Κείμενο/Φωτογραφίες: Χρήστος Μιχάλαρος
Τον συνάντησα ξανά ένα νεκρό απόγευμα Τετάρτης στην γωνία Αρτέμιδος και Γράμμου στην Παλιά Λευκωσία. Εκεί έχει το ραφτάδικό του τα τελευταία 70 χρόνια.
Ο κύριος Αντρέας είναι 90 χρονών, κωφός αλλά όχι άλαλος. Μιλάει με ό,τι θυμάται από τότε που ήταν 8 ετών και διαβάζει τα χείλη.
Στεκόταν πάνω από ένα τόπι ύφασμα και προσπαθούσε με ένα τεράστιο γαλλικό ψαλίδι να ακολουθήσει τα σημάδια που είχε χαράξει με το ειδικό σαπουνάκι που έχουν οι ράφτες για να σημαδεύουν και να σχεδιάζουν.
Αρχικά τον φωτογράφισα λαθραία μέσα από το θολό τζάμι. Σήκωσε τα μάτια και με είδε, μου χαμογέλασε.
Μπήκα μέσα. «Με θυμάσαι κύριε Αντρέα;». Ασφαλώς και δεν με θυμόταν. Άρχισε όμως να μου λέει ξανά την ιστορία του ως όφειλε απέναντι σε έναν νέο άγνωστο.
Αφού μου έδειξε τα αρχαία πτυχία του από την Αθήνα που κρέμονται στους τοίχους από πάντα, έβαλε το χέρι κάτω από τον πάγκο και μου κι έβγαλε έναν θησαυρό: το βιβλίο με το οποίο μελέτησε ανδρική ραπτική.
«Κοίτα, μάθημα ανατομίας. Για να ξέρουμε το σώμα πάνω στο οποίο ράβουμε. Άμα δεν ξέρεις τα κόκαλα, δεν ξέρεις τι να φτιάξεις», μου είπε. Τα φύλλα λεπτά σαν τσιγαρόχαρτα και τα κείμενα χτυπημένα στην γραφομηχανή. Μία-μία οι σελίδες. Τον άφησα να σιδερώνει ό,τι κατάφερε να κόψει και συνέχισα το δρόμο μου.
Είτε του φαίνονται, είτε δεν του φαίνονται τα 90, κάθε πρωί ανοίγει το μαγαζί του λες και δεν έχει αλλάξει τίποτα. «Πελάτες έρχονται, αλλά τι να κάνω; Να κάτσω σπίτι;», είπε.
Θα επιστρέψω σίγουρα.