Μικρασιάτες στην Κύπρο | Γιώργος Χατζηγεωργίου

Κειμήλιο: Οικογενειακή φωτογραφία

Σύνταξη: Ιλιάνα Κουλαφέτη / Φωτογραφίες: Χρήστος Μιχάλαρος

Θα ήταν μάλλον η δεύτερη συνέντευξη για τη μέρα και η τελευταία για αυτό το project. Ο Γιώργος Χατζηγεωργίου και η σύζυγός του, και οι δύο Μικρασιάτες στην καταγωγή, μας περίμεναν, έχοντας ανοίξει το συρτάρι με τις ιστορίες. Ξέραμε, εκ των προτέρων, ότι, ο φιλόλογος αυτός που είχαμε απέναντί μας είχε μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιστορία να μας αφηγηθεί, καθώς την είχαμε ήδη εντοπίσει σε ένα από τα βιβλία πρακτικών του Δήμου Λεμεσού για την Προφορική Ιστορία, που ήταν αφιερωμένο στους Μικρασιάτες.

Την ιστορία όμως δεν θα σας την αφηγηθούμε εμείς, αλλά ο ίδιος.

«Λέγομαι Γιώργος Χατζηγεωργίου, γεννήθηκα το 1946 στα Πάνω Λεύκαρα. Έζησα εκεί μέχρι τη Δ΄ Γυμνασίου και μετά μετακομίσαμε με την οικογένειά μου στη Λεμεσό, όπου τελείωσα το Λανίτειο Γυμνάσιο. Αφού έκανα τη στρατιωτική μου θητεία, πήγα στην Αθήνα, γράφτηκα στη Φιλοσοφική Σχολή και τέλειωσα φιλόλογος το 1972. Διορίστηκα σε σχολεία της Κύπρου, Γυμνάσια και Λύκεια, μέχρι το 2007, που αφυπηρέτησα ως Γυμνασιάρχης.

Όταν αφυπηρέτησα, μαζί με κάποιους άλλους απογόνους Μικρασιατών, αποφασίσαμε να οργανώσουμε τους απογόνους και όσους Μικρασιάτες πρώτης γενιάς ζούσαν τότε. Έτσι, με τη Μόνα Σαββίδου-Θεοδούλου, τον Κρίστη Δανιηλίδη, την Αντωνία Προδρόμου και κάποιους άλλους, το 2010 ιδρύσαμε τον Σύνδεσμο Μικρασιατών Κύπρου για να τιμήσουμε αυτούς τους ανθρώπους που η μοίρα τούς έφερε στον τόπο μας.

Τώρα, η σχέση μου εμένα με τη Μικρά Ασία είναι γιατί τόσο ο πατέρας μου, όσο και οι πρόγονοι της γυναίκας μου, κατάγονταν από τη Μικρά Ασία. Συγκεκριμένα, ο πατέρας μου για να σωθεί πιάστηκε ή μάλλον, τον έπιασαν συγγενείς, χωρίς να το ξέρουν οι γονείς του, και ο μεν πατέρας μου βρέθηκε στην Κύπρο, η δε αδελφή του πιάστηκε από άλλους συγγενείς, βρέθηκε στη Χίο σε αυτό το… σε σχολή για τα παιδιά, τα προσφυγόπουλα.

