσαν, κάναν τα τραπέζια τους, πίναν το κονιάκ τους, κάπνιζαν το τσιγαράκι τους και λέγανε χίλιες δυο ιστορίες για τη Μικρά Ασία.

Όλες αυτές οι γυναίκες, οι Αλλαγιώτισες, ζούσαν στη Λεμεσό ως Μικρασιάτισσες. Μάλιστα, και οι Λεμεσιανοί, τους είχανε δώσει και τη σφραγίδα, η Ελένη η προσφυγούλα ήταν η μητέρα μου, η άλλη ήταν η Ελένη η προσφυγούλα η ράφταινα. Δηλαδή, είχανε ακριβώς και τον τρόπο ζωής αλλά είχανε και τη σφραγίδα του πρόσφυγα που κουβαλούσανε μαζί τους.

Η ζωή τους ήτανε δύσκολη, πάρα πολύ δύσκολη, όμως είχανε δεσμούς ψυχικούς, πολύ μεγάλους και έντονους, τους οποίους βιώσαμε και εμείς, τα εγγόνια τους, και όχι μόνο από τη γιαγιά αλλά και πολλές τις άλλες γυναίκες, ήταν όλες τουρκόφωνες. Η γιαγιά μου, μέχρι το τέλος της ζωής της, μιλούσε μισά τούρκικα, μισά ελληνικά, μάλιστα, είχε και έναν λεξικό ελληνοτουρκικό και αγωνιζότανε να με μάθει τούρκικα. Και θυμούμαι από τότε και κάμποσες λέξεις τούρκικα που μου είχεν μάθει.

Είναι πολλές οι αναμνήσεις δηλαδή τα βιώματα που περάσανε μέσα μου και από αυτή τη γιαγιά αλλά και από τη μητέρα μου και από τον πατέρα μου. Ιστορίες που άκουγα από όλους αυτούς είναι οι ιστορίες που με διέπλασαν.

[…]

Να σας δείξω αυτή τη γιαγιά, να ‘την εδώ, η γιαγιά η Φωτεινή Χατζιπερετσιόγλου. Η οποία, βέβαια, όταν έφτασε στη Λάρνακα, καταγράφηκεν ως Φωτεινή Γεωργίου, διότι ερωτήσανε ποιο είναι το όνομα του άντρα σου και είπε “Γεωργίου” και τα παιδιά της, η Ελένη και ο Κώστας δεν είχαν αυτά τα ονόματα, ήταν Παρασκευάς και Μαρία, αλλά μέσα σε εκείνη την κατάσταση της αποβίβασης και γρήγορα να καταγραφούν, κατέγραψαν τα παιδιά τους ως Ελένη και Κώστα, ενώ δεν ήταν αυτά τα ονόματά τους. Αυτός είναι ένας από τους καημούς των προσφύγων, που αλλάζονταν τα ονόματά τους, αλλά μετά άλλαζαν και οι ίδιοι τα ονόματά τους για να μην αναγνωρίζονται ότι ήταν Μικρασιάτες. Ο πατέρας μου π.χ. είναι Αλέξανδρος Εμμανουήλ Κεχαγιόγλου. Το διαβατήριό του το ελληνικό το κράτησε ως το τέλος της ζωής του με αυτό το όνομα, η κυπριακή του ταυτότητα έλεγε “Αλέκος Σαββίδης”. Ο θείος μου, ο αδελφός της μητέρας μου, ήτανε Παρασκευάς Χατζιπερετσιόγλου, δεν υπήρχε τέτοιο πρόσωπο, τον κατέγραψαν “Κώστας Γεωργίου του Γεώργιου”. Αντιλαμβάνεστε αυτοί οι άνθρωποι ό,τι έζησαν άλλα ονόματα, για αυτό υπάρχει και μια ευχή που τη διάβασα τελευταία, που την έλεγαν Πόντιοι πρόσφυγες και συγκινήθηκα αφάνταστα. Η ευχή έλεγε “μακάρι να κρατήσεις το όνομά σου”. Αυτή η ευχή δηλώνει όσα πέρασαν οι άνθρωποι αυτοί που είτε τους άλλαξαν είτε αναγκάστηκαν να αλλάξουν τα ονόματά τους για να μην αναγνωρίζονται ως πρόσφυγες και να ενσωματωθούν φυσικά μέσα στην κυπριακή κοινωνία.

