Μικρασιάτες στην Κύπρο | Χριστόδουλος Δανιηλίδης

Κειμήλιο: Προικοσύμφωνο της γιαγιάς

Σύνταξη: Ιλιάνα Κουλαφέτη / Φωτογραφίες: Χρήστος Μιχάλαρος

Με αρχοντική ευγένεια και λεπτότητα, ο κύριος Κρίστης Δανιηλίδης μάς υποδέχτηκε στη Λεμεσό. Παρόλο που τα Σαββατοκύριακά του τα αφιερώνει στον όμορφο κόσμο των Πλατρών, άφησε την εξοχή και κατέβηκε ειδικά για τη συνέντευξή μας. Ήταν ένα ζεστό πρωινό και είχαμε ήδη πραγματοποιήσει κάποιες συνεντεύξεις για τη Μικρά Ασία, όμως κάθε φορά η επαφή μας με τους εν Κύπρω Μικραισάτες, ήταν σαν να είναι η πρώτη φορά. Μια τέτοια συνάντηση είχαμε με τον Κρίστη Δανιηλίδη, «Μικρασιάτη καθηκόντως», με καταγωγή από την Απολλωνιάδα. Με ένα ζεστό χαμόγελο και άπλετη προθυμία να μας αφηγηθεί τις ρίζες του.

Ονομάζομαι Χριστόδουλος Δανιηλίδης και είμαι δεύτερης γενεάς Μικρασιάτης  στην Κύπρο. Ο πατέρας μου κατάγεται από την Απολλωνιάδα της Προύσας, είχαν φύγει το ’22 με την ανταλλαγή των πληθυσμών και είχαν πάει όλοι στη Θεσσαλονίκη. Στην Απολλωνιάδα, το χωριό τους, ήταν ένα χωριό που έμοιαζε με νησάκι, γιατί ήταν πάνω στη λίμνη την Απολλωνιάδα, και τον χειμώνα, όταν ήταν πιο ψηλά τα νερά, γινόταν νησάκι, και το καλοκαίρι που χαμήλωναν κάπως τα νερά, υπήρχε σαν διάδρομος, μια δίοδος προς τη στεριά.

Η ενασχόληση των κατοίκων εκεί φαίνεται ότι ήταν εκτός από εμπόροι και γεωργοί και παραγωγοί, ασχολούνταν και ιδιαίτερα με την σηροτροφία, μεταξοσκώληκες. Διότι θυμάμαι από μία αφήγηση του πατέρα μου που έλεγε ότι στο σπίτι, λέει, πάνω είχαμε στον όροφο που βάζαν τους μεταξοσκώληκες και έπαιρναν τις μουριές για να ταΐσουν το καματερό.

Αλλά και από το προικοσύμφωνο που έχω της γιαγιάς μου, της μητέρας του πατέρα μου, φαίνεται ότι της έδωσε σαν εγγύηση για τον αρραβώνα ο πεθερός της, της είχε υποθηκεύσει ένα μπαχτσέ, όπως τον ονομάζει, ο οποίος βρισκόταν στο Ιντζιρλί. Δεν ξέρω πού ακριβώς είναι, αλλά εκεί στο προικοσύμφωνο καθορίζει ότι υποθηκεύω εις τη νύφη μου αντί του αρραβώνος, που δεν είχε τα οικονομικά μέσα να δώσει, κάποια φλουριά που έπρεπε, της υποθηκεύω τον Ινιτζιρλί κείμενο μπαχτσέ μου και επεξηγούσε συγκείμενο εκ 200 συκαμινεών. Ήταν το λεξιλόγιο που χρησιμοποίησε, και είχε σαν μάρτυρες κάποιους άλλους χωριανούς και συγγενείς και έλεγε και με ποιους μπαχτσέδες άλλους συνόρευε και έλεγε ότι από τη μία είναι του μαστροΠέτρου από την άλλη είναι του τάδε. Και δεν ξέρω αν εννοεί και δημόσιο δρόμο, θα το δείτε στο έγγραφο.

