Φωτογραφίες/Κείμενο: Ιλιάνα Κουλαφέτη
Πριν 2-3 χρόνια, σε μια όμορφη πρωτοβουλία του @discover.larnaka , από εκείνες που παίρνουν νέοι άνθρωποι και πλήρεις ενέργειας διοχετεύουν άλλη τόση στον κόσμο που επιλέγει να περάσει μαζί τους ένα απόγευμα, βρέθηκα στη Λάρνακα σε μία βόλτα όπου άνθρωποι και κτήρια μοιράστηκαν τις ανείπωτες ιστορίες τους.
Στην οδό Αγίου Λαζάρου, το πάλαι πότε κοινωνικό, οικονομικό και θρησκευτικό κέντρο της Σκάλας οι άνθρωποι έστησαν τους πάγκους τους και τις εξέδρες τους και γνωριστήκαμε. Κι αφού η βόλτα ολοκληρώθηκε, έτοιμοι πια να ανταμώσουμε στης νύχτας το λαμπάδιασμα, κάπου εκεί ξεστρατήσαμε και βρεθήκαμε στο ταβερνάκι του «Πάμπου του Ψωμά».
Μια πόρτα μικρή και καθόλου υποσχόμενη, που σε τίποτα δεν θύμιζε είσοδο ταβέρνας -ή τουλάχιστον ταβέρνας όπως την γνωρίζουμε σήμερα- άνοιξε μπροστά μας ένα άλλο κόσμο.
Σε μια γωνιά τα κάδρα των αγωνιστών της ΕΟΚΑ μπλέκονταν με τις προσωπογραφίες του Che Guevara και του Δημήτρη Χριστόφια ενώ ταυτόχρονα τα ρώσικα μπλέκονταν ευχάριστα με τα κυπριακά.
«Κοπιάστε, καθήστε, να φάμε, να πιούμε!», ακούστηκε η φωνή του κύριου Πάμπου του Ψωμά όπως μας συστήθηκε, γιατί κάποτε λέει, έφτιαχνε το πιο ωραίο ψωμί της Λάρνακας και μοσχοβόλαγε ο τόπος όλος. Και έπιασε το ακορντεόν του για να συνοδεύσει την άφιξή μας με ένα Καζαντζίδη.
«Ρε κουμπάρε, η μουσική εν ζωή. Εγώ για να ζήσω έκαμνα ψουμί, το πιο γνωστό, έβαλλα μαστίσσι μέσα, εμοσκοβόλαν η Λάρνακα. Αλλά είχα τζιαι τρία κέντρα, μπουζούκια κανονικά. Το πιο γνωστό ήταν οι Καμαρες. Έφερα τον Τσιτσάνη, τη Θάλεια, την Αννούλα Βασιλείου, τον Ζαγοραίο. Ωραία χρόνια, διαφορετικά…. Πάμε μια “Συννεφιασμένη Κυριακή”, να καταλάβετε ρε τι εν μουσική. Μπορούν να πεθάνουν τούντα τραούθκια; Έσσει τραούθκια, κλασικά. Εν θα πεθάνουν».
Και το ακορντεόν του κυρ Πάμπου του «Ψουμά» έπιασε εκείνο το βράδυ να αναβιώνει τα στέκια μας τα αθηναϊκά και τα πειραιώτικα.
Συννεφιασμένη Κυριακή,
μοιάζεις με την καρδιά μου
που έχει πάντα συννεφιά,
Χριστέ και Παναγιά μου.
που έχει πάντα συννεφιά,
Χριστέ και Παναγιά μου.
Είσαι μια μέρα σαν κι αυτή,
που ‘χασα την χαρά μου.
συννεφιασμένη Κυριακή,
ματώνεις την καρδιά μου.
συννεφιασμένη Κυριακή,
ματώνεις την καρδιά μου.
Όταν σε βλέπω βροχερή,
στιγμή δεν ησυχάζω.
μαύρη μου κάνεις τη ζωή,
και βαριαναστενάζω.