Το πλοίο που έφερε τον πατέρα μου στην Κύπρο, από ό,τι θυμούμαι και έλεγε, είχε τρικυμία, και το μόνο που θυμόταν ήταν ότι άκουεν τις φωνές που εκλιπαρούσαν τον Άη Νικόλα να τους βοηθήσει για να μην βουλιάξει το πλοίο. Έτσι, λοιπόν, όταν τελικά έφτασαν στη Λάρνακα, οι συγγενείς του, που είχαν και τέσσερα παιδιά, σκέφτηκαν ότι ήταν δύσκολο και το πέμπτο παιδί μαζί τους και έτσι τον άφησαν στη Μητρόπολη Κιτίου. Μητροπολίτης Κιτίου ήταν ο Νικόδημος Μυλωνάς τότε, ο οποίος γνώριζε ότι μια οικογένεια άκληρη στα Λεύκαρα ήθελε να υιοθετήσει παιδί και επίσης μια άλλη οικογένεια στα Λεύκαρα ήθελε να υιοθετήσει παραγιό, δηλαδή ένα παιδί να βοηθά στις δουλειές. Έστειλε, λοιπόν, μία επιστολή μαζί με τον πατέρα μου, που ήταν έξι χρονών τότε, στον ιερέα των Λευκάρων και του έλεγε να μεριμνήσει ώστε το προσφυγόπουλο αυτό να έχει την καλύτερη δυνατή κατάληξη. Ο ιερέας των Λευκάρων έκρινε ότι θα ήταν καλύτερα να υιοθετηθεί το παιδί από την οικογένεια που δεν είχε άλλα παιδιά και αυτό έγινε το 1923.

Ο πατέρας μου καταγόταν από τη Σελεύκεια της Μικράς Ασίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Χαράλαμπος Φαράσογλου, το μάθαμε αργότερα αυτό. Η μητέρα του ονομαζόταν Ελισάβετ και είχε μια αδελφή τη Μυριάνθη. Από ότι ξέρουμε είχε αρκετά κτήματα η οικογένειά του πριν τις φασαρίες και τη δημιουργία όλων εκείνων των τραγικών καταστάσεων που ακολούθησαν τη μετάβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη.

Όταν ήταν έξι χρονών τότε, ο πατέρας του είχεν επιστρατευθεί από τους Τούρκους στην Πυροσβεστική και αργότερα μάθαμε ότι είχε καεί στην Κωνσταντινούπολη το 1922, στην προσπάθειά του να κατασβήσει πυρκαγιά. Η μητέρα του επέβλεπε τα κτήματα που είχαν, και φαίνεται ότι όταν έκαναν την επιδρομή οι Τσέτες μετά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού… ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Οι συγγενείς βλέποντας ότι τα παιδιά ήταν μόνα τους τα άρπαξαν, τον πατέρα μου που ήταν έξι χρονών και την αδελφή του, που ήταν λίγο μικρότερη, και όλοι προς τη θάλασσα για να σωθούν.

Φαίνεται ότι οι οικογένειες μπήκαν σε διαφορετικά καράβια, γιατί ο μεν πατέρας μου βρέθηκε στην Κύπρο, η δε αδελφή του στη Χίο. Από ό,τι θυμάμαι, από ό,τι άκουσα, από ό,τι διάβασα η ζωή ήταν δύσκολη, το καράβι ξεκίνησε καλά, αλλά η τρικυμία… λίγο έλειψε, ήταν και σαπιοκάραβο από ό,τι έλεγε ο πατέρας μου. Τελικά, κατάφεραν να σωθούν με τις μόνες μνήμες να έχει να κλαίει, να ακούει τους μεγάλους να εκλιπαρούν τον Άη Νικόλα να τους βοηθήσει και μετά από αρκετές περιπέτειες και φόβο βρέθηκαν, ή μάλλον σώθηκαν, στην Κύπρο. Έκαμαν (σ.ε. διέμειναν) στο λοιμοκαθαρτήριο λίγες μέρες και μετά ο καθένας τράβηξε όπου νόμιζε ότι μπορούσε να ζήσει καλύτερα. Η οικογένεια που τον έφερε τράβηξε προς τη Λεμεσό, είχε τέσσερα παιδιά. Αβέβαιες οι καταστάσεις και το πώς θα ζούσαν… άφησαν τον πατέρα μου στη Μητρόπολη, πιστεύοντας ότι θα είχε καλύτερη, ίσως, μοίρα και απ’ εκεί βρέθηκε να υιοθετηθεί στα Λεύκαρα το 1923.