Το ’22, όταν έφυγαν και πήγαν προς τη Θεσσαλονίκη, εκεί υπήρχε εξαθλίωση πλήρης, δεν ήταν, αλλά μαζεύτηκαν… όλη η οικογένεια και εκεί ο παππούς τους πέθανε. Ο προπάππος μου εμένα δηλαδή. Και έμειναν οι αδελφές με τον άντρα της μιας αδελφής, μόνο, οι άλλοι δυο είχαν χαθεί. Τους είχε εντοπίσει εκεί μέσω του Ερυθρού Σταυρού, υποθέτω, ο αδελφός τους ο Νικόλας Κοσμίδης, ο οποίος έχει καταφέρει όταν ήταν σε ηλικία που ήταν στρατεύσιμος, πριν την Καταστροφή, να πάρει άδεια από τους Τούρκους για να πάει να καταταγεί ως καλόγερος στα Ιεροσόλυμα. Και έτσι ο Νικόλας ο Κοσμίδης είχε φύγει, ήταν σε ένα μοναστήρι εκεί καλόγηρος και όταν έγινε η Καταστροφή βρήκε τους συγγενείς του και τους κάλεσε να παν στα Ιεροσόλυμα για να τους μαζέψει την οικογένεια εκεί. Και έκαναν όλες τις διαδικασίες που χρειαζόντουσαν μέσω του Βρετανικού Προξενείου της Θεσσαλονίκης και των αρχών εκεί της πόλεως και τους εκδόθηκε μία άδεια και ένα ταξιδιωτικό έγγραφο για να μπορέσουν να ταξιδέψουν, να πάει όλη η οικογένεια στη Θεσσαλονίκη. Αυτό το έγγραφο είναι το έγγραφο που θα δείτε σε λίγο που έχω πάνω στο γραφείο εδώ. Πρέπει να ήταν μεγάλη ταλαιπωρία μέχρι να εκδοθεί αυτό το έγγραφο, γιατί από τις σφραγίδες που έχει πίσω βλέπω ότι διήρκησε μερικούς μήνες μέχρι να εκδοθεί και έπρεπε να περάσουν από αστυνομικό τμήμα, από υγειονομικές αρχές, από διάφορες σφραγίδες που έχει πάνω ότι όλα είναι εντάξει, από το Προξενείο το αγγλικό και μάλιστα σε κάποια σημείωση εκεί που τελικά δίνεται η έγκριση για να ταξιδέψουν για Ιεροσόλυμα, επειδή εκεί οι Παλαιστίνιοι τότε ήταν αγγλική διοίκηση, στη σφραγίδα εκείνη αναφέρεται ότι τους δίνεται, τους χορηγείται η άδεια για να μεταβούν στα Ιεροσόλυμα. Και έχει μία υποσημείωση «Νικόλας Κοσμίδης Greek Monastery» ότι σε εκείνο το άτομο θα πρέπει να παν, είχεν την ευθύνη τους κατά κάποιο τρόπο. Και έτσι επήγαν μέσω Αλεξάνδρειας από τον Πειραιά, η εμπειρία του πατέρα μου, από τα πολύ λίγα που μας έλεγε το ένα ήταν ότι ασχολούνταν με τη σηροτροφία, το άλλο ήταν για γύρω γύρω που γινόταν νησάκι, παρόλο που πρέπει να θυμόταν πολύ περισσότερα, αλλά δεν ήθελε να τα συζητά.

[…]

Πονούσαν.

Με συγχωρείτε.

Λοιπόν, από τον Πειραιά…

Αν ρωτούσα όταν ήμουν στην ηλικία σας θα είχα πολύ υλικό.

Όταν είσαι νέος πολλές φορές οι προτεραιότητές σου είναι εντελώς άλλες, επιφανειακά πράγματα, και τώρα που βλέπω, βλέπω πως πάει η ιστορία.

