Ματθαίος, ίσως το παλαιότερο μαγειρείο της Λευκωσίας

Ένα ζωντανό μουσείο αφηγήσεων στην παλιά πόλη

Κείμενο/Φωτογραφίες: Χρήστος Μιχάλαρος

Ο Ματθαίος Γεωργίου δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Χρειάζεται όμως χαρτογράφηση, γιατί είναι ένας αυθεντικός Άνθρωπος της Κύπρου, που έχει την δική του ιστορία, αλλά -εν τέλει- τόσες ιστορίες να διηγηθεί. Έχουμε την χαρά να μας σερβίρει τα υπέροχα μαγειρευτά φαγητά του στην Πλατεία της Φανερωμένης. Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Τον συναντήσαμε ένα (σχεδόν) ανοιξιάτικο πρωινό του Φλεβάρη έξω από το μαγειρείο του, εκεί όπου έχει στήσει την δική του συγκυρία ανθρωπιάς και αλληλεγγύης. Εκεί που καθένας μπορεί να αφήνει τα ρούχα που τού περισσεύουν για να τα πάρει κάποιος που τα χρειάζεται.

Μπήκαμε μέσα, λοιπόν, κάθισαμε στο τραπέζι και η αφήγηση ξεκίνησε.

«Από μωρό ήμουν μέσα στην Αρχιεπισκοπή, επί καιρώ Μακαρίου. Εκεί μεγάλωσα. Το πρώτο μου μαγαζί ήταν στην οδό Ερμού, πριν την εισβολή του 1974, ακριβώς εκεί που ενώνεται το λεγόμενο σταυροπάζαρο. Ονομάστηκε έτσι επειδή ακριβώς εκεί σταυρώνουν τέσσερις δρόμοι: Ερμού, Κύκκου, Χρυσοχόων και Τρικούπη».

Γυρίζω αριστερά στον τοίχο και βλέπω φωτογραφίες από ακριβώς αυτό, το παλιό μαγαζί. Ό,τι κατάφερε να απομείνει δηλαδή μετά την επέλαση του Αττίλα και του χρόνου. Τις συγκεκριμένες, τις τράβηξε κάποτε ένας δημοσιογράφος. Ο ίδιος ο Ματθαίος, για πρώτη φορά μετά την εισβολή είδε το μαγαζί του μαζί με τον τότε Δήμαρχο Λευκωσίας, Λέλο Δημητριάδη, την εποχή που φτιαχνόταν το κοινό αποχετευτικό με τον τότε λεγόμενο “Δήμαρχο” της κατεχόμενης πόλης Μουσταφά Ακιντζί. Το είδε, αλλά δεν μπήκε μέσα.

«Για πρώτη φορά μπήκα μέσα όταν είχε έρθει ο τότε βουλευτής του ΔΗΚΟ ο Μάριος Ματσάκης ο οποίος με πίεσε να ανοίξουμε τον δρόμο πίσω από την Δημοτική Αγορά. Τον χαλάσαμε λοιπόν και ήρθαν τα Ηνωμένα Έθνη και τον ξαναέφτιαξαν. Το επόμενο Σάββατο ήρθε και το ξαναχαλάσαμε για δεύτερη φορά. Τότε, ήρθαν οι Τούρκοι που επάνδρωναν το φυλάκιο. Ήταν Τούρκοι της Κύπρου και ήξεραν ελληνικά. Μίλησα μαζί τους και είπα σε έναν ότι εκεί δίπλα ήταν το παλιό μου εστιατόριο και ρώτησα αν με άφηνε να πάω να το δω. Τότε μου απάντησε ότι εκείνη την ώρα έρχονταν τα «μεχμετζίκ» δηλαδή οι στρατιώτες από την Τουρκία κι αν ήθελα να πάω άλλη ώρα. Έτσι κι έγινε. Στην συνέχεια, βέβαια, τους έφερα κι εγώ από εδώ και τους τάισα στο εστιατόριο που είμαστε τώρα. Μιλάμε τώρα πριν ανοίξουν τα οδοφράγματα. Την πρώτη φορά που πήγα, συγκινήθηκα και δεν έφερα τίποτα μαζί μου πίσω. Αλλά η γυναίκα μου φώναζε, κι έτσι την δεύτερη φορά έφερα μαζί μου και μερικά πράγματα που είχαν μείνει μέσα στο παλιό μαγαζί», εξηγεί.

