Μαρούλλα Κούππα | Ο τελευταίος γάμος της Άσσιας, 1974

Ονομάζομαι Μαρούλα Κούππα, ήμουν Λεοντίου πριν και είμαι από την Άσσια και γεννήθηκα στις 14 Σεπτεμβρίου του ‘52.

Η Άσσια ήταν ένα μεγάλο χωριό, όμορφο, καλοί άνθρωποι, περνούσαμε καλά… με τους γείτονές μας όλους, η γειτονιά του μπαμπά μου, ήταν αξιαγάπητοι άνθρωποι.

Όταν ήμουν 19 χρονών, γνώρισα τον άντρα μου, τον Μήτρο.

Ο πατέρας μου δούλευε στην Τράπεζα, στη Συνεργατική της Άσσιας. Και δούλευε μαζί με τον πατέρα μου και ο πατέρας μου συμπαθούσε τον Δημήτρη. Με προξενιό παρθήκαμε αλλά τον ήξερα, διότι ήμασταν πνευματικά αδέλφια, βάφτισε ο μπαμπάς μου την αδελφή του. Και ο πατέρας μου σκέφτηκε πως είναι καλό παιδί και να μας αρραβωνιάσουν. Και αυτό έγινε, είναι 52 χρόνια που είμαστε μαζί.

Πριν παντρευτούμε, ο μπαμπάς μου μου έκτισε ένα μεγάλο σπίτι, πολύ ωραίο. Όπως και να ήτανε το σπίτι μου, τ’ αγαπούσα. Το ονειρευόμουνα ας πούμε, ότι… Στο εξωτερικό του μου άρεσαν πολύ οι στέγες που ήταν έτσι ξύλινες… φαινόντουσαν σαν τα… Ο ξάδερφός μου μου έφερε το σχέδιο από τη Γαλλία, ο μακαρίτης ο Λεόντιος. Και μου το έβγαλε ένας αρχιτέκτονας, συγγενής μου. Και ο κόσμος που ερχόταν και το ‘βλέπε, θυμάμαι που λέγαν όλοι «Μα τι ωραίο σπίτι», «Μα τι ωραίο σπίτι», «Τι ωραίο σπίτι». Έλεγα από μέσα μου… ας πούμε, σαν να το ένιωθα αυτό το πράγμα, ότι δεν θα το χαρώ αυτό το σπίτι, το ένιωθα αυτό το πράγμα.

Τον γάμο μας τον ορίσαμε 14 Ιουλίου το 1974, μια μέρα πριν το πραξικόπημα. Ήταν ο τελευταίος γάμος της Άσσιας.

Την Κυριακή με έντυναν νύφη, ήρθε κομμώτρια να με χτενίσει, φέραμε βιολιά να μου τραγουδήσουν, «ώρα καλή κι ώρα»… όπως όταν ντύνουν τη νύφη και της τραγουδούν «ώρα καλή». Οι φιλενάδες μου, οι κουμπάρες μου, η κουμπάρα μου η πρώτη, οι συγγενείς, ε, στον γαμπρό, τον έπαιρναν στο σπίτι να τον ντύσουν και να τον ξυρίσουν, ήταν το έθιμο, να πάει στο σπίτι μας, όπως το θυμάμαι. Και μετά μαζευότανε ο κόσμος, πηγαίναμε περπατητοί στην εκκλησία. Επειδή ήταν κοντά η εκκλησία του Προδρόμου που παντρευτήκαμε, μας πάντρεψε ο πάτερ Σωτήρης στον Πρόδρομο.

Εν τω μεταξύ δεν σας είπα κάτι που έγινε πριν τον γάμο. Έσπασε ο καθρέφτης μου και δεν μου το είπαν… ο ξάδερφός μου. Και μου το είπε μετά. Όταν σπάσει καθρέφτης δεν είναι καλό αυτό το πράγμα, αυτό το σημείο.

Θυμάμαι… έτσι που μου έλεγε συνέχεια ο κόσμος «πολλά ωραίο το σπίτι σου», «πολλά ωραίο το φόρεμά σου», «πολλά ωραίο τέτοιο», έλεγα μέσα μου μα κάτι, κάτι δεν πάει καλά, κάτι δεν πάει καλά.  Γιατί νιώθω τόσο… αυτός ο ενθουσιασμός δεν μου αρέσει έλεγα. Κάτι ένιωθα, μέσα μου.

Η επόμενη μέρα του γάμου μας ήταν μία τραγωδία.

Ξύπνησα το πρωί –ήταν η μόνη νύχτα που κοιμηθήκαμε με τον άντρα μου, μετά πήγε στρατιώτη. Ξύπνησα το πρωί, βάζω το ράδιο, ακούω «σκότωσαν τον Μακάριο, Πραξικόπημα». Εν τω μεταξύ ήρθαν συγγενείς και άλλοι, να μαγειρέψουν, γιατί για τη Δευτέρα του γάμου κάναμε [τραπέζι] για τους συγγενείς και τους κουμπάρους. Ο μπαμπάς μου τους λέει «δεν θα κάνετε τίποτα, θα τα πετάξουμε όλα». Τους ξαδέρφούς μου τους κάλεσαν και πήγανε στρατό, οι δύο μου ξάδερφοι, ο ένας είναι αγνοούμενος, σκοτωμένος. Ο μπαμπάς μου δεν δέχτηκε να κάνουμε τίποτα, τα πετάξαμε όλα, θυμάμαι. Και σταματήσαμε.. και πλέον αρχίζει η τραγωδία…

