Της Ιλιάνας Κουλαφέτη
Τη γνώρισα ένα πρωινό του Σεπτέμβρη, να κάθεται στη βεράντα του σπιτιού τους. Του σπιτιού που μοιράστηκε με τον σύζυγό της. Τον δικό της Κωστάκη, τον δικό μας Μόντη. Καθόταν πίσω από εκείνο το γιασεμί, ακριβώς όπως τότε που την κοίταζε ο ποιητής και της αφιέρωνε: «Ξέρω. Κ᾽ ἐγὼ γιὰ τὸ χατίρι της σκαρφάλωσα στὸ παραθύρι της». Γλυκομίλητη, ευγενέστατη, με απεριόριστη επιθυμία να μου μιλήσει για τον Κωστάκη της, παρά τα 90 της χρόνια, η Έρση Μόντη, άρχισε να μου διηγείται άλλες εποχές. Για τον Κώστα πίσω από τον Μόντη, για την Έρση δίπλα από τον ποιητή. Για την πρώτη τους γνωριμία, τη συμπάθεια, τον γάμο, τις δυσκολίες και το ποιητικό έργο. «Ξέρεις», μου είπε κάποια στιγμή, «κάθε φορά που έγραφε ένα ποίημα, ερχόταν και μου το διάβαζε. Τη μέτραγε την άποψή μου κι εγώ τον άκουγα πάντα προσεκτικά. Και αφού τελείωνε του έλεγα “Κωστάκη μου, ο στίχος αυτός έχει πολλά ‘α’, να τον αλλάξεις”. Και τον άλλαζε. Τη μέτραγε την άποψή μου, κι εγώ τον άκουγα πάντα προσεκτικά».
Η Έρση Μόντη γεννήθηκε το 1923 στη Μόρφου. Εκεί έζησε ως την ενηλικίωσή της, όταν και παντρεύτηκε τον Κώστα Μόντη. Τη μητέρα της δεν την γνώρισε, αφού όπως η ίδια μας διηγείται, πέθανε από το γέλιο.
«Η μητέρα μου επέθανε όταν ήμουν 11 μηνών. Είχε έναν όγκο στο πόδι, τον οποίο εγχείρησε δύο φορές. Τη δεύτερη φορά που ήταν στο Νοσοκομείο, την επισκέφθηκε η αδελφή της. Προσπαθώντας να την κάμει να ευθυμήσει άρχισε να της λέει ανέκδοτα. Γέλα και να γελάσεις η μητέρα μου έπαθε ανακοπή καρδιάς και πέθανε. Φαντάσου, θα μπορούσε να είχε ζήσει, να ξεπεράσει τον όγκο στο πόδι και να ζει, όμως πέθανε από το γέλιο. Και πέθανε χαρούμενη.
Ο πατέρας μου δεν ξαναπαντρεύτηκε. Το σκέφτηκε κανά-δυο φορές και τον ζητούσαν όμορφες, μορφωμένες κοπέλες, όμως δεν το έκανε να παντρευτεί. Όταν έχασε τη μητέρα μου, είχε ήδη τέσσερα παιδιά. Πήγε τότε και ρώτησε μια θεία μου, ξάδελφη της μητέρας μου «Κυρία Μαρίτσα, ζητούν με δυο δασκάλες, να παντρευτώ, τι γνώμη έχετε;”. Λέει του η θεία Μαρίτσα “Πολύ καλά χρυσέ μου, να παντρευτείς, γιατί τα παιδιά τώρα χρειάζονται μια μητέρα στο σπίτι να τους καθοδηγεί και στους τρόπους και στο μαγείρεμα και στις δουλειές». Ήθελε όμως κι άλλη άποψη για να είναι σίγουρος και τότε ρώτησε μια άλλη κυρία, μια γνωστή μας. “Κυρία Παντέλα ζητούν με δυο δασκάλες τι να κάμω;”. «Είσαι νέος Παντελή μου, να παντρευτείς, αλλά να ξέρεις: με τη νέα σου σύζυγο εν να κάμεις τζι άλλα παιθκιά κι όταν μεγαλώσουν η γυναίκα σου θα αγαπά τα παιδιά της πιο πολλά που τα δικά σου, τζιαι τα δικά σου θα βλέπουν τζιαι θα λυπούνται”. Αυτό ήταν. “Να λυπούνται τα παιδιά μου;”, σκέφτηκε και απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο γάμου. Δεν παντρεύτηκε ποτέ και τα υπέστη όλα και σαν πατέρας και σαν μητέρα. Και τον ξενυχτούσαμε κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, τέσσερα παιδιά, πότε εγώ, πότε η Ελένη μας, πότε ο Μιχαλάκης. Διάφορα περιστατικά. Ήταν μια υπομονή ο πατέρας μου, μια υπομονή».