Η οικογένεια που τον υιοθέτησε του Χατζηγιώργη Κούσουρου δεν είχε παιδιά. Ζούσε ο Χατζηγιώργιος και η γυναίκα του η Ελένη. Όταν έφτασε στα Λεύκαρα, ο Νικόδημος Μυλωνάς του έδωσε ένα μικρό πουγκί με κάποια χρήματα σαν δώρο. Και φτάνοντας στα Λεύκαρα τον παρέλαβαν οι θετοί του γονείς από τον ιερέα και προσπαθούσαν να τον συμπαρηγορήσουν, να τον συνεφέρουν, να τον βοηθήσουν όσο μπορούσαν πλην όμως ήταν δύσκολες οι καταστάσεις γιατί ήταν τουρκόφωνος ο πατέρας μου. Συνέχεια έκλαιγε, ήθελε τους δικούς του. Μιλούσαν, δεν εκαταλάβαιναν ο ένας τον άλλο, έλεγε κάποια πράγματα που δεν τα εγνώριζαν, για αυτό άρχισαν να φέρνουν κάποια τουρκόπαιδα από τα Λευκάρα, γιατί στα Λεύκαρα είχε και Τουρκοκύπριους. Εξηγούσαν οι Τουρκοκύπριοι των Λευκάρων, μιλούσαν όλοι ελληνικά, στους γονείς του τι ήθελε και σιγά-σιγά άρχισαν να συνεννοούνται. Ήταν έξι χρονών και την επόμενη χρονιά πήγε σχολείο.

Εκεί στην αρχή δύσκολα τα πράγματα, σιγά-σιγά άρχισε να μαθαίνει τα ελληνικά, ήταν και έξυπνος. Τελείωσε το δημοτικό με 7,5 βαθμό, μετά πήγε Γυμνάσιο δυο χρόνια και ήθελε να γίνει δάσκαλος. Όταν το ιεροδιδασκαλείο ήταν στη Λάρνακα αυτό ονειρευόταν και ετοιμαζόταν. Εκείνη όμως τη χρονιά μεταφέρθηκε από τη Λάρνακα στη Μόρφου, οπότε καταλαβαίνετε ήταν δύσκολο και οικονομικά για να πάει κανείς, και έτσι ναυάγησε η υπόθεση «δάσκαλος»∙ του έμεινε μόνο σαν όνειρο, όπως να το πούμε.

Από το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να γίνει αυτό που ήθελε άρχισε να ασχολείται με άλλα πράγματα. Πρώτα από όλα έγινε μακινίστας, έραβε τα παπούτσια κι έτσι όλοι οι τσαγκάρηδες των Λευκάρων τού έφερναν τα παπούτσια για να τους τα ράψει και εκείνοι τα τέλειωναν. Μετά έμαθε να σάζει ρολόγια μόνος του, οποιοδήποτε μηχάνημα μπορούσε να το φτιάξει, διότι είχε μέσα του αυτό το μηχανικό, του άρεσε.