[…]

Το 1922, όταν εξεναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Αλάγια, διότι τους ειδοποίησαν “είτε σφαγή είτε φυγή”, η γιαγιά αυτή για την οποία σας έλεγα προηγουμένως, η οποία είναι εδώ [σ.ε. δείχμει τη φωτογραφία], η Φωτεινή Χατζηπερετσιόγλου, είχε τον άντρα της, τον Γεώργιο, χαμένο στα Εργατικά Τάγματα. Επομένως, πήρε τα δύο της παιδιά, πήρε έναν πάπλωμα, έβαλε μέσα το ρολόι του τοίχου που της είχε δωρίσει ο άνδρας της όταν εγέννησεν το πρώτο της παιδί, πήρε τα εικονίσματά της, το Άγιο Γεώργιο και τον Άγιο Δημήτριο Καβαλάρη σε ξυλόγλυπτο του 1800, το λέει και πίσω, πήρε άλλες εικόνες που είχε, την εικόνα του Αρχιερέα Χριστού και τα βιβλία της∙ τα καραμανλίδικα βιβλία που διάβαζε, τα καραμανλίδικα τα οποία ήταν γραμμένα για τους κρυπτοχριστιανούς, τυπωμένα στη Βενετία, στην Κωνσταντινούπολη και τα οποία ήταν τα θρησκευτικά βιβλία που διάβαζαν, η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη, οι πράξεις των Αποστόλων και άλλα βιβλία. Και βέβαια μπήκε μέσα στο πλοίο, είχε δύο μικρά παιδιά, δεν ήξεραν που πήγαιναν, όπως όλοι οι άλλοι, ήταν άγνωστο το μέλλον της, πού θα κατέληγαν. Και σκέφτηκε αυτή γυναίκα και πήρε μαζί της ένα καρπούζι, το έβαλε κάτω από το φουστάνι της και έκοβε κομματάκια και έδινε στα παιδιά της, τους έδινε επομένως και νερό τούς έδινε και ζάχαρη και τροφή. Κάνανε μέρες να έρθουνε, κάποιοι πέθαναν μέσα στο πλοιάριο, κάποιοι αυτοκτόνησαν, μας έλεγε για μια έγκυο που είχε αυτοκτονήσει, έπεσε στη θάλασσα, έπιναν νερό της θάλασσας και το νερό της θάλασσας τους εδημιούργησε ψωρίαση και άλλα. Για αυτό και οι Άγγλοι όταν αποβιβάζονταν τους έβαζαν σε καραντίνα, για να δουν αν έχουν μολυσματικές ασθένειες κι οτιδήποτε άλλο. Έτσι, η γιαγιά μου με αυτόν τον τρόπο, αυτό το δαιμόνιο μυαλό, έφερε τα παιδιά της στην Κύπρο. Η μητέρα μου, η οποία γεννήθηκε στην Αλάγια, η Ελένη, εδώ είναι σε μεγάλη ηλικία [σ.ε. δείχνει τη φωτογραφία], έζησε μέσα στο σπίτι του δημάρχου της Λεμεσού και παρόλο ότι δεν πήγε σχολείο, διότι όταν την έβαλαν στο σχολείο λόγω το ότι ήταν τουρκόφωνη την κοροϊδεύαν τα Κυπριοτόπουλα και δεν δέχθηκε να πάει. Είχε όμως μια τέτοια κοινωνική μόρφωση που νόμιζες ότι είχε τελειώσει Πανεπιστήμιο. Εγνώριζεν, είχε γνωρίσει πολιτικούς, επιφανείς Κύπριους μέσα στο σπίτι του δημάρχου, στες εκλογές, τους φιλοξενούμενους, σε ταξίδια που έκαναν στο εξωτερικό την έπαιρναν μαζί τους, είχε μία θέση στην κοινωνία πολύ σημαντική αλλά ταυτόχρονα δεν είχε λησμονήσει και την καταγωγή της, ήταν 8 χρονών στη Μικρά Ασία όταν φύγανε. Γνώριζε πολύ καλά τα τούρκικα, όταν παντρεύτηκε με τον πατέρα μου μιλούσανε τούρκικα, γιατί κι εκείνος γνώριζε τούρκικα∙ ήταν μία αγωνίστρια, μία μαχήτρια στη ζωή της και της έχω αφιερώσει το μυθιστόρημά μου “Όρκος Σιωπής”.

[…]

