Σύνταξη: Ιλιάνα Κουλαφέτη / Φωτογραφίες: Χρήστος Μιχάλαρος
Κλείνοντας τη γραμμή, ξέραμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα άνθρωπο, ιδιαίτερα ιδιαίτερο. «Η συζήτηση αυτή, θα είναι ενδιαφέρουσα», το νιώθαμε και ας μην ξέραμε πολλά για τον Άδωνη Χριστοφόρου, από τη Μικρά Ασία. Η συνάντηση ορίστηκε και χτυπήσαμε το κουδούνι ένα απόγευμα Κυριακής. Μας περίμενε, στωικά, θα λέγαμε, χωρίς βιασύνη, χωρίς άγχος. Είχε υπάρξει πολλά χρόνια στον ρόλο πίσω από τον φακό και γνώριζε, χωρίς ωστόσο, να επιβάλει τη γνώση του, παρόλο, που μεταξύ μας, θα μπορούσε.
Το σαλόνι, διακοσμημένο με ιδιαίτερο γούστο, από πίνακες Κυπρίων καλλιτεχνών, μετέφερε κι άλλες ιστορίες από αυτές που είχαμε σκοπό να εκμαιεύσουμε. Παρόλα αυτά, συγκρατηθήκαμε, για λίγο, μέχρι να ολοκληρωθεί, τουλάχιστον, η συνέντευξη. Το κόκκινο λαμπάκι του rec ακούστηκε και αυτή είναι η ιστορία του Άδωνη Χριστοφόρου από τη Μερσίνα.
«Είμαι ο Άδωνις Χριστοφόρου, γεννήθηκα το 1943 στη Λευκωσία, αποφοίτησα από το Παγκύπριο Γυμνάσιο, σπούδασα Κινηματογράφο στο Λονδίνο και μετά το πέρας των σπουδών μου εργάστηκα για λίγα χρόνια στο Λονδίνο και κατόπιν ήρθα στην Κύπρο. Άρχισα συνεργασία με την τηλεόραση του ΡΙΚ, η οποία διεκόπη για να υπηρετήσω το στρατιωτικό μου και εν τέλει προσλήφθηκα στο ΡΙΚ το 1971. Υπηρέτησα το ΡΙΚ από πολλές θέσεις σαν μοντέρ, κινηματογραφιστής, σκηνοθέτης και αγοραστής ξένου προγράμματος.
Η μητέρα μου κατάγεται από τη Μικρά Ασία, ο πατέρας μου από τη Λεμεσό. Ο παππούς μου, ό πατέρας της μητέρας μου, Θεόδωρος και η γυναίκα του Ελένη Μουμτζή, ζούσαν στη Μερσίνα της Κιλικίας, που είναι στα νότια παράλια της Μικράς Ασίας. Το όνομα “Μουμτζή” σημαίνει “κηροποιός”. Ο Θεόδωρος και η Ελένη είχαν 7 παιδιά και λίγο πριν από την Καταστροφή, δηλαδή το ’21, ήρθαν στην Κύπρο. Μετά την ήττα των γαλλικών στρατευμάτων της Κιλικίας από τις δυνάμεις του Ατατούρκ, ο παππούς μου έκανε, και μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, έκανε αίτηση στη βρετανική διοίκηση της Κύπρου για να μπορέσει να πάρει άδεια να ‘ρθει και εκείνος στο νησί, που ήταν τα άλλα του παιδιά. Η άδεια του εδόθη τον Αύγουστο του ’23, αλλά δεν του έδωσαν την απόφαση μέχρι τον Ιούλιο του ’24∙ την απόφαση την πήρε από το βασιλικό Υποπροξενείο της Ισπανίας, το οποίο έδρευε στην Κιλικία και ήταν υπεύθυνο για τα βασιλικά συμφέροντα στην περιοχή. Όταν δόθηκε η άδεια, όμως, ο παππούς μου είχε πεθάνει. Και έτσι εκμεταλλεύτηκαν την άδεια η γιαγιά μου η Ελένη, τα παιδιά της Φώτηε, Θέλξω και η μητέρα μου η Αγγέλα που ήταν η πιο μικρή, και ήρθαν όλοι τους το 1924 στην Κύπρο.