Ο πατέρας μου του άρεσε να μας λέει ιστορίες πάντα από την περίοδο που βρισκόταν στην Παλαιστίνη, γιατί παρόλο που έζησε σε φτώχεια είχε ευχάριστες αναμνήσεις. Εκείνο της Απολλωνιάδας το κομμάτι πονούσε. Θυμάται τη φράση που τους έλεγαν, πήγαν στον Πειραιά όταν έφτασαν για να επιβιβαστούν στο πλοίο για να παν προς την Παλαιστίνη, ζήτησαν από ένα παγοπωλείο να τους δώσει νερό. Τώρα φαντάζεστε εκεί όπως τα αλητάκια που γύριζαν όλοι οι μικροί, και τους φώναξαν «προσφηγκες», με τις σφήγκες τους παρομοίωσαν και τους πέταξε ένα κομμάτι πάγο για να απομακρυνθούν. Ξέρεις είναι πράγματα, ιστορίες, που πονούν.

Από ήθη έθιμα και τέτοια δεν έχω κάποια, έτσι…

Πολλές φορές έλεγε στην πατρίδα, αλλά δεν ήμουν σίγουρος αν εννοούσε τα Ιεροσόλυμα ή τη Μικρασία. Δηλαδή, έλεγε «εμείς τότε» αλλά χωρίς να ξεκαθαρίζει. Η μητέρα μου, θυμούμαι, που τον χαρακτήριζε «α, ο μπαμπάς σας είναι ανατολίτης». Η μητέρα μου είναι Κύπρια.

Ο πατέρας μου όταν πήγε στα Ιεροσόλυμα εκεί, η μάνα του, η θεία του δούλευαν πλύστρες, καθάριζαν κανένα σπίτι, υπήρχε εκεί μία ελίτ, ήταν οι Άγγλοι ίσως; Ή κάποιοι πιο πλούσιοι ξέρω ‘γω, και τους βοηθούσε πολύ το Πατριαρχείο, διότι ήταν ελληνικό το Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων, και πήγε και σχολείο εκεί. Και ήταν καλός μαθητής και τέλειωσε και το Γυμνάσιο και μετά πήγε και στο Terra Santa και έκανε εκεί ένα χρόνο, ήξερε και καλά αγγλικά, χωρίς φροντιστήρια χωρίς τίποτα, ενώ εμείς με όλα αυτά στο τέλος καταφέρνουμε να μην μάθουμε τίποτα.

Και από τα ξαδέλφια του ήταν ο τυχερός που τέλειωσε και σχολείο. Η αδελφή του δεν είχε πάει πέρα από το δημοτικό, νομίζω, ίσως, μια-δυο τάξεις στο δημοτικό, πάντως δεν ήξερε γράμματα η αδελφή του, ήταν λίγο πιο μεγάλη, γιατί ήταν και 14 χρονών όταν πήγαν στα Ιεροσόλυμα, τότε ήταν που τις έβγαζαν από το σχολείο για να μάθουν… και μετά μικροπαντρεύτηκε εκεί. Τέλειωσε το σχολείο πήγε, εντωμεταξύ άρχισε ο πόλεμος το ’40 και κατατάχτηκε στον ελληνικό στρατό και ήταν στην αεροπορία και ήταν σμηνίας. Δεν έλαβε μέρος σε οποιαδήποτε επιχείρηση ή κάτι, ήταν «σμηνίας εδάφους». Η δουλειά του στον στρατό ήταν να κάνει τον μεταφραστή μεταξύ των Ελλαδιτών των αξιωματικών που υπήρχαν εκεί στη Γάζα, αναφέρνουν τακτικά τη Γάζα, ο στρατός στη Γάζα ήταν η βάση τους. Μεταξύ των Άγγλων και Ελλήνων αξιωματικών έκανεν τον διερμηνέα, και έτσι πέρασε καλά στον πόλεμο, υποτίθεται. Μάλιστα, εκεί επειδή είχε και κάποια πρόσβαση πήρε και μερικές φωτογραφίες από τα αρχεία των Άγγλων που είχαν για… φωτογραφίες από τραυματίες, κάποιες εκδηλώσεις, κάποια αυτά, και ό,τι είχαν έπαιρνε και φύλαγε για τον εαυτό του και έχω μερικές.