Ο πατέρας μου ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στην Αλάγια και μεγάλωσε εκεί μέχρι τα 14 του χρόνια. Ήταν ένα παλληκαράκι που είχεν μορφωθεί από τον δικό του πατέρα, τον δάσκαλο, τον Κεχαγιόγλου της Αλάγιας και είχε έντονες θέσεις και απόψεις για την πολιτική, για την Ελλάδα, διότι τότε όλοι περίμεναν πώς και πώς ότι θα άλλαζε η ζωή τους. Μένανε στην Αλάγια, μία πανέμορφη πόλη στη Μικρά Ασία, κλεισμένη μέσα σε κάστρο… σήμερα είναι μία πόλη φάντασμα, όλα τα σπίτια είναι ερειπωμένα, άδεια, εκτός από μερικά που αναπαλαιώθηκαν τελευταία. Και μία μέρα με τον αδελφό του ανεβήκαν επάνω στο κάστρο και “βρέξανε” την μπαρούτι που θα χτυπούσε το κανόνι για το μεσημέρι, όπως κάθε μέρα γινότανε. Και κάποιος πήγε εκεί προς τον παππού μου και του είπε “να φυγαδεύσεις αμέσως τους δυο σου γιους, τον Γιώργο και τον Αλέξανδρο, γιατί τους είδε ένας βοσκός και πήγε να το πει στις τουρκικές αρχές. Και γρήγορα να τους σώσεις”. Οπότε άρον άρον ο παππούς Μανώλης τούς έβαλε σε μια βάρκα μαζί με τη μία αδελφή τους και φύγανε και ήρθανε στην Κύπρο, όπου ζούσε ήδη ο μεγάλος του γιος, που τον είχε στείλει να αποφύγει τη στρατολόγηση στο Σεφέρ Μπαλίκ.

… Κατουρήσανε το μπαρούτι, παλληκαράκια, το ‘κάναν έτσι για παιχνίδι και για να… ίσως, να στείλουν ένα μήνυμα, ποιος ξέρει, ναι. Και έτσι επειδή βράχηκε το μπαρούτι, η πυρίτιδα δεν έπαιξε το κανόνι το μεσημέρι, όλοι αυτό ρωτούσαν τι έγινε, γιατί δεν χτύπησε, δεν είχαν άλλο τρόπο να ακούσουν το κανόνι.

Τώρα, η φωτογραφία αυτή είναι από την 1927-1928, που επήγεν και υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στη Δράμα, ενώ μπορούσε να μην πάει, εφόσον ήταν αγγλική αποικία η Κύπρος και δεν χρειαζόταν να πάει. Είχεν τόσο έντονα αισθήματα, τόση αγάπη για την πατρίδα του, για την Ελλάδα γενικά, που εσηκώθηκεν και επήγεν και υπηρέτησε στη Δράμα∙ το απολυτήριο του στρατού του μας το έδειχνε πάντα έλεγε “διαγωγή άμεμπτος”. Και μας το ετόνιζε αυτό το πράγμα “ορίστε η θητεία μου και διαγωγή άμεμπτος”. Είχε γίνει λοχίας και μετά όμως έπρεπε να ‘ρθει στην Κύπρο πίσω για να δουλέψει, για να υποστηρίξει και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, επειδή ήταν πολλά αδέλφια. Τα μισά αδέλφια με τον παππού και τη γιαγιά πήγανε στην Αθήνα ο παππούς δεν επήρεν ούτε σύνταξη από την ελληνική κυβέρνηση. Ενώ δούλεψε τόσα χρόνια δάσκαλος, ακριβώς έφυγε από την Κύπρο για να πάει στην Αθήνα, να φροντίσει να εξασφαλίσει μία σύνταξη. Δεν του δώσανε ούτε μία σύνταξη έμεινε στη Νέα Ιωνία, έψαλλεν στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, πέθανε εκεί όπως και η γυναίκα του.

Εδώ στην Κύπρο ήταν τα τέσσερα παιδιά του και τα υπόλοιπα τέσσερα παιδιά του, η μία κόρη είχε πεθάνει στη Μικρά Ασία και τα υπόλοιπα τέσσερα παιδιά του ζήσανε στη Νέα Ιωνία. Στην Αλάγια ως δάσκαλος είχεν ένα τριώροφο σπίτι. Όταν πήγαμε το 2015 στην Αλάγια ταξίδι, όλη  η οικογένεια, πήγαμε και βρήκαμε το σπίτι του παππού πάνω ψηλά στο Κάστρο∙ το είπα αλλά θα το ξαναπώ ότι η Αλάγια είναι μία πόλη κλεισμένη σε τείχη, τα οποία φθάνουν ως κάτω με ένα οκταπύργιο πορφυρό με καμάρες του Ταρσανά, είναι μία πανέμορφη πόλη, αλλά τα σπίτια μέσα είναι τα περισσότερα, είναι όπως την Αμμόχωστο, μία πόλη φάντασμα. Ξαναπήγαμε το 2019 με τον ένα μου τον αδελφό, γιατί μας ειδοποίησαν ότι θα ερχόταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης να κάμει μέγα εσπερινό στην εκκλησία που έχτισε ο προπάππους μας από την Αλεξάνδρεια. Όταν του κυνηγούσανε Άραβες τότε το 1882 με την Αραβική Επανάσταση είχε τάξει η προγιαγιά να σωθούνε και να κτίσει μία εκκλησία και όντως κτίσανε μία εκκλησία του Αγίου Γεωργίου μισή ώρα έξω από την Αλάγια.

