Κείμενο/Φωτογραφίες: Ιλιάνα Κουλαφέτη
Θα ‘ταν απόγευμα, λίγο προς το τέλος του καλοκαιριού, όταν αποφάσισα να κάνω μια βόλτα στο κέντρο της Λευκωσίας και να σβήσω τη μέρα με μια «παγωμένη» στο καφενείο 7 Κλειδιά. Τότε με πλησίασε ένας κύριος, όλο χαμόγελο, λεβέντικη κορμοστασιά και στυλ, από εκείνα που χάθηκαν σε μποέμικες εποχές που πλέον συναντάμε σε ταινίες εποχής. «Αν θα πιεις, να πιεις ΚΕΟ» μου είπε όλο σιγουριά και σταθερότητα στον τόνο της φωνής κι ας μην με είχε δει ξανά μπροστά του. «Γιατί;» του απάντησα, έτοιμη να αμφισβητήσω οποιαδήποτε προτροπή. «Γιατί εν η καλύττερη μπύρα», με αφόπλισε, χωρίς να χρειαστεί να αναλύσει μια λίστα από επιχειρήματα για βύνη και λυκίσκο.
Ο κύριος Κωνσταντίνος Κούσιος, με την «παγωμένη» προτροπή του, παρήγγειλε δυο μπύρες ΚΕΟ και κάθισε στο τραπέζι. Κάποια στιγμή και αφού ακόμη δεν είχα καταλάβει ποια ιστορία κρύβεται πίσω από την επιλογή της συγκεκριμένης μπύρας, με ενημέρωσαν πως «ο κύριος Κούσιος, όπως τον θωρείς, εδημιούργησε μόνος του ένα μικρό μουσείο της μπύρας ΚΕΟ. Όι επειδή την αντιπροσωπεύει ή κάτι, αλλά επειδή εν μερακλής».
Και κάπως έτσι βρέθηκα το φθινόπωρο σε μια νεοκλασική, τρόπον τινά, πολυκατοικία, δίπλα από το Αρχαιολογικό Μουσείο στο κέντρο της Λευκωσίας, να ακούω τη μοναδική ιστορία ζωής του Κωνσταντίνου Κούσιου από την Αμμόχωστο. Γύρω μας τα δεκάδες μπουκάλια και αντικείμενα με την επιγραφή της κυπριακής μπύρας συνέθεταν ένα σκηνικό σουρεάλ και ταυτόχρονα γοητευτικό, στο πλαίσιο ενός μουσείου, το οποίο δημιουργήθηκε καθαρά και μόνο από μεράκι και φαντασία.
Ήταν 11 το πρωί κι ανοίξαμε μια «παγωμένη» αντί να σερβίρουμε ελληνικό σκέτο. Η ιστορία της δημιουργίας του μουσείο, η διήγηση της αξίας της συλλογής, η συγκίνηση, οι παύσεις, η ξενάγηση πήρανε σάρκα και οστά σε μια ατμόσφαιρα νοτισμένη με βύνη, λυκίσκο, καπνό και ένα ατελείωτο χαμόγελο.
«Γεννήθηκα στις 20 Ιουλίου 1958 στην ωραία Αμμόχωστο, στην ενορία Αγία Ζώνη Αμμοχώστου. Ήμαστιν έξι αδέλφια κι εγώ είμαι το κέντρο, είμαι και δίδυμος. Λόγω του πολέμου πήγαμε Ελλάδα, ήρθα το ’77 να βγάλω τον στρατό, το ’79 επέστρεψα Ελλάδα και το 1982 ήρθα μόνιμος κάτοικος Κύπρου. Τα τελευταία 29 χρόνια εργαζόμουν στο Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας.
Το μικρόβιο της συλλογής το είχα από μικρός. Λόγω της εργασίας του πατέρα μου γυρίζαμε τα χωριά και θυμάμαι πως πάντα με γοήτευαν τα παλιά αντικείμενα. Μικρός όταν έμπαινα στα σπίτια άλλων κι έβλεπα ένα τέτοιο παλιό, σκαλιστό έλεγα “πουλάς μου το θεία;” κι απαντούσαν όλες “όι γιε μου πιάστο”. Ο κόσμος ήταν διαφορετικός έδινε τα πράγματά του να «καθαρίσει» ο τόπος. Πλέον όλοι θέλουν μόνο να πουλήσουν, ακόμη και πράγματα τα οποία δεν είναι συντηρημένα ή δεν λειτουργούν ανεβάζουν τις τιμές στα ύψη και τα πουλάνε για να βγουν κι από πάνω. Μάζευα πολλά πράγματα. Παλιά κυπριακά πράγματα. Απ’ όλα. Έτσι, χωρίς λόγο, απλά μου αρέσαν. Και τα μάζευα. Δεν ένιωθα πως έχουν κάποια αξία, απλά ήταν συναισθηματικό το ζήτημα. Ήθελα απλά να τα έχω, ήθελα να τα σώσω. Να τα στεγάσω κάπου.