Όταν τέλειωσε τον στρατό, εργαζόταν κάπου εκεί σε ασφαλιστική εταιρεία δεν ξέρω τι ήταν ακριβώς κάτι με εμπόριο σε μια εταιρεία αγγλική, και εντωμεταξύ είχε μια ξαδέλφη που παντρεύτηκε με Κύπριο και ξέρετε πώς γίνονται αυτά. Του γνώρισε ο Κύπριος τη δικιά του την ξαδέλφη, τη μάνα μου, ήρθαν ένα ταξίδι στην Κύπρο, πήγε μια φορά η μάνα μου εκεί εκδρομή και τους πάντρεψαν και θα έμεναν στα Ιεροσόλυμα μόνιμα. Όμως, το ’47, άρχισαν οι συγκρούσεις εκεί μεταξύ Παλαιστινίων και Εβραίων και η ελληνική κοινότητα είχεν περισσότερο καλές σχέσεις με τους Παλαιστίνιους και αισθανόντουσαν κάπως έτσι ανασφαλείς. Και τότε αποφάσισαν και γύρισαν στην Κύπρο. Στην Κύπρο εγκαταστάθηκε το ’47. Εμείς γεννηθήκαμε το ’48 τα αδέλφια  μου και το ’49 εγώ. Γεννηθήκαμε όλοι στη Λεμεσό.

Τελευταία που άρχισα να ενδιαφέρομαι και εγώ λίγο περισσότερο και άρχισα να ψάχνω και εγώ τα πράγματα, δηλαδή μετά τον θάνατο των γονιών μου όταν πήγα και άδειασα το γραφείο του που είχε εκεί στο σπίτι και βρήκα μέσα πολύ υλικό, υλικό εννοώ για την προσωπική του ζωή, άρχισα να μιλώ και με 1-2 ξαδέλφια μου και αυτή η ξαδέλφη μου που μου αφηγήθηκε την ιστορία για τη δική της τη γιαγιά μου έδωσε ορισμένες πληροφορίες. Ποιοι ήταν οι συγγενείς, ποια ήταν τα αδέλφια, ο αδελφός της που πήγε για καλόγηρος, μου βρήκε φωτογραφία. Και έτσι και μπήκαν αρκετά μέσα στο ημερολόγιο των Μικρασιατών του ’16.

Νιώθω Μικρασιάτης καθηκόντος και το απολαμβάνω που νιώθω Μικρασιάτης. Και κάθε φορά κάνω και μια διευκρίνιση ότι επειδή τώρα λένε Πόντιοι, Μικρασιάτες, ότι δεν είμαι Πόντιος καμιά φορά με πειράζουν φίλοι ότι είσαι Πόντιος… είμαι Προπόντιος! Γιατί η Απολλωνιάδα εκεί που βρισκόταν κάτω από την Προύσα ήταν κοντά στην Προποντίδα, επομένως, όμως, η οικογένεια του πατέρα μου για αυτό φαίνεται και στο όνομα πώς ξεκίνησε και πώς έγινε, ήταν Έλληνες της Γεωργίας από την πλευρά του πατέρα του, από την πλευρά της μητέρας μου ήταν Απολλωνιαδίτες, αλλά ήταν Έλληνες της Γεωργίας που είχαν κατέβει από τη Γεωργία προς τα κάτω, δεν ξέρω πότε, και για αυτό συναντούμε κάποιους που ήταν με το Δανιηλίδης. Άλλοι ήταν με το Δανιήλογλου και ο δικός μου ο παππούς ήταν γνωστός ο Γιάννης, ο πατέρας του, ο Χριστόδουλος ο Γκιούρτσος. Το Γκιούρτσος από τη Γεωργία, αυτός που ήρθε από τη Γεωργία και έμεινε Γκιούρτσος. Και το διόρθωσε το όνομά του και το έκανε Δανιηλίδης για να ακούγεται έτσι πιο όμορφα, ο πατέρας μου όταν πήγε σχολείο στα Ιεροσόλυμα και αυτός εδώ στο έγγραφο που σου έδειξα προηγουμένως φαίνεται εκεί ότι ο Ευστράτιος Δανιηλίδης προηγουμένως Γκιούρτσου.