[…]

Όταν έφθαναν τα πλοιάρια με τους πρόσφυγες στη Λάρνακα πρέπει να ξέρετε ότι δεν τους επέτρεπαν να αποβιβαστούν αμέσως και εδώ πρέπει να τονίσουμε την προσφορά του Αρχιεπίσκοπου Κύριλλου Γ’, ο οποίος έστειλε τηλεγράφημα και στον μέγα αρμοστή και στον λόρδο δήμαρχο του Λονδίνου και στον Αρχιεπίσκοπο και ζητούσε να υπάρξει μία ανθρωπιστική αντιμετώπιση όλων αυτών των ανθρώπων. Και εκείνος και ο Νικόδημος Μυλωνάς, ο Κιτίου Μητροπολίτης, έκαμαν πάρα πολλά για να καταφέρουν να δεχτεί η αγγλική κυβέρνηση, η οποία κυβέρνηση δέχτηκε μετά από ότι θα δίνονταν χρηματικές εγγυήσεις. Ζητήσανε 12.000 λίρες και ζητούσανε και 120 λίρες το άτομο για το λοιμοκαθαρτήριο να εγγυηθεί η εκκλησία ή οι Κύπριοι. Και τότε έγιναν έρανοι στις εκκλησίες όλες και δημιουργηθήκαν οι επιτροπές περιθάλψεως προσφύγων και αυτοί οι άνθρωποι επιτέλους αποβιβάστηκαν.

Ο Κώστας Μόντης στο μυθιστόρημά του “Ο Αφέντης Μπατίστας” λέει για τον πατέρα του, ο οποίος ανέβηκε πάνω –ήταν τελωνειακός– ανέβηκε πάνω σε ένα από αυτά τα πλοιάρια και παρά τις εντολές της αγγλικής διοίκησης είπε να φύγουν να κατεβούν οι πρόσφυγες στη γη και περιγράφει ότι κατέβαιναν και φιλούσαν το χώμα, ότι επιτέλους έφθασαν κάπου, επατήσαν σε γη και από κει και έπειτα… Βέβαια, οι άνθρωποι αυτοί διασκορπίστηκαν σε όλες τις πόλεις, στη Λεμεσό, στη Λευκωσία, στη Λάρνακα. Ακόμη και πάνω στα χωριά υπάρχουν μας λένε πάρα πολλοί πρόσφυγες και πάνω στον Αγρό, τη Μαραθάσα και σε χωριά της Πάφου.

Καταγράφονταν από τη Μητρόπολη Κιτίου τότε, από τις εκκλησιαστικές αρχές. Κατέγραφαν τα ονόματά τους και οι άνθρωποι αυτοί όταν βρίσκαν ένα κατάλυμα που τους είχε προσφέρει είτε η Αρχιεπισκοπή είτε οι εκκλησίες και ζούσαν εδώ και αμέσως εφρόντιζαν να βρούνε μια δουλειά.

Έχουμε επιστολές που ζητούν ένα πάπλωμα, έναν αργαλειό για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, ζητούν να τους δώσουν ένα εισιτήριο να παν εις την Ελλάδα, διότι πάρα πολλοί έφευγαν και πήγαιναν στην Ελλάδα να πάρουν τις αποζημιώσεις, να πάρουν ένα κομμάτι γης και έμεναν εκεί. Για αυτό και δεν γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό. Ξέρουμε, από τις εφημερίδες του 1922 που ανακοίνωναν πόσα πλοιάρια έφθαναν με πόσους μέσα πρόσφυγες και περίπου πρέπει να ήταν 2.500-3.000 οι πρόσφυγες που ήρθαν από τα νότια παράλια της Μικράς Ασίας, μεταξύ αυτών και πολλοί από τη Σμύρνη και την Πόλη. Ας μην ξεχνούμε πως η Κύπρος είχε εμπορικές σχέσεις με τη Μικρά Ασία και νωρίτερα και έχουμε Μικρασιάτες που είχαν έρθει και πολύ νωρίτερα από το ‘22 στην Κύπρο.

[…]

Μαζευόντουσαν, τραγουδούσαν, λέγαν παραμύθια, ιστορίες αλλά εγώ δεν μπόρεσα να συγκρατήσω κάτι. Ήρθαν και από το Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών να τους πω τραγούδια μικρασιάτικα δεν θυμάμαι.

