Ονομάζομαι Ανδρούλλα Αριστοδήμου, γεννήθηκα στην Κυπερούντα στις 24 Ιανουαρίου 1944. Συνέχισα να ζω στην Κυπερούντα μέχρι τα 16 μου, μετά ήρθα στην Λευκωσία και εργαζόμουν ως οικιακή βοηθός.
Ο αγώνας μου για ανεύρεση των αγνοουμένων μας ξεκίνησε όταν η θεία μου -πέρασε ένας μήνας από την εισβολή και δεν ήρθε ο μοναχογιός της σπίτι της- με κάλεσε στην Κυπερούντα και ήταν μέσα στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας. Μου έκλεισε ραντεβού να βρεθούμε μέσα στην εκκλησία. Εγώ πήγα από τη Λευκωσία και τη βρήκα στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας και εκεί μου λέει «ένα λεπτό». Και πήγε σπίτι της και έφερε μια μικρή φωτογραφία. Την είδα ότι προσκύνησε τη φωτογραφία, όλους τους αγίους, την πέρασε και προσκύνησε με αυτήν όλους τους αγίους, και ήρθε, με αγκάλιασε και έκλαιγε και μου λέει «Βρες τον κόρη μου και φέρε μου τον». Κι εγώ της ορκίστηκα εκείνη την ώρα «Θεία, σου ορκίζομαι ότι θα αγωνιστώ για να μάθω για την τύχη του ξαδέρφου μου αλλά και για όλους τους αγνοούμενους» της το τόνισα, και για όλους τους αγνοούμενους.
Και εκεί είχα την άλλη περίπτωση που φιλοξενούσα, την κ. Χρυσάνθη Βαβαροπούλου από τη Νίκαια. Είχε τον γιο της στο Ναυτικό, στην Κερύνεια, ήμαστε κουμπάροι. Ήρθε να δει τον γιο της και να επιστρέψει πίσω στη Νίκαια, άρχισε η εισβολή, την πήραμε, τον είδαμε στο Ναυτικό στην Κερύνεια, ήταν μέσα στις τορπιλάκατες και την φέραμε πίσω και θα ξαναπηγαίναμε. Ξέρεις… πηγαίναμε, ήταν κοντά η Κερύνεια από Λευκωσία. Μετά ακούσαμε ότι ξεκίνησε ο πόλεμος, δεν αφήναν κανένα να περάσει και η ίδια η γυναίκα, η κυρία Χρυσάνθη, μου έδωσε και εκείνη μια φωτογραφία και μου λέει «σου παραδίδω τον γιο μου, βρες τον και φέρε μου τον». Τον ίδιο μήνα, τα ίδια λόγια σχεδόν, και οι δύο μοναχογιοί, και έγινε η ιστορία να ξεκινήσω εγώ για να μάθω για την τύχη των αγνοούμενων μας αλλά και για όλους. Αυτή ήταν η ιστορία που ξεκίνησα.
Μετά συνέχισα και πήγαινα εκεί που έρχονταν αιχμάλωτοι από τα Άδανα, από τη Μερσίνη, από την Τουρκία και κρατούσα τις φωτογραφίες μίαν απ’ εδώ και μίαν απ’ εκεί και ρωτούσα αν τους είδαν, αν ήταν μαζί τους. Είχε σκοτωμένους αλλά δεν ξέραμε εκείνον τον καιρό ποιοι είναι αγνοούμενοι, ποιοι είναι… Λέγαμε είναι όλοι αγνοούμενοι μέχρι να μάθουμε τι έγινε.
