Κείμενο/Φωτογραφίες: Χρήστος Μιχάλαρος
Τα χέρια του έχουν ράψει αμέτρητα κοστούμια. Όλα ένα κι ένα: ποιότητα και κομψότητα. Τον εντόπισα περπατώντας κατά την διάρκεια του πρώτου εγκλεισμού, τον Μάρτιο του 2020.
Η πόλη ήταν άδεια. Στην λαϊκή γειτονιά περπατούσαν μόνο οι γάτες και οι αφεντιά μου. Τα πάντα ήταν κλειδωμένα, ο άνθρωπος σε σπανιότητα. Όταν τύχαινε να συναντηθούν οι δρόμοι μας με κάποιους περαστικούς -μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού- χαιρετιόμασταν όπως οι βεδουίνοι στη μέση της ερήμου που έκανα να δουν ψυχή επί μέρες ολόκληρες, κουνώντας το κεφάλι και σφίγγοντας τα χείλη.
Τον ανακάλυψα περνώντας μπροστά από την βιτρίνα του με βήμα ταχύ. Αρχικά προσπέρασα. Έπειτα το μυαλό μου έκανε κλικ, έκανα πίσω βήματα. Χτύπησα την τζαμένια πόρτα και την άνοιξα λίγα εκατοστά.
«Μπορώ να μπω;».
Παρά τον φόβο της πανδημίας, με άφησε να πλησιάσω. Η ευγένεια και η πραότητά του σπάνιες, όπως και κομψότητά του. Ένας ηλικιωμένος άνδρας ατσαλάκωτος που πέρασε κολυμπώντας από μια άλλη εποχή στην δικιά μας.
Ο κύριος Χρυσόστομος Δημητριάδης είναι στην περιοχή, εντός των τειχών, από το 1960. Τα πρώτα δέκα χρόνια δούλευε για άλλους, υπάλληλος, σχεδόν παιδί. Μετά άνοιξε το δικό του ραφείο, με την πελατεία του να περνάει από γενιά σε γενιά. Τα τελευταία (πολλά) χρόνια, βρίσκεται επί της οδού Ιπποκράτους.
Η δουλειά μας, λέει ο κύριος Χρυσόστομος, είναι πολύ δύσκολη. Όσα χρόνια κι αν την κάνεις, ποτέ δεν θα την μάθεις εντελώς.
«Έχουν περάσει τόσες δεκαετίες κι ακόμα προσπαθώ να την μάθω. Την αγαπάω όμως πολύ, δεν με κουράζει, την διασκεδάζω, δεν την θεωρώ επάγγελμα. Έτσι είμαι πολύ ευχαριστημένος», λέει.
Πώς πάει όμως η δουλειά σήμερα;
«Τα κοστούμια που ράβω πλέον έχουν λιγοστέψει, διότι είμαι μόνος μου. Παλιά είχα 4-5 υπαλλήλους, είχα και τη γυναίκα μου από κοντά. Δουλεύαμε ως τα μεσάνυχτα για να μπορέσουμε να βγάλουμε πέρα τις παραγγελίες. Ο κόσμος δεν είχε επιλογή, για να ντυθεί έπρεπε να ράψει τα ρούχα. Ακόμα και ο τελευταίος εργάτης που έπρεπε να έχει ένα παντελόνι να ανέβει στην σκαλωσιά, έπρεπε να το ράψει», αναφέρει.
Σύμφωνα με τον ίδιο, από τον πόλεμο, το 1974 δηλαδή και μετά, ο κόσμος άλλαξε. Άρχισε να παίρνει έτοιμα ρούχα, οπότε και οι δουλειές μειώθηκαν. Δεν φάνηκε να παραπονιέται, ωστόσο.
Το χαιρέτισα και πήγα να φύγω. Σκέφτηκα λίγο και ύστερα είπα ευθαρσώς: θα επιστρέψω για να κάνουμε την κουβέντα μας και τηλεοπτική. Θέλετε;
Ήθελε.