Η άφιξή τους, βέβαια, ήτανε όπως τη φυγή τους, τραγική. Έπρεπε τα άτομα αυτά να εξασφαλίσουν τον χώρο διαμονής τους, να αρχίσουν να εργάζονται για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Βέβαια, είχαν φέρει μαζί τους όλον τον λαογραφικό πλούτο της ψυχής τους και όλο το πολιτισμό που είχαν και βέβαια με αυτά μετέδωσαν και στην κυπριακή κοινωνία και τα μπαχαρικά όλα που έβαζαν στα φαγητά τους και που τα βάζουμε σήμερα και που τα μικρασιατικά φαγητά έχουνε δέσει με την κυπριακή κουζίνα. Τα κεντήματα που κεντούσαν, με το βελόνι, την πιπίλλα, αυτά τα οποία μεταδόθηκαν και στη Λάπηθο και έχουμε τη λαπιθκιώτικη πιπίλλα που έχει την καταγωγή τους από τη μικρασιάτικη. Έχουμε και νοικοκυροσύνη όλων αυτών των γυναικών και βέβαια την αγάπη τους για τη γνώση, για τη μάθηση, εθέλαν όλες να σπουδάσουν τα παιδιά τους, εθέλαν όλες να πάρουν τα παιδιά τους μια σημαντική θέση στην κοινωνία και όντως πάρα πολλοί Μικρασιάτες δούλεψαν στην κυβερνητική μηχανή. Ξέρω Μικρασιάτη ο οποίος έγινε διευθυντής του Υπουργείου Δικαιοσύνης, επί Στέλλα Σουλιώτη. Έχουμε Μικρασιάτες που δούλεψαν μέσα στα δημαρχεία και υπήρξανε ηγετικές φυσιογνωμίες. Έχουμε πολλές περιπτώσεις Μικρασιατών οι οποίοι έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο στη ζωή του τόπου αυτού. Βέβαια, έχουμε τη δεύτερη γενιά, η οποία δεύτερη γενιά είναι η γενιά η οποία κουβαλώντας όλα αυτά τα ήθη, τα έθιμα, είναι αυτή η οποία κατάφερε πλέον να ισχυροποιηθεί και σήμερα να αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος των μελών του συνδέσμου Μικρασιατών.

Συνεχίζω την παράδοση, μικρασιάτικων φαγητών από τη γιαγιά μου και από τη μητέρα μου. Η γιαγιά μου έφτιαχνε τα πιττάκια της σάτζιης τα οποία τώρα σε όποιον φούρνο πας της Κύπρου βρίσκεις τέτοια πιττάκια, τα οποία εν υπήρχαν πριν. Ζυμώνανε το ζυμάρι, βάζανε μέσα σπανάκι, βάζανε και κιμά, βάζανε τυρί, τα κάνανε έτσι τετράγωνα μεγάλα και αναποδογυρίζανε το τηγάνι, κάπως λεγόταν, ανάβανε ξύλα με ξύλα φωτιά και πάνω ψήνανε αυτές τις πίττες της σάτζιης. Φτιάχνανε τα γεμιστά με κανέλα, με δυόσμο μέσα, μυρωδάτα. Έτσι τα φτιάχνω και εγώ, βάζω και κανέλα βάζω και δυόσμο, βάζω πιπέρι γεμίζω και κρεμμύδια ναι.

Αν σας έκανα ένα τραπέζι μικρασιάτικο θα σας έκαμνα το σπανάκι της γιαγιάς μου, το οποίο έβραζε, μετά το τηγάνιζε σε κρεμμύδι και μετά το έβαζε μες στην πιατέλα, χτυπούσε το γιαούρτι με το σκόρδο, το σκέπαζε όλον από πάνω και έκαμνεν μία σάλτσα με κανέλα και πιπέρι, σάλτσα ντομάτα και περιέχυνε τη σάλτσα αυτή πάνω από το γιαούρτι. Ήταν ένα φαγητό που μου άρεσε πάρα πάρα πολύ και όταν ήμουν φοιτήτρια στην Αθήνα, οι θείες, οι ξαδέλφες της γιαγιάς μου, γιατί είχα πάρα πολλούς συγγενείς στη Νέα Ιωνία, έπαιρνα το λεωφορείο ως φοιτήτρια και πήγαινα. Κάθε σπίτι ήτανε συγγενικό τηλεφωνούσανε και μου λέγανε έλα και φτιάξαμε σπανάκι με το γιαούρτι να φας. Θα έφτιαχνα το σπανάκι αυτό, θα έφτιαχνα μακαρόνια με τις μελιτζάνες. Μελιτζάνα ήταν που το χρησιμοποιούσαν πάρα πολύ οι Μικρασιάτες και μελιτζάνες με την ντομάτα τη σάλτσα αλλά και με τα μακαρόνια να κόψεις λεπτές λεπτές φέτες τις μελιτζάνες να τις τηγανίσεις, να τις βάλεις γύρω γύρω στο ταψί και κάτω από το ταχί και να κάνεις τα μακαρόνια σου με τον κιμά, να σπάσεις ασπράδι του αυγού μέσα, να τα βάλεις μέσα στη μελιτζάνα να σκεπάσεις από πάνω πάλι με φέτες μελιτζάνες, να το ψήσεις και όταν αναποδογυρίσεις είναι σαν γλύκισμα! Οι μελιτζάνες έτσι ψημένες είναι το κάτι άλλο. Αυτά έτσι πρόχειρα, αλλά η γιαγιά μου θα έφτιαχνε τις ελιές τις πράσινες, τις τσακιστές με το αρνί, εγώ δυστυχώς δεν το σημείωσα κάπου δεν το έχω βρει ήτανε πάρα πολύ ωραίο: σέλινο, ελιές πράσινες και αρνί.