Έδειχνα τις φωτογραφίες, το μόνο που μου λέγανε «δεν τους είδαμε», «δεν τους είδαμε κόρη μου» και δάκρυζαν «και εμείς ήμασταν κλεισμένοι και όταν έφευγαν άλλοι από τις φυλακές χτυπούσαμε τα τείχη εμείς και λέγαμε “είμαστε και εμείς που την Κύπρο εδώ, πάρτε τα μηνύματα”». Και άκουγες ονόματα εκείνη την ώρα. Μας τα έλεγαν από την ίδια ώρα που έφταναν οι αιχμάλωτοι. Έλεγε «είμαι ο Γεώργιος από την Κερύνεια», «είμαι ο Μιχάλης από τον Καραβά», έτσι, έλεγαν τα ονόματά τους και ρωτούσαν όλες οι γυναίκες αν ακούσανε ή αν είδαν. Και μας έλεγαν δεν είδαν, γιατί ήταν κλεισμένοι στις φυλακές και τους βασάνιζαν. Αυτό ακούγαμε.
Ο Στέλιος Αντωνίου [ο ξάδελφός μου] κατατάγηκε στο στρατό. Έναν τον είχε η μάνα του και μέσα στην εισβολή της υποσχέθηκα να τον βρω, να της τον φέρω. Όμως, όσο και αν προσπάθησα, ο ξάδερφός μου βρέθηκε με 14 άλλους στρατιώτες -βρέθηκαν τα οστά τους- στο χωριό Αγιά, σε ένα τούρκικο χωριό. Ήταν 14 στρατιώτες, νεαροί, ο ένας πάνω στον άλλο. Και όταν πήγαμε στο αεροδρόμιο να αναγνωρίσουμε τα οστά και να μας μιλήσουν, πού βρέθηκαν, ζήτησα αν είχε έστω ένα λουρί απ’ τα παπούτσια του, μια τρίχα απ’ τα μαλλιά του να μας δώσουν αλλά δεν υπήρχε τίποτα μου είπαν, δεν βρήκαν τίποτα. Γιατί μας έκαναν αναπαράσταση πώς και πού τους βρήκαν, πόσο έσκαψαν, πού ήταν οι αγνοούμενοι. Οι 14 ήταν σε ένα πηγάδι και ήταν κλεισμένο το πηγάδι από πάνω και μίλησε ένας Τουρκοκύπριος είπαν, έδωσε πληροφορία πού το είδε και βρέθηκαν τα οστά τους. Και τα πήραμε από το αεροδρόμιο που τα βάλαμε σε αυτά τα κασονάκια και η θεία μου είπε «Τόσο ψηλός, γιε μου, τόσο κάλος, χώρεσε σε ένα κανονάκι;» Πρέπει να κάνεις πέτρα την καρδιά σου και επειδή ασχολούμουνα έγινε και η ψυχή μου το ίδιο.
Στα πρώτα χρόνια εμείς ξέραμε ότι οι αγνοούμενοί μας θα ήταν στην Τουρκία, φυλακισμένοι, στα Άδανα, στη Μερσίνα σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας έδιναν οι αιχμάλωτοι που επιστρέφαν -όσοι επέστρεψαν- . Όταν σου έλεγε εκείνον τον καιρό ο αιχμάλωτος «Εγώ ήμουν με τον Δημήτριου αλλά εγώ ήρθα, εκείνος δεν ήρθε», «Εγώ ήμουν με τον Γιαννάκη αλλά δεν τον είδα, έψαξα στην Κύπρο όταν ήρθα να τον βρω και δεν τον βρήκα» τι σημαίνουν αυτά; Ότι ήταν μαζί τους, ήταν φυλακισμένοι στις φυλακές της Τουρκίας, αλλά κάποιους σκότωσαν, κάποιους μας έστειλαν. Δεν μας έστειλαν όλους τους αγνοουμένους, ενώ υπήρχαν πολλοί σε ζωή μας έλεγαν οι αιχμάλωτοι που επιστρέφαν. Δεν μας τους έδωσαν. Από εκείνον τον καιρό μετρήσαμε και ήταν 1619 και μετά άρχισαν να αφαιρούνται λίγοι-λίγοι όταν βρίσκονταν τα οστά. Οι αγνοούμενοι. Αφαιρούνταν λίγα-λίγα ονόματα. Γίνονταν οι κηδείες, όπως αξίζει στον κάθε ήρωα, γιατί ήταν ήρωες και σκοτώθηκαν, γίνονταν οι κηδείες όπως τους άξιζαν και μετα συνεχίζαμε στον αριθμό τον πιο κάτω, πηγαίναμε προς τα κάτω, έβρισκαν δέκα, πέφταμε προς τα κάτω και είμαστε μέχρι σήμερα να ψάχνουμε για αγνοουμένους, 50 χρόνια. Γίνεται 50 χρόνια να ψάχνεις για αγνοούμενους; Είναι η πιο τραγική πτυχή του κυπριακού προβλήματος.