Το ’55, όταν οι Εγγλέζοι μάς ανάγκασαν να κάμουμε όλοι ταυτότητες, πήγε και έκανε κάποια μαθήματα στη Λευκωσία έγινε και φωτογράφος. Άρπαξε μια φωτογραφική και εγύριζε την Κύπρο και έβγαζε φωτογραφίες. Έμαθε μουσική βυζαντινή και κοσμική και έπαιζε στους γάμους μαζί με τον Δημοσθένη τον τυφλό που ήταν βιολιστής στα Λεύκαρα. Ο πατέρας μου έπαιζε μπάντζο αντί για λαούτο. Έτσι, λοιπόν, έκαμνεν πάρα πολλές δουλειές, εργαζόταν σκληρά, αλλά του άρεσε και η διασκέδαση, ήταν ο άνθρωπος που είχε φίλους παντού και στα Λεύκαρα και στα γύρω χωριά. Διασκέδαζε κάθε μέρα, κάθε νύχτα ήταν με τους φίλους, ήταν σε ταβέρνες, στες διασκεδάσεις, στα τραγούδια, του άρεσε η μουσική, ήταν δηλαδή πολυτάλαντος θα λέγαμε. Εκείνο που του έλειπε ήταν τα χρήματα. Ήταν τόσο καλόκαρδος και λυπόταν τον κόσμο που ενώ δούλευε πολύ και είχε αρκετές δουλειές, τα λεφτά που έβγαζε ήταν λίγα∙ ο ένας συγγενής «πήγαινε στο καλό», ο άλλος ήταν φίλος «άτε ρε πήγαινε»… Ελάχιστα έβγαζε και εκείνα τα έτρωγε με τους φίλους και εμείς σαν οικογένεια, είναι αλήθεια, ότι είχαμε στερήσεις τότε.

Έτσι λοιπόν φτάσαμε μέχρι το ’54 που έμαθε το συνταρακτικό γεγονός ότι ζούσε η μητέρα του η πραγματική.

Ζούσε όπως σας είπα μια ζωή ανέμελη και άνετη, παρόλο που είχε τρία παιδιά τότε και η γυναίκα του ήταν έγκυος για το τέταρτο. Να πούμε ότι είχε παντρευτεί Λευκαρίτισσα, τη Μαρία τη Χατζηπολή, έτσι λεγόταν η μητέρα μου πριν να παντρευτεί, και ξαφνικά μαθαίνει ότι η μητέρα του ζούσε στη Μικρά Ασία. Πώς το έμαθε μας το διηγήθηκε μετά. Μας είπε πως δύο άτομα από την οικογένεια Βασίλαγα, από ό,τι μας είπε, πήγαν για μια εγχείρηση στο Ισραήλ για ένα πρόβλημα υγείας. Αφού, η κοπέλα έκαμεν τη θεραπεία της είπαν μια και ήταν εκεί στο Ισραήλ να πάνε στη Μικρά Ασία, στην Τουρκία, γιατί είχαν κάποια συγγένισσα εκεί που ήταν παντρεμένη εκεί με ένα δικαστή. Επήγαν λοιπόν στη Μικρά Ασία, βρήκαν τη συγγένισσά τους εκεί και στο σπίτι της συνάντησαν και μια γριά.

Όταν άκουσε η γριά ότι είναι από την Κύπρο οι ξένοι που ήρθαν, τους είπε, τους παρακάλεσε, τους θερμοπαρακάλεσε αν ξέρουν κάτι για τα παιδιά της, γιατί άκουσε αυτή ότι είχαν φύγει τα παιδιά της και ότι ήταν αλλού, αλλά δεν ήξερε πού είχαν πάει. Τους παρακάλεσε λοιπόν αν γνωρίζουν τα παιδιά τους τον Νίκο και τη Μαριάνθη, έτσι τους είπε, από τη Σελεύκεια, που είχαν φύγει μαζί με συγγενείς και είναι στην Κύπρο, να τους πει ότι ζει και τους έδωσε και μια επιστολή να τους δώσει, πράγμα το οποίο της υποσχέθηκαν οι άνθρωποι αυτοί, της είπαν «όταν πάμε στην Κύπρο θα φροντίσουμε να μάθουμε».

Όταν ήρθαν στην Κύπρο, το ζευγάρι αυτό, που ήταν αδέλφια, ο αδελφός ο μεγάλος, νομίζω Γιώργο τον λέγαν, φρόντισε και άρχισε να ρωτά, τον ενδιέφερε να μάθει τι έγινε και τελικά, ο ένας με τον άλλο έμαθε ότι ο Νίκος, ο πατέρας μου, είχε υιοθετηθεί στα Λεύκαρα. Του τηλεφώνησαν λοιπόν και ο πατέρας μου όταν έμαθε αυτό το πράγμα τόσο πολύ ενθουσιάστηκε που άρχισεν αμέσως τις προετοιμασίες για να πάει.