Πήγα στη μαμά και τον μπαμπά μου να μείνω, δεν με άφηναν μόνη μου. Στριφογύριζα στο σπίτι κάθε μέρα, πήγαινα και στο σπίτι μου, αλλά ένιωθα λύπη. Λύπη, λύπη, μέσα μου πόνο. Δεν ξέρω. Ένιωθα εκείνη τη λύπη. Το ένιωθα, η προαίσθησή μου. Δεν ένιωθα χαρά για το σπίτι μου, έμπαινα μες στο σπίτι και έλεγα και της ξαδέρφης μου, της Μαργαρίτας και της Δέσπως «δεν νιώθω χαρά, νιώθω λύπη». Δεν το πιστεύανε όταν τους το έλεγα. Κι όμως, έγινε.

Μετά έγινε ο πόλεμος.

Ήχησαν οι σειρήνες 05:00 η ώρα, εμείς δεν είχαμε ιδέα. Ήρθε ένας ξάδελφός μου «σήκω, σήκω» -κοιμόμασταν έξω στη βεράντα- «και έγινε πόλεμος». Παναγία μου, μου κόπηκαν τα πόδια. Ήμουν χαμένη, χαμένη. Ύστερα ξεκίνησαν οι φωτιές και τα τραύματα του πολέμου.

Ο Μήτρος ήταν στρατιώτης, ο αδερφός μου πήγε στρατιώτης, οι ξάδερφοί μου ήταν στρατιώτες. Ζούσαμε ένα μεγάλο πόνο. Όλοι. Και μία αγωνία. Δεν ξέραμε πως σε λίγες μέρες θα ερχόταν και σε εμάς. Έρχονταν πρόσφυγες στην Άσσια για να γλυτώσουν. Και του δίναμε τα σπίτια, ο κόσμος, τους βοηθούσε ο κόσμος.

Μετά άρχισαν τα αεροπλάνα να μας βομβαρδίζουν, να μας ρίχνουν βόμβες, να μας… να καταρρέουμε. Μετά ήρθαν οι Αφαντήτες [κάτοικοι της Αφάνειας] και λένε στον μπαμπά μου «κύριε Θεωρή να φύγετε και ήρθαν τανκς. Ήρθαν οι Τούρκοι στην Αφάνεια. Να φύγετε τώρα κύριε Θεωρή».  Μέχρι να πούνε αυτά στον πατέρα μου, βγήκα έξω και είδα τα τανκς που έρχονταν κατά πάνω μας και μας έριχναν ριπές. Φώναζα της ξαδέρφης μου «Δέσπω, Δέσπω…».

Η Δέσπω, -πήγαμε στο σπίτι της να βρει τους δικούς της- την έψαχνα.

Σε πέντε λεπτά έφτασε το τανκς δίπλα μας. Μας γλύτωσε ο μπαμπάς μου, αλλά η ξαδέρφη μου, έφυγε, την έψαχνα, δεν μπορούσα να κατεβώ [από το αυτοκίνητο] να τους φέρω [μαζί μας], ήρθε το τανκς μέσα στα πόδια μας. Μπήκα εγώ, έριξα τη γιαγιά μου μέσα και τη μαμά μου και την αδερφή μου. Αλλά όταν ξεκινήσαμε ήταν «έτσι» [δείχνει με τα χέρια της – μπερδεμένα] τα αυτοκίνητα, ένα έμπαινε, άλλο έβγαινε, χτυπούσε ο ένας πάνω στον άλλον. Αλλά ύστερα, μόλις συνήλθαμε λέω «πού είναι ο αδερφός μου, πού είναι ο άντρας μου, πού είναι ο άλλος μου αδερφός;».

Διανύσαμε αρκετή απόσταση, έβλεπα τον κόσμο και φώναζε «γλιτώστε μας». Δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε, ήταν τόσα τα αυτοκίνητα που δεν είχε χώρο να σταματήσουμε. Περάσαμε από τη Βατυλή, τους φωνάζαμε «φύγετε και έρχονται οι Τούρκοι, φύγετε». Από τη Λύση… Γλυτώσαμε τους Λυσιώτες, τους Βατυλιώτες, εμείς τους γλυτώσαμε.

Μετά από χρόνια ήρθαμε στους συνοικισμούς και άλλαξα τρία σπίτια. Το τελευταίο είναι αυτό που βλέπετε, το μικρό σπιτάκι που ζούμε τη ζωή μας, που είναι το τελευταίο. Και δόξα σοι ο Θεός, μακάρι να είμαστε καλά και ο κόσμος να είναι καλά.

Και σκέφτομαι και λέω «Δόξα σοι ο Θεός» και ελπίζω να μη γίνει άλλος πόλεμος όπως έγινε, [ούτε] άλλη εισβολή.

____________________________________

©People of Cyprus | 16 Ιουνίου, 2024

Πληροφορήτρια: Μαρούλλα Κούππα

Επιμέλεια/Έρευνα: Ιλιάνα Κουλαφέτη

Συνέντευξη: Βαλεντίνη Σταύρου

Φωτογραφία: Ανδρέας Κίσσας

Απόδοση στην κοινή νεοελληνική: Στέλλα Σοφοκλέους