Στο οδόφραγμα που ήμασταν οι γυναίκες και οι κοπέλες, όταν ήταν κάποια που δεν ήξερε [κάτι], επειδή ήξερε την «παράγκα»[1], -ήταν κοντά απ’ το οδόφραγμα, μέχρι εκεί στον Κύκκο, όταν πήγαινε ένας δημοσιογράφος και έλεγε θέλει να κινηματογραφήσει, θέλει να δει κάτι ξέρω ‘γω, κάποιες γυναίκες από εκεί τους έλεγαν «Πηγαίνετε, μόνο η “μάνα των αγνοουμένων” που έχει όλα [τα στοιχεία] θα σας πει, θα σας εξηγήσει» και τους έστελναν σπίτι μου, στην «παράγκα». Και τότε σιγά σιγά μ’ ονόμασαν «μάνα των αγνοουμένων». Έκανα εκπομπές στην τηλεόραση, στα ραδιόφωνα ξέρω ‘γω. Μου έλεγαν «Σήμερα θα μιλήσουμε με τη “μάνα των αγνοουμένων”, με την κ. Ανδρούλλα Αριστοδήμου» ας πούμε. Έλεγαν μόνοι τους, με ονόμασαν «μάνα των αγνοουμένων» και πάρα πολλοί με φωνάζουν έτσι μέχρι τώρα. Εγώ δέχομαι, μακάρι να είχα την τιμή να είμαστε μάνες αγνοουμένων, και να είμαστε περήφανες. Είμαστε περήφανες που τα παιδιά μας κρατήσαν και πολεμήσαν για την Κύπρο μας. Είναι περήφανες όλες οι μάνες.
Όταν ήρθε ο Ανάν στην Κύπρο για το θέμα των αγνοουμένων στην παράγκα ήμασταν κάπου 20-30 γυναίκες. Είπαν «δεν θα δεχτεί κανέναν ο Κόφι Ανάν, ούτε στο Προεδρικό». Κι εμείς βρήκαμε ένα βαν που ήταν κλειστό και δεν φαινόμασταν, μπήκαμε όλες μέσα με τις φωτογραφίες μας και πήγαμε στο προεδρικό. Και σταματήσαμε εκεί που ήταν το αλτ και δεν έμπαινε κανείς από εκεί και παρακάτω. Και κατεβήκαμε όλες, κατεβήκαμε. Φορούσαμε όλες μαντίλια μαύρα και όταν πέρασε το αυτοκίνητο του Κόφι Ανάν, δεν θα σταματούσε για καμία στιγμή. Κι εγώ γύριζα στο μυαλό μου τι να κάνω για τον δούμε και να μας δει. Και την ώρα που είπαν «έρχεται» και ήταν το αυτοκίνητο με τα σημαιάκια -εντάξει εμείς δεν ξέραμε, ως γυναίκες πρώτες φορές συναντήσαμε τέτοιο πράγμα, πολέμους και πρεσβείες και πράγματα. Αλλά όταν είδα τα σημαιάκια πάνω στο αυτοκίνητο και ξέρω ‘γω λέω «αυτός θα είναι μέσα». Και μπήκα και στάθηκα μέσα στη μέση του δρόμου, ούτε από τη μία μεριά, ούτε από την άλλη. ΥποχρεωτικΆ -έχω την φωτογραφία ακόμα- υποχρεωτικά, ο Κόφι Ανάν σταμάτησε με τον οδηγό του. Υποχρεωτικά. Και τους μιλούσα Ελληνικά. Και οι λέξεις που είπα ήταν «Ανάν, Ανάν θέλουμε τα παιδιά μας πίσω».