[…]

Θα ήθελα να τρώω μικρασιατικά φαγητά αλλά είναι λίγο τα γούστα μου… με τα πολλά τα μπαχαρικά, λίγο παράξενα. Απεχθάνομαι την κανέλλα στα φαγητά, που είναι ένα βασικό συστατικό που χρησιμοποιούν κυρίως οι Κωνσταντινουπολίτες. Αλλά όμως δοκιμάζω, άμα ξέρω ότι είναι μικρασιάτικο, θα το δοκιμάσω αν μου πείτε ότι είναι από παραδίπλα θα σας πω «α, δεν τρώω τέτοια πράγματα».

[…]

Γιατί είναι ταυτότητα.

Γιατί είναι ταυτότητα. Και γιατί να είμαι κάτι άλλο, αφού είμαι έτσι, δεν είναι;

Είναι το μόνο που μας έμεινε, αν δεν έχουμε ούτε μνήμη τι να έχουμε;

Τα σπίτια τα πήραν, τον μπαχτσέ της γιαγιάς μου τον πήραν, οι συκαμινιές που ήταν εκεί…καθάρισαν τα πάντα. Γιατί να μην λέω ότι αυτά κάποτε ήταν της γιαγιάς  μου; Και αυτό απαγορεύεται; Δεν λέω ούτε θα κάνω πόλεμο να τα πάρω πίσω, ούτε έχω ιδιαίτερη επιθυμία να πάω να επισκεφθώ τον τόπο εκεί υπό τις συνθήκες που έχουμε σήμερα με την Τουρκία, αλλά όμως έχω κάθε δικαίωμα να λέω αυτά κάποτε ήταν δικά μας.

[…]

Μου είπαν φίλοι που ταξίδεψαν και πήγαν Κωνσταντινούπολη ότι είναι ωραία και το πιστεύω ότι είναι ωραία. Με τον κόσμο δεν αισθάνομαι έχθρα, για τους απλούς τους πολίτες τους Τούρκους, αλλά όμως, νιώθω, ακούγεται άσχημο, αλλά νιώθω φόβο, όταν ακούω για το τουρκικό κράτος. Δηλαδή, είναι κάτι που δεν το εμπιστεύομαι και που νιώθω ότι συνεχώς είναι κάτι που μας απειλεί. Αν είναι αμαρτία, πέστε μου το.

Όταν σκέφτομαι τη Μικρά Ασία νιώθω θλίψη και πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή αν δεν είχαν γίνει η Καταστροφή και όλα αυτά. Εγώ εν θα υπήρχα. Αλλά πώς θα εξελισσόταν η ζωή της οικογένειας του πατέρα μου και πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα.

Μεγάλωσα σε εποχή που ήταν τα ακούσματά μου εντελώς διαφορετικά και έτσι, παρόλο που ζηλεύω αυτούς που μπορούν να ή να χορέψουν, εγώ είμαι και εντελώς άρρυθμος δεν μπορώ να χορέψω, αλλά άμα βλέπω κόσμο που ξέρει να χορεύει ή να τραγουδήσει ή την ιδιαίτερη διάλεκτο που μιλούσαν να τη μιλά, ε, ζηλεύω.

[…]

Η ξαδέλφη μου η Άννα Σεραφείμ, Χριστοδουλίδη το νέο της επίθετο, ήταν ένα από τα πρόσωπα που με βοήθησαν να βρω πληροφορίες, που θα μπορούσαμε να βάλουμε στο ημερολόγιο των Μικρασιατών. Και μιαν ημέρα, όπως καθόμασταν και μιλούσαμε, κάτι μου είπε για τη γιαγιά της. Λέει “α, τότε η γιαγιά η Πετρού…” της λέω “τι έγινε, τι συνέβη;”. Και άρχισε να μου αφηγείται ότι την είχε δει ένα βράδυ, ένα απόγευμα, κάτι στο σπίτι που ήταν μόνη της η γιαγιά να κλαίει. Και της  λέει “τι έχει γιατί κλαις” και άρχισε να της αφηγείται.

