Φωτογραφίες/Κείμενο: Ιλιάνα Κουλαφέτη
Θα ‘ναι δεν θα ‘ναι κανάς μήνας που ένας πολύ καλός φίλος, μερακλής και δραστήριος, μας σερβίρε κυπριακό μπούκκωμα, σε ένα πιάτο που το ένα προϊόν ήταν καλύτερο από το άλλο.
«Τούτο χαλλούμι αγόρασα το που την κυρία Μάρθα, μιαν αγρότισσα που τσείνες που νομίζεις ότι εφκήκαν που ταινία. Επερπατουν στη Λάσα της Πάφου τζι ήβρα την την ώρα που εβοσσιεν τις τσούρες της τζι επιαμεν την κουβέντα. Τζι ητουν ένα πλάσμα ολόγελο, μοναδικό τζι άμα πάτε προς τη Λάσα να πάτε να την έβρετε».
Κι είναι αυτές οι συμβουλές των φίλων βίβλος και δεν τις αφήνεις να πέσουν κάτω.
Κι έτσι βρήκαμε την κυρία Μάρθα που μόλις με είδε μου τράβηξε τα γυαλιά ηλίου, λέγοντας μου ταυτόχρονα: «Συγγνώμη κορούα μου, συγγνώμη, μα πρέπει να θωρώ τα μάθκια του πλασμάτου».
Η κυρία Μάρθα, που λέτε, μόλις μας είδε κοντοστάθηκε. Είχαμε πιάσει να τρέχουμε σαν κατσίκια δεξά-αριστερά, μπας και την πετύχουμε σε κάνα χωράφι. Και μόλις την επιβεβαιώσαμε πως δεν είμαστε από το κτηματολόγιο μας έβαλε στο μικρό της βασίλειο, στο μικρό περβολάκι της, έκοψε για πάρτη μας ντομάτες, αγγουράκια, γλυστιρίδα κι ένα μοναδικό καλαμπόκι κι ύστερις μας σύστησε στον Χαρίλαο, το προσωπικό της ταξί όπως μας είπε για τον γαϊδουράκο της, στα ρίφκια και τις αίγες.
Κι έπιανε να τα ταΐζει και να τα ποτίζει και να τους μιλά γλυκά, γιατί τα ζώα είναι σαν πλάσματα και οφείλουμε να τα αγαπάμε.
Κι αργότερα, άμα έκανε τις δουλειές της, εψησε κυπριακό καφέ, έκοψε χαλλούμι, απο αυτό που κάνει η ίδια, και το συνόδευσε με καρπούζι, κάνοντας το δεκατιανό μας την επιτομή του κυπριακού καλοκαιριού.
«Εχάρηκα πολλά που ηρτετε, πολλά, παρά πολλά», μας είπε κι ύστερα έσκυψε και δακρυσε.
Η κυρία Μάρθα είναι ο κόσμος μας.
Αυτός ο Κόσμος ο Μικρός, ο Μέγας.