«Έχει καμιά διαφορά η μια μέρα από την άλλη κάτω από τον ουρανό για μια μάνα;»

Η μερακλού Μαρία Θεοφάνους από την Άλωνα

Κείμενο/Φωτογραφίες: Ιλιάνα Κουλαφέτη

Στέκεται έξω από το μαγαζί της, ολόγελη και σαν 15χρονη που σφύζει από ζωή, δεν χάνει ευκαιρία να χαιρετά και να προσκαλεί τον κόσμο για χοιρομέρι και λουντζα.

«Κοπιάστε να σας τζιεράσουμε, σοιρομέρι λουντζα, κοπιάστε κοπιάστε».

Με εισάγει στο μικρό της βασίλειο και αρχίζει την ξενάγηση. Η κυρά Μαρία, παρόλη τη χαριτωμενιά της, είναι μια κλασική γυναίκα της Κύπρου, που ξέρει από σκληρές συνθήκες εργασίας και επιβίωσης.

Τρυγάει τα σταφύλια, τα αφήνει να ζυμώσουν, σφάζει τα ζωντανά και με περίσσια τέχνη αρχίζει να τα μετατρέπει σε μεζεκλίκια.

Φέρνει στον χώρο της λοιπόν για 15 μέρες τα κομμένα κομμάτια με κρασί κι αλάτι κι ύστερα σε έναν σαν πίσσα στο σκοτάδι χώρο, τα καπνίζει για δυο μήνες, ανάβοντας φωτιά κάθε νύχτα.

Όλα η ίδια. Χωρίς παραξενιές, χωρίς γκρίνια.

«Μα είσαι πολλά μερακλού», της λέω χαμογελαστά.

«Μερακλού», απαντά, και κλείνει το μάτι, γιατί κι οι δυο ξέρουμε.

Η κυρία Μαρία Θεοφάνους. Συντηρεί από τη δεκαετία του ’70 την επιχείρηση «Αλλαντοποιία Θεοφάνους». Σηκώνεται αχάραγα και βήμα βήμα, χειμώνα-καλοκαίρι, κάνει ό,τι χρειάζεται για να βαστάξει την επιχείρηση.

Κοιτάζοντάς την θυμάμαι το μυθιστόρημα «Η Μάνα», που γράφτηκε το 1934 από την Αμερικανίδα Περλ Μπακ, όπου περιγράφονται η καθημερινή ζωή και οι ασχολίες μιας μητέρας που συντηρεί με την αδιάκοπη εργασία και τη σταθερή αφοσίωσή της τη φτωχή αγροτική της οικογένεια. Η ιστορία εκτυλίσσεται στην Κίνα των αρχών του 20ου αιώνα.

Αναρωτιέται η Περλ Μπακ:

«Έχει καμιά διαφορά η μια μέρα από την άλλη κάτω από τον ουρανό για μια μάνα;

To πρωί η μάνα ξύπνησε και σηκώθηκε πριν ακόμα χαράξει η αυγή, κι ενώ οι άλλοι κοιμόντουσαν ακόμα, άνοιξε την πόρτα, έβγαλε τα πουλερικά και το γουρούνι, πήγε το νεροβούβαλο μέσα στο μαντρί, και καθάρισε όσες βρομιές είχαν κάνει τη νύχτα, τις μάζεψε και τις έκανε ένα σωρό, σε μια γωνιά του μαντριού. Ενώ οι άλλοι ήταν ακόμη ξαπλωμένοι, πήγε στην κουζίνα, άναψε τη φωτιά και έβρασε το νερό για να πιούνε ο άντρας και η γριά όταν σηκώνονταν, και λίγο από αυτό το έριξε σε μια ξύλινη λεκάνη για να δροσίσει λίγο και να μπορέσει να πλύνει τα μάτια του κοριτσιού».

Κοιτάζω την κυρά Μαρία. Άραγε έχει καμιά διαφορά η μια μάνα από την άλλη που βρίσκονται κάτω από τον ίδιο ουρανό;