Όταν πήραν την απόφαση της βρετανικής αποικιοκρατικής κυβέρνησης, ότι μπορούσαν να ‘ρθουν στην Κύπρο, ο θείος μου ο Φώτης έγραψε μία κάρτα στην αδελφή του την Άννα, η οποία ήταν ήδη στην Κύπρο και είναι πολύ σημαντικό να δούμε τι γράφει η κάρτα, γιατί γράφανε ότι νομίζανε ότι ήτανε στην κόλαση και τώρα ήταν στον παράδεισο που θα ‘ρχόντουσαν στην Κύπρο. Το καράβι με το οποίο θα έφταναν θα πήγαινε στη Λάρνακα και με την κάρτα του καλεί τους συγγενείς που ήταν στην Κύπρο να ‘ρθουν στη Λάρνακα να ιδωθούν. Και από τη Λάρνακα ήρθανε στη Λευκωσία, όπου έμεναν τα αδέλφια τους και έμεναν στη Λευκωσία, κοντά στην οδό Ονασαγόρου και έπειτα σε σπίτι στην εκκλησία Τρυπιώτη.
Η ζωή τους όταν ήρθαν εδώ ήταν άνετη, δεν είχαν προβλήματα, η Εκκλησία της Κύπρου βοήθησε και τους δικούς μου και όλους τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Δεν έχω πληροφόρηση ότι υπήρχε απομόνωση ή βρισιές από τους ντόπιους λόγω της καταγωγής τους.
Η μητέρα μου όχι, δεν θυμόταν ή δεν έλεγε πολλά. Η μητέρα μου είχε black out, για να καταλάβετε πώς αισθανόταν όταν βγήκαμε στο μπαλκόνι το ’74 και είδαμε τους Τούρκους αλεξιπτωτιστές να πέφτουν βόρεια της Λευκωσίας, νομίζαμε ότι θα πάθαινε καρδιακή προσβολή, δηλαδή υπήρχε αυτό το τείχος, αυτό το πρόβλημα με τους Τούρκους. Οι θείες μου, όμως, οι πιο μεγάλες που μιλούσαν και άπταιστα τουρκικά, δεν είχαν πρόβλημα, και τους άρεσε να μιλούν για το πώς πηγαίναν με τις άμαξες και πώς πηγαίναν εκδρομές από εδώ και πώς πηγαίναν από εκεί.
Η ζωή τους στη Μερσίνα… Ο παππούς μου ήταν έμπορος είχε κατάστημα στη Λεωφόρο Κύπρος, στη συνοικία Κύπρος της Μερσίνας, δεν ήταν πλούσιος δεν ήταν όμως φτωχός. Τα κορίτσια πήγαιναν στο ελληνόφωνο Παρθεναγωγείο που υπήρχε στη Μερσίνα, το οποίο ήταν πολύ καλού επιπέδου, αλλά το αρρεναγωγείο της Μερσίνας δεν είχε καλό όνομα. Και έτσι δεν ήταν καλού επιπέδου. Και έτσι ο θείος μου πήγε σε σχολείο γαλλόφωνο. Οι καθολικοί τότε προσπαθούσαν να προσηλυτίσουν τους ορθόδοξους που ήταν εκεί, δίνοντάς τους την ευκαιρία να πάνε σε σχολείο δικό τους.
Η ζωή στην Κύπρο ήταν άνετη, κυρίως διότι ο σύζυγος της θείας της Άννας, που ήρθε εδώ, ήταν εύπορος έμπορος, ο οποίος έκανε δουλειές στη Μερσίνα και λέγεται ότι έκανε εμπόριο με το Χαλέπι της Συρίας. Άρα ήτα εύπορος και στήριξε όλους τους άλλους που ήρθαν εδώ.
Στην αρχή έμεναν στην οδό Ονασαγόρου, έπειτα έμειναν σε ένα σπίτι στην εκκλησία του Τρυπιώτη, έπειτα έμειναν στο σπίτι που χτίστηκε εδώ, που είναι η πολυκατοικία. Στην περιοχή εδώ πέρα υπήρχαν πολλοί πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Οι Σουκιούρογλου είχαν σπίτι απέναντι και πιο πάνω είχε πρόσφυγες Λευκορώσους, όμως ενσωματώθηκαν με τους Κύπριους της περιοχής. Παράδειγμα ο Γιώργος ο Σουκιούρογλου, που ήταν από τα Άδανα, έγινε πρόεδρος της εκκλησιαστικής επιτροπής των Αγίων Ομολογητών, που είναι 100 μέτρα πιο κάτω∙ δεν ήταν απομονωμένοι.
Αυτό που τους ένωνε ήταν, πώς το λένε, πώς τη λένε, το γνωστό μυθιστόρημα… ήταν το στυλ της Λωξάντρας. Η θεία μου που ήταν πολύ μεγαλύτερη από τη μητέρα μου και τις υπόλοιπες αδελφές, ήταν υπέροχη μαγείρενα. Μαγείρευε όλα αυτά τα πράγματα που έφεραν μαζί τους από τη Μικρά Ασία, το τουρλού, το μαντί, άρα το σπίτι εδώ ήταν “της Λωξάντρας”, έρχονταν όλοι της οικογένειας να φάνε εδώ και πάντα υπήρχε περισσότερο φαγητό για όποιον περνούσε. Ήταν όντως αυτή η κατάσταση.