Πρώτα πρώτα ζήτησε από την ηγεσία των Τουρκοκυπρίων να του δώσουν μια βεβαίωση ότι είναι φίλος των Τουρκοκυπρίων, γιατί εδώ που τα λέμε ήξερε και τούρκικα, έκανε πολύ παρέα με τους Τουρκοκύπριους των Λευκάρων και τον αγαπούσαν. Έτσι, λοιπόν, του έδωσαν μια επιστολή που έλεγε ότι «ο Νίκος Χατζηγεωργίου είναι πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία, από τη Σελεύκεια και ότι δεν είναι αναμεμειγμένος με πολιτικές καταστάσεις και είναι φίλος των Τουρκοκυπρίων». Με αυτό στην τσέπη πήγε να βγάλει διαβατήριο για να πάει στην Τουρκία.

Όταν πήγε στο τμήμα των διαβατηρίων, στη Λευκωσία, είπε στην υπεύθυνη -ήταν μια Εγγλέζα εκεί- την περίπτωσή του, ότι «έτσι και έτσι και θα πάω να βρω τη μητέρα μου» και η Εγγλέζα αυτή συγκινήθηκε και έδωσεν εντολή να αφήσουν όλες τις άλλες δουλειές και να βγάλουν διαβατήριο του Νίκου.

Εντωμεταξύ εκεί ήταν και κάποιος δικηγόρος που δούλευε με τον Ιωάννη τον Κληρίδη, τον πατέρα του Γλαύκου Κληρίδη, ο οποίος και αυτός άκουσε την ιστορία και του λέει «εσύ δεν χρειάζεσαι διαβατήριο κυπριακό για να πας στην Τουρκία, είσαι ανταλλάξιμος, σύμφωνα με τη Συνθήκη, και μπορείς να πας με διαβατήριο ελληνικό» και έτσι έβγαλε ελληνικό διαβατήριο. Και όταν ήρθε η συγκεκριμένη στιγμή εμπήκε στο αεροπλάνο να πάει στη Μικρά Ασία να συναντήσει τη μητέρα του. Ήταν τον Δεκέμβρη του 1954.

Να πούμε ότι στο αεροπλάνο υπήρχε και μια Ελληνοαμερικανίδα και όταν επήαν και εκατέβηκαν στο αεροδρόμιο των Αδάνων όταν επερίμεναν εκεί για τις διευθετήσεις για να βγουν έξω, ήρθαν δυο Τούρκοι αστυνομικοί και φώναξαν τα ονόματά τους. Ο πατέρας μου τους έδειξε αυτό που είχε πάρει από τους Τούρκους της Κύπρου και του είπαν να πάει στο καλό και του ευχήθηκαν καλή διαμονή. Και βγήκε έξω, όπου με τη φωτογραφία που του είχε στείλει η μητέρα του, τον είδε και την κατάλαβε και φαίνεται ότι και αυτή τον κατάλαβε και έτρεξαν και αγκαλιάστηκαν. Και καταλαβαίνετε τη συγκίνηση και τη φόρτιση εκείνη τη στιγμή, που δεν μπορούσαν να κάνουν βήμα από εκεί. Και ήρθε ο φρουρός και τους υπέδειξε ότι έπρεπε να αποχωρήσουν, οπότε όλοι οι συγγενείς μπήκαν σε αυτοκίνητα και κατευθύνθηκαν προς τη Σελεύκεια.