Η γνωριμία με τον Μόντη
Τον Κώστα Μόντη, όπως μου διηγήθηκε, τον είδε για πρώτη φορά όταν εκείνη ήταν 11 χρονών. Ο πατέρας της, έχοντας βεβαιωθεί πως τα παιδιά του θα είναι εξασφαλισμένα, αγόρασε κάποια σπίτια τα οποία ενοικίαζε. Σ’ ένα από αυτά έμεναν και οι αδελφές του Κώστα Μόντη.
«Ο Κωστάκης ήταν από τη Λάρνακα, η μάμα του όμως ήταν από το Βαρώσι. Η Καλομοίρα, το γένος Μπατίστα. Το σπίτι τους σώζεται στη Λάρνακα, κοντά στον Άγιο Λάζαρο. Εγώ τον γνώρισα μικρή, γιατί η οικογένειά του ενοικίαζε ένα από τα σπίτια που είχαμε. Ο παπάς μου μας είχε από ένα σπίτι, εμείς καθόμασταν στο ένα και τα άλλα τα νοικιάζαμε. Στο ένα έτυχε να είναι οι αδελφές του Κωστάκη οι οποίες εφιλέψαν με τις δικές μου αδελφές
Τα καλοκαίρια ερχόταν και ο Κωστάκης από την Αθήνα ως φοιτητής και τότε γνώρισε και την οικογένειά μας. Πρώτη φορά που τον είδα ήμουν στο Βαρώσι. Περνούσε με ένα ωραίο καστορένιο καπελάκι και το είχε έτσι στραβά και άκουγα τις άλλες ξαδέλφες μου που έλεγαν “Ήρτεν ο Μόντης, ήρτεν ο Μόντης”, ήταν γόης φαίνεται!.
Όταν πέθανε ο αδελφός μου ο Μιχαλάκης από μηνιγγίτιδα ο Μόντης ερχόταν κάθε βράδυ με τις αδελφές του να διασκεδάσουν λίγο τον παπά μου. Ξέρεις ο παπάς μου δεν έβγαλε το πουκάμισο το μαύρο αφού έχασε τον γιο του. Ούτε μιλούσε, ούτε τίποτα. Και καθόταν ο Κωστάκης και έλεγε τόσα αστεία και κάποτε κάποτε ο πατέρας μου έκανε απλά ένα “Χμ”, χαμογελώντας ίσα ίσα. Εκείνος όμως δεν το έβαζε κάτω. Προσπαθούσε ξανά και ξανά. Ήθελε να τον κάμει να νιώσει καλύτερα. Έστω για λίγο.
Εγώ ήμουν 16 χρονών και εκείνος 23. Και ήταν τότε που η γνωριμία μας μετετράπη σε συμπάθεια. Ευγενέστατος, πονόψυχος, πάντα ήθελε να βοηθήσει, δίδασκε ανάγνωση σε αγράμματες γυναίκες, συμπλήρωνε τις αιτήσεις των ανθρώπων που δεν ήξεραν να γράψουν, όλα αφιλοκερδώς. Μόλις είχε έρθει από σπουδές. Δεν εργαζόταν κάπου τότε, αλλά έγραφε ωραία πράγματα. Τότε ήταν που άρχισε να γράφει διηγήματα και να εκδίδει. Λίγα χρόνια μετά, στα 28 του, δημιούργησε και το Κυπριακό Θέατρο, γνωστό ως Λυρικό, το 1942. Μαζί με τον Αχιλλέα Λυμπουρίδη στη μουσική και τον Φοίβο Μουσουλίδη. Σε ένα γκαράζ το ίδρυσαν. Και βγάζανε και ένα περιοδικό μαζί το “Θέατρο”».