Ο ίδιος δεν είναι Λευκωσιάτης, αλλά από τον Ασκά. Πώς έγινε όμως μάγειρας στην Αρχιεπισκοπή;

«Εγώ έπαιρνα το φαΐ του Μακάριου, δεν μαγείρευα γιατί ήμουν μικρός. Μάγειρας ήταν ο Μιχαλάκης Χριστοφίδης, ο οποίος δεν είχε παντρευτεί και δεν είχε οικογένεια. Επειδή εγώ όμως ήμουν λοιπόν από φτωχή οικογένεια, σχεδόν με μεγάλωσε εκείνος. Εκείνος με έφερε εδώ (δείχνει με το χέρι του προς τα πάνω, το σπίτι του). Εδώ κάθομαι σχεδόν 63 χρόνια», λέει.

Μπαίνω στον πειρασμό να τον ρωτήσω λεπτομέρειες για τον Μακάριο. Ποιο ήταν, ας πούμε, το αγαπημένο του φαγητό;

«Ήταν κυρίως χορτοφάγος. Σπάνιζε στο πιάτο του το κρέας. Έτρωγε κυρίως λαχανικά, όσπρια, ραβιόλες, γαλατερά κι όλο τον Δεκαπενταύγουστο έκανε αυστηρή νηστεία μόνο με σταφύλι. Πολύ έλεγαν ότι ήταν σαρκοφάγος, αλλά δεν ισχύει», τονίζει.

Μπαίνω στα πιο βαθιά: κανένα κρασί έπινε;

«Ναι, έπινε κρασί, αλλά και ζιβανία. Και τσιγάρο έπινε. Πολύ. Κάποτε, μάλιστα, με αφορμή το τσιγάρο,  μού τράβηξε το αυτί. Εμείς, ως μικροί που ήμασταν, δεν είχαμε την δυνατότητα να αγοράσουμε τσιγάρα. Ο Αρχιεπίσκοπος κάπνιζε “Παπαστράτος”, τα οποία έρχονταν από την Ελλάδα και μάλιστα δωρεάν από τον τέως Βασιλιά τον Κωνσταντίνο. Του τα έστελνε σε μεγάλα κουτιά και μέσα μικρές ταμπακιέρες. Έχω μάλιστα φυλαγμένη μια, με τα αρχικά “Α.Κ.” (Αρχιεπίσκοπος Κύπρου). Που λες, ετοίμαζε ο μάγειρας το πρόγευμα του Αρχιεπισκόπου, μου το έδινε, ανέβαινα τα σκαλιά και το άφηνα στην μικρή αίθουσα. Από εκεί το έπαιρνε άλλο παιδί που τον προγευμάτιζε. Εκείνος τού μαρτύρησε το μυστικό: Μακαριότατε, είπε, όταν τελειώνετε το τσιγάρο να το λιώνετε καλά στο τασάκι γιατί το παίρνουν οι μικροί και το καπνίζουν. Σημειωτέον ότι κάθε Σάββατο έπαιρνα εγώ το πρόγευμα στους γονείς του, δηλαδή στην μητέρα και τον πατριό του. Μια από αυτές τις φορές, μόλις παρέδωσα τον δίσκο, με πιάνει από τ’ αυτί και μου λέει έντονα “δεν θέλω να μάθεις το τσιγάρο”. Από εκείνη την ημέρα έπαψε να αφήνει τα τσιγάρα μισοτελειωμένα», αναφέρει.