Εκεί στη Σελεύκεια υπήρχαν και άλλοι φίλοι και συγγενείς της οικογένειας, που όπως έμαθε μετά (σ.ε. ο πατέρας μου), είχε παντρευτεί ξανά η μητέρα του, όταν επέστρεψε και δεν βρήκε τα παιδιά της. Είχεν παντρευτεί κάποιον Άραβα Χριστιανό, που ονομαζόταν Χιλμί Κιλίς, και είχεν κάμει μάλιστα και ένα παιδί, που είναι σε μια φωτογραφία που είχα. Δεν θυμάμαι που την έχω. Και έμαθεν τέλος πάντων ότι η μητέρα του είχε κάμει μια νέα οικογένεια. Εν πάση περιπτώσει έμεινε με τη μητέρα του και τα είπαν.

Η μητέρα του τού είπε «κοίταξε Νίκο, θα σε καταλάβαινα από μια ελιά εκεί κοντά στο αυτί σου». Φαίνεται ότι αυτό το πράγμα το έφερε στο νου του πατέρα του και την Ευρύκλεια στην Οδύσσεια, διότι ο πατέρας μου ήταν πολύ διαβασμένος. Εμείς το ’50-’54 είχαμε βιβλιοθήκη στα Λεύκαρα.

Εκείνο που του έκαμεν τρομερή εντύπωση, μετά από τη συνάντηση με τους γονείς του, τον περιποιήθηκαν και τον αγάπησαν και ο άντρας της και το παιδί που είχαν, ήταν η επίσκεψη που έκαμεν τα Χριστούγεννα στην εκκλησία. Η μητέρα του δεν πήγε στην εκκλησία, ο ίδιος όμως πήγε και εκείνο που του έκαμεν εντύπωση ήταν όταν μπήκε στην εκκλησία είχεν καμιά πενηνταριά μεγάλους στην ηλικία, που όταν τον είδαν παραξενεύτηκαν, διότι πρώτη φορά τον έβλεπαν. Πήγε κοντά στο ψαλτήρι και πλησίασε ο ψάλτης σε μια περίπτωση και του λέει «είστε ξένος έννε;». «Είμαι από την Κύπρο», απάντησε, και μίλησαν ελληνικά. Διότι οι κάτοικοι εκεί μιλούσαν τούρκικα. Του λέει «έχετε ελληνικό διαβατήριο;», του λέει «ναι», και του λέει «αν ξέρετε να ψάλλετε μπορείτε να ψάλλετε ελληνικά» και του λέει ο πατέρας μου «εγώ εσπούδασα ψάλτης».

Εμπήκεν μέσα ο πατέρας και όταν άρχισεν να ψάλλει ελληνικά ακούστηκε ένα σούσουρο και οι γυναίκες γονάτισαν και άρχισαν να σταυροκοπιούνται και ορισμένοι εσκούπιζαν τα δάκρυά τους.

Συγγνώμη…

Με δυσκολία, λέει, ετέλειωσαν τη λειτουργία.

Δεν επιτρεπόταν να ψάλλουν στα ελληνικά.

Γιατί συγκινούμαι; Επειδή, σαν ιστορικός, αυτά τα μέρη που για 5.000 χρόνια ήταν ελληνικά, για να μιλήσουν τη γλώσσα την ελληνική, έπρεπε να συμβεί αυτό το γεγονός και να την ακούσουν. Αυτό είναι το θέμα.

Νιώθω ότι χάσαμε το ζωτικότερο κομμάτι του Ελληνισμού γιατί εκεί γεννήθηκε η φιλοσοφία, γιατί εκεί γεννήθηκε το Βυζάντιο, γιατί εκεί γεννήθηκε η Μεγάλη Ιδέα και όλα αυτά χάθηκαν μέσα σε λίγα χρόνια.

Αν εξαρτάται από το τι νιώθω δεν χάθηκαν για πάντα αλλά δυστυχώς δεν πάμε καλά σαν Ελληνισμός.