Εκτός όμως από πονόψυχος και ευγενέστατος, ήταν και δυναμικός. Ο γιος του Μάριος συμπληρώνει «μπορεί να μην το περίμενες, όπως τον έβλεπες, αλλά ήταν πολύ δυναμικός. Τον Οκτώβριο του ’31, ήταν 17 ετών. Μπροστάρης μαζί με τους υπόλοιπους νέους και νέες, πήρε μέρος στην εξέγερση των Οκτωβριανών. Ο τότε Γυμνασιάρχης του Παγκυπρίου, του ανέθεσε να εκφωνήσει τον επικήδειο λόγο του Ονούφριου Κληρίδη, που πέθανε κατά τη διάρκεια της εξέγερσης. Όρμησαν τότε Βρετανοί και Τούρκοι Αστυνομικοί να βρουν ποιος έκανε τον λόγο. Όσοι βρίσκονταν γύρω από τον νεαρό Μόντη προσπάθησαν να τον προστατέψουν και να τον απομακρύνουν. Τότε, αποφάσισε να “φάει” τον λόγο για να μην τον βρουν ποτέ».
«Ο Μόντης εζήτησεν σε»
Τα χρόνια περνούσαν και η γνωριμία τους, όπως μου είπε και η ίδια, έγινε «συμπάθεια». Η επιλογή των λέξεων που χρησιμοποιεί η Έρση Μόντη, είναι σπάνιες. Γεμάτες αγάπη και ταπεινότητα, περιγράφει την κοινή ζωή της με τον μεγάλο ποιητή του νησιού μας, χωρίς έπαρση, χωρίς κομπασμούς. Ακριβώς, όπως θα έκανε και ο ίδιος μάλλον, αν μας μιλούσε. Το βλέπεις πως έχεις μια σπάνια γυναίκα απέναντί σου. Έναν πραγματικό στύλο δίπλα και όχι πίσω από τον ποιητή.
«Εντωμεταξύ, ο Κωστάκης με ζήτησε αλλά εγώ δεν το ήξερα. Ήμουν μικρή φαίνεται και ο παπάς μου είπεν του “όχι ακόμα”. Είπεν μου το η αδελφή μου η Ελέγκω τούτο. Μετά χάσαμε και τον πατέρα μου, πέρασα και εγώ τα 18, στα 19 παντρευτήκαμε, εδώ στη Φανερωμένη, ο παπά-Σταυρος μας πάντρεψε. 24 Φεβρουαρίου που ήταν οι Σήκωσες και είχε κάτι βροχές εκείνη τη μέρα! Κάτι βροχές! Δε μπορούσαμε καν να βγούμε από την πλατεία της Φανερωμένης. Και λέω κι εγώ του Κωστάκη, “Μα εν θα πάμε για φωτογραφία;” και λέει μου ο Κωστάκης “Ου, άλλην ημέρα, ντύνεσαι και πάμε άλλη μέρα”. Αφού να καταλάβεις η φωτογραφία που έχουμε μέσα, η φωτογραφία του γάμου, είναι άλλη ημέρα τραβηγμένη.
Χαρές όταν έκανα το πρώτο μας παιδί! Ήθελε να τα ονομάσουμε με τα ονόματα των αδελφών του και της μητέρας του. Το πρώτο παιδί το βγάλαμε Θεόδουλο. Το δεύτερο παιδί μου λέει να το βγάλουμε Νίκο, του είπα όχι όμως τώρα θα δώσουμε το όνομα της μητέρας μου. Ύστερα πέθανε και η Ελέγκω και βγάλαμε τον γιο μου Λέλλο και όταν πέθανε και η αδελφή του η Χρυστάλλα βγάλαμε την κόρη μου Στάλω»
Ο Κώστας Μόντης γεννήθηκε στην επαρχία Αμμοχώστου, στις 18 Φεβρουαρίου 1914 και ήταν το έκτο και τελευταίο παιδί του Θεόδουλου Μόντη και της Καλομοίρας Μπατίστα. Σε ηλικία 8 ετών έχασε τα δύο του αδέλφια, τον Γιώργο σε ηλικία 21 ετών από φυματίωση και τον 16χρονο Νίκος από λευχαιμία. Έξι χρόνια αργότερα, μόλις 12 ετών, έχασε και τη μητέρα του. Ο θάνατός της τον στιγμάτισε βαθιά και επηρέασε αργότερα την ποίησή του. Όμως τα χτυπήματα της μοίρας δεν σταμάτησαν. Στα 16 του έχασε τον πατέρα του και έμεινε ορφανός. Ωστόσο, ο νεαρός Μόντης δεν έχασε ποτέ το κουράγιο του. Συνέχισε να δημιουργεί και να διεκδικεί την ελευθερία της πατρίδας του. Πότε στους δρόμους και πότε μέσα από την πένα του.