Τον ρωτάω πόσα τσιγάρα κάπνιζε ο Αρχιεπίσκοπος την ημέρα.

«Κάπνιζε πολύ, αλλά κάποια στιγμή σταμάτησε τελείως. Δημοσίως, δεν κάπνιζε ποτέ. Πάντα κάπνιζε το πρωί με το πρόγευμά του, γύρω στις πέντε το πρωί. Μετά ερχόταν στην παλιά Αρχιεπισκοπή κι έκανε τον περίπατό του», διευκρινίζει.

Επιστροφή στον άνθρωπό μας, τον Ματθαίο. Γεννήθηκε στις 8 Ιουλίου του 1950. Την τότε εποχή, όποια φτωχή οικογένεια της Κύπρου έκανε 13 παιδιά, το 13ο τρίτο συνήθιζε να το βαφτίζει ο Αρχιεπίσκοπος. Ο Ματθαίος είναι το πέμπτο στη σειρά. Όταν γεννήθηκε όμως το δωδέκατο, δεν τα κατάφερε και πέθανε. Αλλά επειδή ένας από τους αδερφούς του αρραβωνιάστηκε και θα έκανε παιδί, οι γονείς του αποφάσισαν να μην κάνουν άλλο παιδί.

«Το έμαθε ο Πρωτοσύγκελλος της Αρχιεπισκοπής και ήρθαν στο χωριό να βαφτίσουν την πιο μικρή μου αδερφή. Όπως ήρθαν για την βάφτιση και τους περιποιόμουν, με είδαν και με ρώτησαν αν ήθελα να με πάρουν μαζί στην Λευκωσία. Άλλο που δεν ήθελα, μπήκα στο αμάξι και με έφεραν. Έτσι μπήκα στην Αρχιεπισκοπή», αφηγείται.

Κοιτάζω γύρω τον χώρο. Συνήθως, ως πελάτης, καθόμουν έξω κι έτσι οι εικόνες έχουν περισσότερο ενδιαφέρον με τον χώρο άδειο και τις καρέκλες επάνω στα τραπέζια, ελέω πανδημίας.

«Μετά τον πόλεμο άνοιξα το μαγαζί που βλέπεις, το 1978. Πρώτα πήγα τέσσερα χρόνια στις αραπιές να μαζέψω λεφτά. Με πήρε ο Παρασκευαΐδης μαζί του, πάλι τον μάγειρα έκανα. Και πού δεν πήγα: Ντουμπάι, Αμπού Ντάμπι, Μπαχρέιν, Μουσκάτ, γύρισα σχεδόν όλα τα Εμιράτα. Όταν άνοιξα λοιπόν το μαγαζί εδώ, ο κόσμος φοβόταν, καθώς οι Τούρκοι είχαν αρχικά όλα τα ακριτικά φυλάκια μέσα στη νεκρή ζώνη. Άμα ανεβαίναμε στην ταράτσα τους βλέπαμε μπροστά μας, κάθε πρωί μας έβριζαν. Εγώ έζησα εδώ και τους συνήθισα. Μιλάω κι εγώ λίγα τουρκικά…», λέει.

Τον ρωτάω ποιους έχει ταΐσει στο μαγαζί. Πέρα από δημοσιογράφους, υπουργούς, βουλευτές και λογοτέχνες, έχει ταΐσει και όλους τους τους Προέδρους της Δημοκρατίας. Τον ρωτάω ποιος ήταν ο καλύτερος ως πελάτης.

«Από τους ανθρώπους των κομμάτων, τον οποίο είχα πελάτη σχεδόν σε καθημερινή βάση, ήταν ο Γιαννάκης Ομήρου. Πολλές φορές ερχόταν κάποιος και του έπαιρνε φαγητό για το σπίτι. Ο Βάσος Λυσσαρίδης επίσης, πάρα πολλές φορές ερχόταν να φάει εδώ μαζί με την γυναίκα του. Το αγαπημένο του φαγητό ήταν το ιμάμ μπαϊλντί», τονίζει.