“Θα καταλάβεις αν σου πω; Τότε, στην πατρίδα, μας ειδοποίησαν οι Τούρκοι χωριανοί να φύγουμε για να γλυτώσουμε, μαζευτήκαμε με τα παιδιά μας και τον πατέρα μας και μπήκαμε στο καΐκι του μακαρίτη του παππού σου. Πήραμε και μερικά απαραίτητα μαζί μας. Και φύγαμε να σωθούμε. Τα καημένα τα ζώα, οι αγελάδες, μας ακολούθησαν στη διαδρομή και όταν ανεβήκαμε στο καΐκι μπήκαν και αυτά στο νερό να ακολουθήσουν. Τα λυπήθηκα. Έσκυψα, ήθελα να χαϊδέψω τα κεφάλια τους, τα φώναζα με το όνομά τους, τους είχα ονόματα όπως τα μέλη της οικογένειας. Τα φώναζε Δέσπω, Ελένη, Βάσω, όπως ονόμαζαν τα παιδιά τους. Ήθελα να χαϊδέψω τα κεφάλια τους. ‘Πηγαίνετε πίσω θα πνιγείτε’, λες και κατάλαβαν άρχισαν να γυρίζουν πίσω και ξαναβγήκαν στη στεριά”.

Τότε η Άννα ήταν μικρή άκουσε αλλά και τώρα που είναι ίδια η γιαγιά, είναι πάνω από 80 χρονών, κατάλαβε πολύ περισσότερο τον πόνο της γιαγιάς της. Αυτό το είδε διαβάσει ο ποιητής ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης και του έδωσε την αφορμή να γράψει ένα ποίημα το “Βόδια στο νερό” το οποίο υπάρχει στη συλλογή του, έχω εδώ το, την έκδοση να δείτε τα ποιήματά του.

Το κειμήλιο

[…]

Αυτό εδώ είναι ένα προικοσύμφωνο το οποίο είχε η γιαγιά μου, η μητέρα του πατέρα μου και ήταν η ασφάλειά της για το ότι ο πεθερός της θα της έκανε πράγματι το δώρο των αρραβώνων, όπως ήταν τα έθιμά τους. Και επειδή ήταν τυπικοί έκανα το έγγραφο αυτό με την παρουσία μαρτύρων. Τα γράμματά του όπως φαίνεται, είναι γράμματα ανθρώπου που δεν είχε τελειώσει σχολείο. Πάντως, από κάθε οικογένεια φαίνεται ότι υπογράφουν ένας-δυο μάρτυρες, ενώ έχει πάνω χαρτόσημο και γραμματόσημο για να αποκτά μια επισημότητα το έγγραφο. Έχω φωτοτυπία ακόμα ένα τέτοιο έγγραφο, του παππού της ξαδέρφης μου το οποίο όμως κανείς δεν ξέρει πού είναι το αυθεντικό.

Αυτό είναι το ταξιδιωτικό έγγραφο με το οποίο η γιαγιά μου έκανε το πρώτο της επίσημο ταξίδι και τελευταίο. Ήταν τότε 35 χρονών, είχαν πάρει την πρόσκληση από τον αδελφό της Νικόλα Κοσμίδη για να πάνε στα Ιεροσόλυμα και έγιναν διάφορες διαδικασίες για να πάνε. Αν κοιτάξετε στην πίσω όψη του εγγράφου υπάρχουν επιτρέπεται η αναχώρηση διά Παλαιστίνη 7/5/23 και σφραγίδα authority και λέει τους αριθμούς,

Μπήκε η σφραγίδα των Άγγλων ότι είναι μετανάστες, όχι πρόσφυγες, μετανάστες έφυγαν τον χαρακτηρισμό πρόσφυγες.

Ταυτότητα έκθεσης

Εγκαίνια: Κυριακή, 13 Νοεμβρίου, 18:00, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου

Συντελεστές: People of Cyprus | Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου

Επιμέλεια: Ιλιάνα Κουλαφέτη – Χρήστος Μιχάλαρος

Μουσική εγκαινίων: Βερόνικα Αλωνεύτου

Διάρκεια: 10 Νοεμβρίου-8 Δεκεμβρίου 2022

Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα-Κυριακή | 10:00-19:00

Χώρος: Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου, Φανερωμένης 86-90, 1011
Λευκωσία (Μουσείο Γεώργιου και Νεφέλης Τζιάπρα Πιερίδη)

Χορηγός: Lemon Park

©People of Cyprus | www.peopleofcyprus.cy
Instagram: @people.of.cyprus
Facebook: People of Cyprus