Τους έζησα όλους. Δεν έχω οτιδήποτε ξεχωριστό εκτός από τη μαγειρική, δηλαδή οι κούπες, το μαντί ήταν τα χαρακτηριστικά που έφεραν μαζί τους και ήταν περήφανοι για αυτά τα πράγματα. Εδώ πρέπει να πω ότι πριν λίγα χρόνια κάναμε μια σύναξη η οικογένεια, σε μια αυλή σε ένα σπίτι και όλοι μαγείρεψαν φαγητά με μικρασιατικές συνταγές και κάναμε μια προβολή φωτογραφιών που έχουμε από τη Μερσίνα και από τη ζωή τους εδώ πέρα.
Αυτές οι ρίζες μάς ενώνουν μέχρι σήμερα.
[…]
Επί τη ευκαιρία των 100 χρόνων της Καταστροφής έκανα μια παρουσίαση, και λέγοντας αυτά τα πράγματα συνειδητοποίησα ότι αν ο θείος, αν η θεία μου δεν είχε παντρευτεί Κύπριο πολύ πιθανών τώρα να ήμουν Ελλαδίτης. Διότι η οικογένεια του παππού μου είχε τριχοτομηθεί, μεγάλο μέρος πήγε στη Νέα Ιωνία και άλλο μέρος στο Λίβανο.
Στα ταξίδια μου τα επαγγελματικά στην Αγγλία γνώρισα ένα Τούρκο από την Πόλη, ο οποίος έκανε την ίδια δουλειά μαζί μου για την τουρκική τηλεόραση. Και ξέρει την ιστορία μου, ότι είμαι απόγονος Μικρασιατών και το και το και το… και του είπα “ναι, θα ήθελα να πάω πολύ στη Μερσίνα αλλά φοβάμαι, ήμουν αξιωματικός στον πόλεμο, ήμουν στο ΡΙΚ τόσα χρόνια, δεν ξέρω αν με έχουν μαυροπινακίσει, ξέρω ΄γω…” και μου λέει “όχι, εγώ είμαι φίλος σου να ΄ρθεις όποτε θέλεις να σε πάρω όπου θέλεις”. Και όπως ήρθαν τα πράγματα έπρεπε υπηρεσιακά να πάω στην Κωνσταντινούπολη. Με υποδέχτηκε, τι περιποίηση μου έκανε αυτός ο άνθρωπος για να βρει το μαντί που έφτιαχνε η θεία μου! Με έπαιρνε σε διάφορα εστιατόρια για να βρω το μαντί, δεν ήταν το ίδιο που έκανε η θεία μου, αλλά αυτός ο άνθρωπος προσπάθησε να με βοηθήσει.
Το μαντί είναι από ζυμάρι. Ανοίγουν το ζυμάρι και το κάνουν μπακλαβαδάκια, ανοίγουν μία μεγάλη πίτα ζυμάρι και σε κάθε μπακλαβαδάκι βάζουν μία κουταλιά κιμά και μετά το κλείνουν και το κάνουν σαν σφηκοφωλιά και τα βάζουν σε ένα σινί, μπορεί να έχει 200 φωλιές μέσα και μετά το μαγειρεύουν στον φούρνο και το σερβίρουν με γιαούρτι. Το οποίο χρησιμοποιούσαν πολύ στη Μικρά Ασία και η οικογένειά μου ιδιαίτερα. Υπέροχο, υπέροχο φαγητό βάζουν και σουμάκι από πάνω, υπέροχο. Και στη Θεσσαλονίκη πήγα να το φάω αλλά δεν ήταν το ίδιο.
Στην οικογένειά μου σώζονται οι συνταγές.
[…]
Τα παιδιά του παππού μου και της γιαγιάς μου ήταν η Άννα, ο Λευτέρης, ο Φώτης, η Λουκία, η Θελξινόη και η Αγγέλα και η Μαρία. Το Θελξινόη είναι το περίεργο όνομα, το οποίο πολλές φορές στην αλληλογραφία που έχουμε αναφέρεται ως Θελξιόνη, δεν ξέρω ποιο είναι το σωστό.
Η γιαγιά μου η Ελένη ήταν γνωστή με το παρατσούκλι “Μέλεκι” που σημαίνει “Άγγελος” στα τούρκικα, φαίνεται με αυτό το όνομα τη φώναζαν στη γειτονιά.