Μαγαζί είναι, του πετάω, δεν μπορεί να μην είχαν γίνει φασαρίες…

«Πολιτικού περιεχομένου φασαρίες δεν είχαμε. Γενικά ήταν πάντα ένα αγαπητό μαγαζί. Η μόνη φασαρία που έχει γίνει εδώ ήταν έξω, από τις λεγόμενες “καλλιτέχνιδες”. Ένα διάστημα το είχα ανοιχτό και μετά τα μεσάνυχτα, ξενύχτικο που λέμε, κι έρχονταν εδώ διάφοροι μόλις σχολούσαν από τα καμπαρέ κι έφερναν τις κοπέλες κι έτρωγαν. Καμιά φορά τσακώνονταν μεταξύ τους…».

Τον ρωτώ ποιο είναι το καλύτερο πιάτο που σερβίρει. Σκέφτεται πολύ πριν απαντήσει και πάλι δεν είναι σίγουρος ότι έχει κάνει την καλύτερη επιλογή.

«Επειδή κάνω παραδοσιακά φαγητά, οι ξένοι που έρχονται προτιμούν τον μουσακά με μπεσαμέλ, τον σκέτο μουσακά και τα νηστίσιμα κουπέπια. Τέτοια εποχή πάντα κάνω ένα φαγητό που δεν το κάνει κανένας άλλος, τις χωστές (ένα άγριο φυτό που βγαίνει κάτω από τη γη και το βρίσκεις στα περιβόλια) με αυγολέμονο τις οποίες ενίοτε συνοδεύω με αρνάκι. Αυτό ήταν το αγαπημένο φαγητό του Γλαύκου Κληρίδη. Πολλές φορές μάλιστα έστελνε μια κοπέλα του κόμματος η οποία έπαιρνε μαζί όλη την κατσαρόλα…».

Ο Ματθαίος μαζί με την γυναίκα του, την κυρία Γιαννούλα, προσφέρει εδώ και μερικούς μήνες την βιτρίνα του μαγειρείου του ως χώρο «αλληλεγγύης». Όπως μας καθοδηγούν και οι ταμπέλες που έχει ο ίδιος αναρτήσει, καθένας μπορεί να κρεμάει στα ρολά της βιτρίνας κρεμάστρες με ρούχα ή να τα αφήνει απ’ έξω, για όσους το έχουν ανάγκη. Μπορεί τα τηλεοπτικά κανάλια να εντόπισαν πρόσφατα αυτή την δραστηριότητα, μέσα από τις αναρτήσεις ημών και άλλων στο διαδίκτυο, ωστόσο ο Ματθαίος δεν το έκανε για τη δημοσιότητα.

«Στις ημέρες μας, πρέπει να προσφέρουμε κι εγώ αυτό έμαθα μια ζωή να κάνω. Μακάρι να μάθει ο κόσμος ότι εδώ, μπροστά από αυτό το μαγαζί, μπορεί κανείς να δώσει ρούχα και πράγματα σε ανθρώπους που τα έχουν ανάγκη και να έρθει να τα αφήσει. Τίποτα δεν περισσεύει», επισημαίνει.

Η ώρα είχε περάσει. Το παπαγαλάκι στο κλουβί πάσχιζε να βγάλει τους ήχους της δικής του φύσης. Παραδίπλα, λίγες δεκάδες μέτρα πιο πέρα, άρχισε να ακούγεται ο χότζας από την κατεχόμενη Αγία Σοφία. Ευχαρίστησα τον Ματθαίο και ανανεώσαμε το ραντεβού μας με το άνοιγμα των εστιατορίων, κάπου στα μέσα Μαρτίου.

Έχουμε πολλά να πούμε.

Εξάλλου, χρωστάει κέρασμα.