[…]

Στην Κύπρο όχι οι γυναίκες ήταν ταπεινές, όλες ήταν ντυμένες στα μαύρα, οι άντρες ήταν αιχμάλωτοι στα Αμελέ Ταμπορού, αυτές οι γυναίκες ντυμένες στα μαύρα όλη τους τη ζωή δούλευαν ήταν σεμνές, σεβαστικές γυναίκες και το ότι ξενοδούλευαν αυτό της έκανε οπωσδήποτε να έχουν την εκτίμηση του κόσμου γιατί είχανε αυτό το ήθος.

[…]

Διατηρούμε τη μνήμη των ανθρώπων και του πολιτισμού τους, διατηρούμε τη μνήμη όλων αυτών των προσφύγων που παρόλον ότι ξεριζώθηκαν, ταλαιπωρήθηκαν, άλλαξαν τόπο ζωής, δεν έχασαν την ψυχή τους, δεν έχασαν τις αρετές τους, το ήθος τους ,ήταν άνθρωποι όλοι οι οποίοι εδούλεψαν σκληρά, οι οποίοι αγάπησαν  τον τόπον αυτόν, επρόσφεραν σε αυτόν τον τόπον, εδίδαξαν στα παιδιά τους αρχές και εκατάφεραν εκατάφεραν να επιβιώσουν με ένα καλό όνομα. Είναι την ιερή τους μνήμη που προσπαθούμε να διατηρήσουμε και βέβαια μέσα από τη μνήμη διατηρούμε και όλη την ανθρώπινη σχέση που είχαμε με αυτούς τους ανθρώπους.

100 χρόνια μετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή πρέπει να διατηρήσουμε τη μνήμη και εδώ στην Κύπρο γιατί αυτοί οι άνθρωποι ήταν ωραίοι Έλληνες. Ήταν ωραίοι στην ψυχή, ήταν ωραίοι άνθρωποι και αυτήν την ομορφιά της ψυχής τους που δεν την έχασαν που τη έφεραν μαζί τους τη μετέδωσαν και στην κυπριακή κοινωνία, στις σχέσεις που ανάπτυξαν με τους άλλους Κύπριους, στις εργασιακές τους σχέσεις και ο συγχρωτισμός με την κυπριακή κοινωνία έκαμεν ακριβώς να υπάρξει μία ανέλιξη μία πρόοδος.

Πρέπει να ξέρετε ότι μέχρι το 2010 που οργανώσαμε τον σύνδεσμο Μικρασιατών Κύπρου, όλοι οι Μικρασιάτες της Κύπρου ήταν αφομοιωμένοι με τους Κύπριους κανένας δεν εγνώριζε για τους Μικρασιάτες της Κύπρου και κανένας δεν μιλούσε για αυτούς τους ανθρώπους, όταν όμως ξεκινήσαμε τον σύνδεσμο, τότε αναδύθηκε από την αφάνεια, από τη σιωπή η οποία προέκυψε και από την Αγγλοκρατία έτσι; Αναδύθηκε αυτή η ταυτότητα είμαι και εγώ μικρασιατικής καταγωγής, εγώ είμαι από την Αλάγια, εγώ από την Ατάλεια, εγώ από τη Μερσίνα… Άρχισαν οι άνθρωποι να φανερώνουν την καταγωγή τους αυτήν που την είχαν κρυμμένη βαθιά μέσα τους και σιωπούσαν. Αυτή η καταγωγή που ήταν μία καταγωγή που δεν διέφερε από την καταγωγή των Κυπρίων και οι Κύπριοι μίαν ιστορίαν 3.000 χρόνων και οι Μικρασιάτες και τα αρχαία χρόνια και τα βυζαντινά και τα ελληνιστικά έχουν μία κοινή πορεία. Επομένως και για τους Κύπριους οι Μικρασιάτες είναι πώς να το πω… είναι αδελφοί, είναι συγκάτοικοι, είναι συγχωριανοί. Μην ξεχνάτε ότι δεν είναι μόνο με την Καταστροφή που ήρθαν εδώ είχαν έρθει πολλοί και πριν είχαν φέρει και τις περιουσίες τους είχαν κάμει δουλειές εδώ, Κύπριοι εμπορεύονταν με Μικρασιάτες πήγαιναν έφερναν εμπορεύματα εκάμναν δουλειές. Υπάρχει μάλιστα και ένας Χατζηαθανάσης στη Λευκωσία που του τηλεγραφούσαν από τη Μικρά Ασία οι επιχειρηματίες, οι φίλοι του και είχαν δουλειές και όταν εφτάσαν στη Λάρνακα εζητούσαν όλοι τον Χατζηαθανάση και έμαθεν τα νέα και ήρθε στη Λάρνακα και εβοήθησεν 6-7 οικογένειες να κατεβούν από τα πλοία να τους δώσει κατάλυμα και τα λοιπά. Αυτοί οι άνθρωποι δεν εξεχώριζαν τους ένωνε η καρδιά τους, η ψυχή τους, η αγάπη τους για τον τόπο και η αγάπη τους για την Ελλάδα. Υπήρχεν μια πολύ μεγάλη αγάπη για τον Ελληνισμό, το ότι ήταν Έλληνες και ήρθαν και βρήκαν Έλληνες σε έναν ελληνικό νησί ήταν πολύ σημαντικό για αυτούς τους ανθρώπους.