Η Μικρά Ασία είναι ένα κομμάτι του Ελληνισμού που πρόσφερε σε αυτό που εμείς οι Έλληνες, το θεωρούμε, σαν αυτό που μας ξεχωρίζει από τον άλλο κόσμο. Ακόμα και η Δημοκρατία, που λέμε ότι δημιουργήθηκε στην Αθήνα, ήταν αποτέλεσμα εκείνης της προόδου, εκείνης της ανάπτυξης της πνευματικής που δημιουργήθηκε από τους προγόνους μας στη Μικρά Ασία.

Γιατί πρέπει να διατηρήσουμε τη μνήμη της Μικράς Ασίας; Γιατί, λαός που χάνει τη μνήμη του δεν έχει μέλλον και εμείς δυστυχώς έχουμε χάσει πάρα πολύ από τη μνήμη μας και έτσι πρέπει οπωσδήποτε η μνήμη της Μικράς Ασίας να παραμείνει ζωντανή.

Να πούμε ότι η παραμονή του πατέρα μου στη Σελεύκεια ήταν ευχάριστη, γνώρισε αρκετό κόσμο εκεί, και συγγενείς που έτυχε να παραμείνουν εκεί και τους νέους συγγενείς του. Ο θετός του πατέρας, συγγνώμη ο δεύτερος άντρας της μητέρας του είχε εγγυηθεί για να του επιτρέψουν να παραμείνει εκεί ότι θα αναλάμβανε οποιοδήποτε έξοδο χρειαζόταν σε περίπτωση που θα χρειαζόταν κάποια χρήματα.

Και έτσι εκάμαν αρκετές εκδρομές, πήγαν και σε κάποια αρχαία και μάλιστα είδεν και κάποιες επιγραφές ελληνικές σε κάποια σημεία σε κίονες εκεί, και τελικά μας ανέφερε ότι κάποια μέρα λέει ήρθαν στο σπίτι τρεις Τούρκοι: ένας ήταν ιερωμένος, ο άλλος δικηγόρος και μια δασκάλα νεαρή. Πάνω στη συζήτηση, ο πατέρας μου τους είπε «και ποιος φταίει για ό,τι έπαθα εγώ και τόσοι άλλοι άνθρωποι σαν εμένα;». Ο ιερωμένος είπε «ο θεός,» ο δικηγόρος είπε «η μοίρα σου». Η μόνη που είπε την πραγματικότητα ήταν η δασκάλα. Του απάντησε «εμείς, Νίκο, φταίμε», φαίνεται ότι ο μορφωμένος τουρκικός λαός κατάλαβε πώς έγινε η Καταστροφή.

Όταν ήρθε η ώρα να φύγει, γιατί έκατσε ένα μήνα εκεί, πήγαν στο σιδηροδρομικό σταθμό, διότι θα έφευγε για την Αθήνα μέσω Κωνσταντινούπολης, ήθελε να επισκεφθεί την αδελφή του, που ήταν ήδη στην Αθήνα. Όταν πήγαν εκεί και ήρθε το τρένο, ο πατέρας μου και η μητέρα του φυσικά αγκαλιάστηκαν εκεί και είδε στα μάτια της την αγωνία ότι πιθανόν να μην τον ξανάβλεπε. Για να μην τη λυπήσει, της υποσχέθηκε ότι θα ξαναπήγαινε να τη δει, παρόλο που και αυτός δεν ήταν τόσο βέβαιος. Μπήκε στο τρένο, αφού την αγκάλιασε και αφού έμειναν αρκετή ώρα και ακολούθως αυτή του κουνούσε το μαντίλι μέχρι που έφυγε. Το ’55 που άρχισε ο αγώνας της ΕΟΚΑ δεν είχαν καμιά πλέον επαφή.

Κοιτάξετε εγώ νιώθω πρώτα Έλληνας και γνωρίζοντας την ελληνική ιστορία νιώθω και Μικρασιάτης. Νιώθω και Κύπριος, νιώθω και Αιγύπτιος νιώθω και μπορώ να πω Ασσύριος. Ξέρω ότι ο καλύτερος και ο πιο αγνός Ελληνισμός ήταν εκτός της κυρίως Ελλάδας και αυτός ο Ελληνισμός καταστράφηκε από λάθη της κυρίως Ελλάδος. Και είναι κρίμα.

