Κείμενο/Φωτογραφίες: Χρήστος Μιχάλαρος
Ο Δήμος Αριστείδου είναι 67 ετών και είναι ποτοποιός. Ήρθε σε επαφή με την παρασκευή ζιβανίας το 1973, όταν τελείωσε τον στρατό. Στη ζωή του έχει κάνει πολλές δουλειές, πάνω από 15: από σερβιτόρος, πωλητής, γκαρσόνι και πιατάς σε εστιατόριο, διευθυντής ξενοδοχείου και άλλα πολλά. Πλέον, αρκείται στην παραγωγή ποτών, με μεράκι και ακρίβεια.
«Από όλα τα ποτά που έχω φτιάξει κι έχω πουλήσει, για ένα είμαι περισσότερο περήφανος: για το Filfar, το καλύτερο λικέρ της Κύπρου και όχι μόνο. Αλλά ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα; Το κεφάλαιο. Αν δεν έχεις κεφάλαιο να κινηθείς, δεν γίνεται τίποτα. Αλλά το λικέρ φτάνει σε πολλές χώρες. Πρόσφατα, να φανταστείς, είχα μια παραγγελία από το Ηνωμένο Βασίλειο». Ως έμπορος έχει δραστηριοποιηθεί σε έξι χώρες, αλλά το πιο παράξενο ταξίδι το έκανε στο Τουρκμενιστάν. Είχε φτάσει εκεί ως απεσταλμένος μιας εταιρίας τσιγάρων. Πήγαινε σε διάφορες χώρες, έβλεπε την αγορά κι έστελνε τα λεγόμενα “reports”. Στο Τουρκμενιστάν έφτασε για να δει πώς έμπαιναν τα τσιγάρα από το Ιράν, καθώς η αγορά δεν ήταν ρυθμισμένη τότε. Ήθελε να δει τις διόδους. Ήταν, λέει, μια παράξενη, πρωτόγονη χώρα, που επισκέφθηκε λίγο μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Είχε ξενοδοχεία 5 αστέρων με επενδύσεις από την Τουρκία και ταυτόχρονα έβλεπες μικρά, φτωχά παιδιά να βόσκουν τις καμήλες τους μέσα στον αυτοκινητόδρομο.
«Εκεί λοιπόν με συνέλαβαν. Έβγαζα φωτογραφία ένα αμάξι με μια καμήλα, αλλά έτυχε να βρίσκομαι έξω από έναν αστυνομικό σταθμό. Εγώ δεν το ήξερα. Ένιωσα λοιπόν ένα δυνατό χέρι πάνω στον σβέρκο μου. Αν και ήταν άλλοι τέσσερις μαζί μου, οι τρεις εξαφανίστηκαν αμέσως κι έτσι μείναμε δύο. Μας συνέλαβαν και μας πήγαν μέσα στον σταθμό για εξακρίβωση στοιχείων διότι θεώρησαν ότι ήμουν πράκτορας. Ο άλλος είχε επάνω του και 4.000 αμερικανικά δολάρια, σκέφτηκα ότι δεν θα τα ξαναβλέπαμε. Μας πήραν λοιπόν τα στοιχεία και με ρώτησαν “εσύ ποιος είσαι; Από πού είσαι;”. Λέω “από Κύπρο”. Δεν ήξεραν ούτε πού είναι η Κύπρος, ούτε τι είναι η Κύπρος. Τους έδειξα διαβατήριο, τίποτα. Εκεί που ζόρισαν τα πράγματα, μου ήρθε η έμπνευση και είπα τη λέξη “Μακάριος”. Όταν άκουσαν το όνομα, άλλαξε ολόκληρη η συμπεριφορά τους αυτομάτως. Εγώ Μακαριακός δεν ήμουν σε καμία περίπτωση, αλλά είπα το “brand name” της χώρας, σχεδόν για πλάκα. Τελικά, όχι μόνο μας άφησαν, μας κέρασαν και καφέ και τσιγάρο, έδωσαν τα λεφτά μας πίσω και μάς απολογήθηκαν κιόλας. Μην ξεχνάτε τα προβλήματα Αζερμπαϊτζάν-Τουρκμενιστάν τότε. Έτσι την γλιτώσαμε».