Κοιτώντας τη Μικρά Ασία σήμερα τη Μικρά Ασία του τότε, νιώθω αυτόν τον ευρύ πολιτιστικό χώρο στον οποίο ανήκει ένας λαός. Όταν επισκεφθείς σήμερα την Τουρκία ανάμεσα στην Αττάλεια και την Αλάγια θα βρεις πέντε παλιές ελληνικές πόλεις, 3-4 αρχαία θέατρα της Ελληνιστικής περιόδου. Ξέρετε ότι η Μικρά Ασία είχεν 500 θέατρα της Ελληνιστικής περιόδου, έχει το μεγαλύτερο θέατρο στον αρχαίο κόσμο. Έχει το καλύτερο θέατρο που βρίσκεται σε ύψος, στο μεγαλύτερο ύψος. Τα μουσεία σήμερα της Τουρκίας είναι γεμάτα από βυζαντινές εικόνες, από αρχαία αγάλματα ελληνικών θεών. Όπου πας, όπου πατήσεις, βρίσκεις αρχαίες ελληνικές πόλεις, βρίσκεις ελληνιστικά κατάλοιπα, είναι ένας πολιτισμικός χώρος που ήταν πολυπολυτισμικός και βέβαια με τη Μικρασιατική Καταστροφή εδιώχθηκαν όλες οι μειονότητες Αρμένιοι, Ασσύριοι, Έλληνες διότι το σύνθημα ήταν “η Τουρκία στους Τούρκους” κατά τον Κεμάλ και έφυγαν όλοι αυτοί σήμερα όταν επισκέπτεται κάποιος αυτόν τον χώρο αισθάνεται ότι είναι ένας ιστορικός χώρος για αυτόν.

Συναισθηματικά για μένα τι σημαίνει η Μικρά Ασία. Εκεί βρίσκεται το σπίτι του παππού μου, του Μανώλη Κεχαγιόγλου, εδώ και το σπίτι του πατέρα μου του Αλέξανδρου, εκεί γεννήθηκε και ο πατέρας μου, ένα σπίτι που υπάρχει μέχρι σήμερα, ένα τριώροφο σπίτι, το σπίτι του δάσκαλου της Αλάγιας. Εκεί βρίσκεται η εκκλησία που έκτισε ο προπάππους μου, ο πατέρας του παππού μου, η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, την οποία επισκεφθήκαμε, αναπαλαιώθηκε η εκκλησία και πάνω από το ξώθυρο υπάρχει μαρμάρινη πλάκα που λέει σε καραμανλίδικη γραφή ότι αυτή την εκκλησία την έκτισε ο Σάββας Κεχαγιόγλου. Είναι τόποι στους οποίους έζησε η γιαγιά μου η Μικρασιάτισσα, έζησεν ο παππούς μου, ο τόπος που πέθανε εκεί ο παππούς μου ο Γιώργος Χατζιπεριτσιώγλου∙ πού πέθανε σε ποιο φαράγγι, σε ποια πλαγιά, στα εργατικά τάγματα, πού ξεψύχησε, δεν ξέρουμε. Είμαι δεμένη συναισθηματικά με τον συγκεκριμένο τόπο αλλά και με άλλους τόπους. Όταν επήγα στην Αλάγια επήγαμεν στον τόπο εκεί που μπήκαν μέσα στο πλοιάριο για να φύγουν. Περπατήσαμε μέσα στα δρομάκια που περπατούσαν και αυτοί όταν εζούσαν εκεί στον τόπο αυτόν που γεννήθηκαν. Είναι φυσικό γιατί και εκεί οι Κύπριοι σήμερα που επισκέπτονται τα κατεχόμενα νιώθουν την ίδια συγκίνηση όσα χρόνια και να περάσουν 15, 200. Εκεί ήταν ο τόπος τους. Επομένως θα τον επισκέπτονται αυτόν τον τόπο και θα νιώθουν ότι αυτός ο τόπος ήταν ελληνικός. Και ανήκε στους προγόνους τους έτσι συναισθηματικά αισθάνομαι και εγώ.