Ο «Κήπος των Αγνοουμένων» ξεκίνησε από την παράγκα που μέναμε, όταν εκεί είχαμε πάρα πολύ χώρο. Έσπερναν στην αρχή, δεν είχε σπίτια ως εκεί –ήταν μόλις έγινε ο πόλεμος τρία χρόνια μετά. Οπότε φυτέψαμε δέντρα, έφερναν γιασεμιά οι μανάδες, τις αρμπαρόριζες, το δεντρολίβανο, όλα αυτά, τη μαντζουράνα που ήξεραν, αυτά τα λουλούδια ήταν τα κυπριακά. Ήταν οι κήποι. Και φυτεύαμε εκεί και ξεκινήσαμε από εκεί. Μετά, τώρα πάνε 20 χρόνια από τότε που ήρθα εδώ, ήταν τα πρώτα πράγματα που φέραμε, που προσέχαμε να έρθουν εδώ χωρίς να πάθουν κάτι. Και δέντρα και γιασεμιά μικρά, είχε απ’ όλα η παράγκα, όπως είναι εδώ.
O αγώνας που κάνουμε για το θέμα των αγνοουμένων -όταν κάποιος αγωνίζεται 50 χρόνια συνεχόμενα από τις πρώτες μέρες που ερχόντουσαν οι αιχμάλωτοι, συνέχεια- σε κάνει καλύτερο στη ζωή. Δηλαδή, σε κάνει να αγαπάς τον τόπο σου, να αγαπάς την Κύπρο, να θέλεις να πάρεις την κατεχομένη γη μας, τα μνημεία μας που έχουμε. Εγώ δεν δέχομαι να μείνω σε αυτήν τη μισή Κύπρο, δεν το δέχομαι αυτό το πράγμα, το σκέφτομαι συνέχεια διότι εγώ την Κύπρο την έζησα ολόκληρη. Και για να σας πω και κάτι, σαν μαντινάδα γιατί το είπα κάπου «ήθελα μόνο μια φορά, στη θάλασσα να μοιάσω, για να μπορέσω ολόκληρη την Κύπρο να αγκαλιάσω».
[ερώτηση] Αν τώρα σας πω ότι έχετε μπροστά σας όλους τους αγνοουμένους που δεν βρέθηκαν, τι θα τους λέγατε, τι θέλετε να τους πείτε;
Αν τους είχαμε μπροστά μας, αν ερχόντουσαν και τους είχαμε μπροστά μας;
Αν τους είχαμε μπροστά μας, εγώ μόνο, μια αγκαλιά θα ήθελα να ανοίξω να τους βάλω με τη σειρά μέσα, να τους πω ένα «καλώς όρισες» και να ζητήσω συγγνώμη. Συγγνώμη. Μπορεί να μην κάναμε πολλά είτε εμείς είτε οι μεγάλοι της γης, είτε οι πρόεδροί μας, όσοι περάσαν, δεν ξεχωρίζω κανένα εγώ. Γιατί για να είμαι εδώ, είμαι εδώ και δέχομαι και τους αριστερούς και του κεντρώους και… Οι πάντες, οι πάντες θα έρθουν σπίτι μου να πιουν τον καφέ τους και να μιλήσουμε, και να ζητήσω κι εγώ απ’ αυτούς, να μάθουν και αυτοί από μένα.
____________________________________
©People of Cyprus | 8 Ιουνίου, 2024
Πληροφορήτρια: Ανδρούλλα Αριστοδήμου
Επιμέλεια/Έρευνα: Ιλιάνα Κουλαφέτη
Συνέντευξη: Βαλεντίνη Σταύρου
Φωτογραφία: Ανδρέας Κίσσας
Απόδοση στην κοινή νεοελληνική: Στέλλα Σοφοκλέους
[1] Με τον όρο «παράγκα» η κυρία Αριστοδήμου εννοεί το πρόχειρο «σπίτι» στο οποίο διέμενε λίγο μετά την εισβολή.