Εκείνο που ξέρω είναι ότι οι Μικρασιάτες ήταν άνθρωποι πολυμήχανοι, άνθρωποι εργατικοί, άνθρωποι καλοκάγαθοι και ασφαλώς, όπως όλος ο κόσμος, είχε και τους καλούς και τους κακούς και τους μέτριους, πλην όμως η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των ανθρώπων εδιακρίνετο για κάποια χαρακτηριστικά. Άνθρωποι έξυπνοι, πολυμήχανοι, ό,τι έπαιρναν στα χέρια τους ήταν σίγουρα κάτι που μπορούσε να φτιαχτεί, να διορθωθεί, να ομορφύνει. Καλοί άνθρωποι, θρήσκοι, βοηθούσαν ο ένας τον άλλο, όταν ήρθαν στην Κύπρο είχαν οργανώσει τη ζωή τους να βοηθήσει ο ένας τον άλλο και όταν ένας είχε δουλειά, βοηθούσε τον άλλο. Και οι άγνωστοι μεταξύ τους βοηθούσαν ο ένας τον άλλο και προχώρησαν και τους άρεσε να μορφώνονται και φρόντισαν τα παιδιά τους να τα σπουδάσουν και για αυτό ακριβώς εβοήθησαν και τον τόπο στον οποίο εγκαταστάθηκαν.

Το κειμήλιο

Η επιστολή αυτή εστάληκε από την Ιερά Μητρόπολη Κιτίου στον ιερέα των Λευκάρων, τον Παπανεόφυτο, τες 17/11/1923 και έχει να κάνει με την υιοθεσία του πατέρα μου, του Νίκου Χατζηγεωργίου από τον Χατζηγεώργιο Κούσουρο στα Λέυκαρα. Λέει ως εξής η επιστολή:

Αιδεσιμώτατε παπά Νεόφυτε, σας στέλνουμε έναν μικρό πρόσφυγα, Νίκο ονομαζόμενον. Ο κύριος Χατζηγεώργιος Γ. Κούσουρος είχε ζητήσει κάποτε ένα τέτοιο παιδί, διά να το κρατήσει ως παιδί του. Του έγραψα ότι έχομεν και μου έγραψεν να του το στείλω. Ιδού, το στέλλω, θέλει και ο πατέρας του μαθητού κωμοδρόμου, διά να τον βοηθεί εις την τέχνη του. Σας αφήνομεν να αποφασίσετε υμείς πού πρέπει να δοθεί το παιδί αυτό. Αν ο κύριος Κούσουρος μπορεί να το υποστηρίξει θα είναι πολύ καλά. Το γράμμα σας το έλαβα και θα πω στον Πανιερώτατο τα δέοντα. 

Μετ’ αγάπης Μαχαιριώτης…

Ταυτότητα έκθεσης

Εγκαίνια: Κυριακή, 13 Νοεμβρίου, 18:00, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου

Συντελεστές: People of Cyprus | Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου

Επιμέλεια: Ιλιάνα Κουλαφέτη – Χρήστος Μιχάλαρος

Μουσική εγκαινίων: Βερόνικα Αλωνεύτου

Διάρκεια: 10 Νοεμβρίου-8 Δεκεμβρίου 2022

Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα-Κυριακή | 10:00-19:00

Χώρος: Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου, Φανερωμένης 86-90, 1011
Λευκωσία (Μουσείο Γεώργιου και Νεφέλης Τζιάπρα Πιερίδη)

Χορηγός: Lemon Park

©People of Cyprus | www.peopleofcyprus.cy
Instagram: @people.of.cyprus
Facebook: People of Cyprus