Γιατί νιώθουμε αυτή την περηφάνια ως Μικρασιάτες; Νιώθουμε περηφάνια για την καταγωγή μας γιατί αυτοί οι άνθρωποι άντεξαν, τράβηξαν τόσα πολλά, υπέφεραν τόσο πολύ, έχασαν αγαπημένα τους πρόσωπα με βίαιο τρόπο, χάθηκαν άνθρωποι τους που δεν τους βρήκανε ποτέ και όμως… και όμως επιβιώσαν, αγωνίστηκαν, κρατήθηκαν στη ζωή προόδευσαν και τα παιδιά και τα εγγόνια τους τα μόρφωσαν και έγιναν άξιοι πολίτες του σήμερα.

[…]

Εδώ είναι ο πατέρας του πατέρα μου, ο παππούς μου ο Μανώλης Κεχαγιόγλου, ο οποίος ήταν δάσκαλος στη Μικρά Ασία, έκανε δάσκαλος στην Αλάγια και στο Ανεμούριο. Γνώριζε πέντε γλώσσες γιατί γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, ο πατέρας του ήταν από τη Μικρά Ασία, αλλά ο πατέρας του ήταν έμπορος στην Αλεξάνδρεια, είχε πλοία με τα οποία μετέφεραν εμπορεύματα σε όλη τη Μεσόγειο. Ο παππούς πήγε στην Αλάγια παντρεύτηκε εκεί την Αντωνίνα Καρακολάκογλου και εζούσεν εκεί και επειδή εγνώριζεν τόσες γλώσσες ήτανε ο σύνδεσμος των Αλαγιωτών με την εξουσία και μάθαινε τα πάντα για ό,τι θα συνέβαινε. Του κλείσανε το σχολείο του, όπως έκλεισε ο Κεμάλ όλα τα σχολεία το ’20. Μάλιστα, τον βάλανε και φυλακή γιατί είχε φυγαδεύσει κάποιον και είχε εννιά παιδιά.

Το κειμήλιο

Αυτό το κειμήλιο ανήκει στον αδελφό του πατέρα μου, τον μεγάλον αδελφόν, ήταν εννιά αδέλφια, ήταν ο μεγαλύτερος, και τον είχε φυγαδεύσει ο πατέρας του στην Κύπρο για να μην τον πάρουνε στα Τάγματα Εργασίας, για να μην στρατολογηθεί. Και ήρθε στην Κύπρο και με τα λεφτά που είχε φέρει αγόρασεν ένα φούρνο, έτσι όταν ήρθαν μετά πρόσφυγες το ‘22 και η υπόλοιπη οικογένεια είχανε εδώ έναν τόπο να μείνουν. Είναι έναν εξαίρετης δουλειάς και τέχνης αντικείμενο, κειμήλιο, είναι από σμάλτο και ασήμι, θυμίζει και τα φουφουρένα, τα λευκαρίτικα, την τέχνη του λευκαρίτικου που κάνουνε εδώ στην Κύπρο και το πιο πιθανό είναι να το ανοίξω να δείτε και μέσα τη δουλειά. Έμπαινε μέσα ή το ρολόι και το φύλαγε στην τσέπη στερεώνοντας την αλυσίδα στο γιλέκο. Δεν νομίζω να έβαζεν μέσα καπνό διότι ήταν πολύ αυστηρός αυτός ο γενάρχης, ο πατριάρχης ο μεγαλύτερος αδελφός της οικογένειας, πάρα πολύ αυστηρή φυσιογνωμία και δεν εκάπνιζεν. Επομένως, πρέπει να έβαζεν μέσα το ρολόι του.

Ταυτότητα έκθεσης

Εγκαίνια: Κυριακή, 13 Νοεμβρίου, 18:00, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου

Συντελεστές: People of Cyprus | Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου

Επιμέλεια: Ιλιάνα Κουλαφέτη – Χρήστος Μιχάλαρος

Μουσική εγκαινίων: Βερόνικα Αλωνεύτου

Διάρκεια: 10 Νοεμβρίου-8 Δεκεμβρίου 2022

Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα-Κυριακή | 10:00-19:00

Χώρος: Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου, Φανερωμένης 86-90, 1011
Λευκωσία (Μουσείο Γεώργιου και Νεφέλης Τζιάπρα Πιερίδη)

Χορηγός: Lemon Park

©People of Cyprus | www.peopleofcyprus.cy
Instagram: @people.of.cyprus
Facebook: People of Cyprus