Τον πόνο που βίωσε από την απώλεια των αγαπημένων του προσώπων, τη μετουσίωνε σε στίχους. Το 1988 σε μια συνάντησή του με φοιτητές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου παραδέχτηκε
«Από μιας απόψεως στους λογοτέχνες ο πόνος είναι έμπνευση. Η χαρά δεν εμπνέει. Εμπνέει η λύπη. Πρέπει να πληρώσεις. Για να συγκινήσεις τον αναγνώστη σου, πρέπει να κλάψεις εσύ δέκα φορές για να κλάψει εκείνος μία. Πρέπει δέκα φορές να τρανταχτείς για να τρανταχτεί εκείνος μία. Και όλα αυτά, και τις επιτυχίες και όλα, θα τις πληρώσεις. Θα έρθουν ώρες που εκ των υστέρων θα τις πληρώσεις πολύ ακριβά».
Την αφήγηση συμπληρώνει ο δεύτερος γιος του Κώστα Μόντη, Μάριος.
«Η μητέρα μου μας ήταν πάντα συναισθηματική και πληθωρική. Πάντα δίπλα στον πατέρα μας, πάντα δίπλα στα παιδιά της.
Τον πατέρα μου πάντα τον θυμάμαι εμπνευσμένο και βυθισμένο στις σκέψεις του. Εμείς ως παιδιά ξέραμε. Δεν τον ενοχλούσαμε. Ήταν εκεί στην καρέκλα του και έγραφε. Και όταν έγραφε, δεν μπορούσες να μπεις σε αυτήν τη συχνότητα που έφτιαχνε γύρω του και καθόταν και έγραφε. Αν ο πατέρας μου δεν είχε τη μητέρα μου δεν θα ήταν αυτός που ήταν. Του έδινε τον άπλετο χρόνο και χώρο να μπορεί να γράφει, να μελετά. Του άφηνε χώρο και δεν άφηνε κανέναν να τον ενοχλεί. Ήταν μια αυτοθυσία η μητέρα μου. Ο ποιητής ήταν εκεί, μες στη συχνότητά του και εργαζόταν ανεπηρέαστος και ήσυχος».
Ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας ο Κώστας Μόντης θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα. Με πνεύμα οικουμενικό πολλά από τα έργα του μεταφράσθηκαν στα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά, Ολλανδικά, Σουηδικά, Ρωσικά, Βουλγαρικά, Ρουμανικά και σε άλλες γλώσσες. Το 1968 βραβεύτηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού για το έργο του «Αγνώστω Άνθρωπω». Το 1973 για τη συνολική του προσφορά στα γράμματα. Όμως τα βραβεία που δέχεται είναι και διεθνή, όταν το 1981 του απονέμεται ο τίτλος «Poet Laureate» από τη World Academy of Arts and Cultures. Το 1994, έλαβε το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Κυπριακής Δημοκρατίας και το βραβείο Γραμμάτων «Φρειδερίκου Μάθιους».
Δίπλα του πάντα η Έρση Μόντη. Σύζυγος, σύντροφος, μητέρα και στήριγμα, πάντα εκεί. Κι εκείνος, έτσι λακωνικά όπως τα έγραφε όλα, της εμπιστευόταν:
«Νὰ ξέρη πὼς ὅπου δὲν ὑπάρχει ὄνομα στοὺς στίχους μου
εἶσαι ἐσύ,
νὰ ξέρης πὼς ὅπου δὲν ὑπάρχει περιγραφὴ στοὺς στίχους μου
εἶσαι ἐσύ»