Είναι οι ρίζες μας. Εκεί ήταν, εκεί ήταν ο παππούς μου, εκεί ήταν η γιαγιά μου, εκεί έζησαν και έφυγαν και τα άφησαν όλα εκεί. Εκεί είναι θαμμένος ο παππούς μου και η άλλη του η κόρη, η Λουκία, η οποία πέθανε τη χρονιά που αποβιβάστηκαν τα ελληνικά στρατεύματα στη Σμύρνη, το 1919. Είχε πάθει οξεία περιτονίτιδα και πέθανε και είναι θαμμένη εκεί.
Δεν είναι σημαντικό μόνο για εμάς, τους απόγονους των Μικρασιατών να κρατήσουμε τη μνήμη της περιοχής αλλά και γενικά για όλους, γιατί είναι μέρος του Ελληνισμού το οποίο χάθηκε, τώρα ποιος φταίει άλλη υπόθεση.
Σκεπτόμενος σήμερα τη Μικρά Ασία στο νου έρχεται η συρρίκνωση του Ελληνισμού, και αυτό είναι που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε. Τώρα αν φταίμε εμείς πρέπει να διορθώσουμε τα λάθη, να μην τα ξανακάνουμε μελλοντικά, από το 1897 έχουμε μνημόσυνα και μνήμες τραγωδίες. Άσχημο είναι αυτό που είπα, αλλά έτσι είναι.
[…]
Ας μην ξεχνούμε ότι στη Μερσίνα δεν υπήρχαν τόσες σφαγές, οι σφαγές ήταν στα Άδανα, που ήταν πολύ κοντά. Απλά να πούμε ότι με τις σφαγές των Αδάνων τα πτώματα των Ελλήνων και των Αρμενίων είχαν φτάσει στις ακτές της Καρπασίας, το γράφουν οι κυπριακές εφημερίδες, ότι ξεβράστηκαν τα πτώματα στις ακτές μας.
[…]
Δεν αισθάνομαι κάτι, δεν αισθάνομαι έχθρα, δεν είμαι άνθρωπος των αντιπαλοτήτων, προτιμώ μία συμβίωση με όλους, ιδιαίτερα με τους Τουρκοκύπριους. Δηλαδή, εδώ στον δρόμο πιο κάτω υπήρχε ένα τουρκοκυπριακό ζεύγος, οι οποίοι ήταν φτωχοί άνθρωποι και έρχονταν εδώ στο σπίτι να φτιάξουν το σπίτι, δηλαδή μπαίναν μέσα, και δεν υπήρχε πρόβλημα με τη μητέρα μου με τους Τουρκοκύπριους.
Το κειμήλιο
Αυτό είναι το διαβατήριο με το οποίο ήρθαν στην Κύπρο η γιαγιά μου, η μητέρα μου, η αδελφή της και ο αδελφός της. Είναι στην αραβική γλώσσα, γράφει μέσα τα ονόματά τους και έχει μέσα την έγκριση της βρετανικής αποικιακής κυβέρνησης της Κύπρου, για να μπορέσουν να έρθουν εδώ. Είναι γραμμένο από το βασιλικό Υποπροξενείο της Ισπανίας, το οποίο ήταν στη Μερσίνα. Η άδεια είχε δοθεί τον Αύγουστο του 1923, δηλαδή αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, αλλά τους πληροφόρησαν τον Ιούνιο του 1924. Η έγκριση του ταξιδιού είναι για τη γιαγιά μου την Ελένη, τον θείο Φώτη, τη Θέλξω τη μητέρα μου Αγγέλα και γράφει ότι ο Θεόδωρος Μουμτζής εντωμεταξύ είχε πεθάνει».
Ταυτότητα έκθεσης
Εγκαίνια: Κυριακή, 13 Νοεμβρίου, 18:00, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου
Συντελεστές: People of Cyprus | Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου
Επιμέλεια: Ιλιάνα Κουλαφέτη – Χρήστος Μιχάλαρος
Μουσική εγκαινίων: Βερόνικα Αλωνεύτου
Διάρκεια: 10 Νοεμβρίου-8 Δεκεμβρίου 2022
Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα-Κυριακή | 10:00-19:00
Χώρος: Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου, Φανερωμένης 86-90, 1011
Λευκωσία (Μουσείο Γεώργιου και Νεφέλης Τζιάπρα Πιερίδη)
Χορηγός: Lemon Park
©People of Cyprus | www.peopleofcyprus.cy
Instagram: @people.of.cyprus
Facebook: People of Cyprus