Συλλογές έχω διάφορες, θα της δεις εδώ. Έχω κάτι ιδέες ας πούμε κι άμα μου έρθουν θέλω να τις εφαρμόζω. Έπεσε μια φορά στα χέρια μου ένα βιβλίο για την ιστορία του κομπολογιού. Το κομπολόι το ανακάλυψε ο Μωάμεθ. Πρόσεξε πως οι πιστοί δεν προσεύχονταν και προσπάθησε να σκεφτεί έναν τρόπο για να προσεύχονται κι έτσι τους έδωσε τα κομπολόγια. Κάθε πέτρα και μία προσευχή. Κάτι σαν το κομποσκοίνι. Και πάντα να ξέρεις οι πέτρες είναι μονές. Κι όταν το διάβασα αυτό το βιβλίο άρχισα να ζητάω από τον κόσμο κομπολόγια. Να έχω ένα από παντού.
Τα αντικείμενα αυτά τα μαζεύω εδώ και χρόνια, απλά ποτέ δεν είχα ένα κατάλληλο χώρο να τα εκθέσω. Τη δεκαετία του ’90 γνώρισα κάποιους επιθεωρητές της ΚΕΟ, παλιοί σήμερα, και έκανα και κάποιες μικροδουλειές για αυτή την εταιρεία, σαν ιδιώτης. Λόγω λοιπόν αυτής της γνωριμίας και οι ίδιοι οι άνθρωποι της ΚΕΟ μου έδιναν διάφορα αντικείμενα. Κάποια τα έδινα ως δώρο παρακάτω και κάποια τα κράταγα. Το 2011, όταν ήρθα στον χώρο αυτό, και είδα πως μπορούσε να αξιοποιηθεί ο χώρος άρχισα κι εγώ να αγοράζω διάφορα πράγματα, έβρισκα μόνος μου ή ζήταγα από όσους είχαν. Τυχαία έγιναν οι γνωριμίες, ποτέ δεν σκέφτηκα “θα κάνω μία συλλογή ΚΕΟ”. Κι αφού τους γνώρισα και συνεργάστηκα μαζί τους και μ’ άρεσε και η ΚΕΟ αρκετά, ξεκίνησε όλη αυτή η σχέση. Κτίστηκε μια εκτίμηση η οποία δεν έλειψε.
Τα πρώτα χρώματα της ΚΕΟ ήταν το μπλε και το άσπρο. Κι αν με ρωτάς τα προτιμώ, γιατί θυμίζουν Ελλάδα. Και όπως βλέπεις συλλέγω ακόμη και διαφημίσεις. Αυτές όπως τις βλέπεις είναι από περιοδικό του ’57. Τα κρασιά αυτά κάποια τα βρήκα και κάποια τα αγόρασα από ένα μπακάλικο, που κυριολεκτικά τα είχε ξεχάσει. Το μπακάλικο βέβαια ακόμη εργάζεται. Αυτό εδώ το Domain Teheranne είναι πολύ καλό κρασί. Οι αμπελώνες τους ήταν εκεί που ήταν και οι στρουθοκάμηλοι, στον Αη-Γιάννη Μαλλούντας. Ωραίο κρασί.
«Αυτό είναι το πρώτο ποτήρι της ΚΕΟ για μπύρα. Ο τύπος που βλέπεις εδώ είναι ένας Αιγύπτιος ηθοποιός, ο Βίκτωρ, τον οποίο έφερε ο Μποδοσάκης, ο εφευρέτης της ΚΕΟ και έκαναν και φωτογραφίσεις».
Όταν άρχισα να φτιάχνω το Μουσείο στον κόσμο άρεσε πολύ. Οι φίλοι μου είχαν ενθουσιαστεί αρκετά. Ένας μάλιστα έβγαλε φωτογραφία, το κοινοποίησε στο Facebook και ήρθε κόσμος από την Πάφο να το δει. Η ΚΕΟ έμαθε για τον χώρο αλλά δεν ανταποκρίθηκε ιδιαίτερα. Τους είχα πει να κάνω και μουσείο, μέσω e-mail και μου απάντησαν προφορικά πως δεν είχα το δικαίωμα και έπρεπε να ανήκει στην εταιρεία. Τους ξαναέγραψα να κάνω «Όμιλο φίλων ΚΕΟ» και ακόμη περιμένω απάντηση. Δεν ήρθαν ποτέ να δουν το μουσείο.
Είμαι αρκετά ικανοποιημένος με αυτή τη δημιουργία. Με αυτό το μουσείο. Δεν το είχα υπολογίσει, δεν το είχα σκεφτεί ποτέ πως θα κάμω μουσείο και δη ΚΕΟ. Μου άρεσε η συλλογή για προσωπική χρήση, αλλά δεν το είχα σκεφτεί ποτέ.
Είμαι κάθε μέρα εδώ. Ξυπνώ το πρωί κι αντί να πάω στο καφενείο έρχομαι εδώ. Καθαρίζω, συμμαζεύω, κάθομαι το περιποιούμαι και πίνω τον καφέ μου, μόνος ή με φίλους. Και οι κατασκευές δεν τελειώνουν ποτέ. Αυτό το πήρα από τον πατέρα μου.
Την πρώτη φορά που ήπια ΚΕΟ, ήμουν πιτσιρικάς. Μπορεί να ‘μουν και 10 χρονών. Θυμάμαι ήρθες ένας θείος από την Αγγλία που έλειπε 25 χρόνια από την Κύπρο και πρώτη φορά τον έβλεπα. Κάμαμε μάζωξη κανονική να τον υποδεχτούμε και ο κόσμος έπινε, άλλοι κονιάκ και άλλοι κρασί. Λέω κι εγώ “θκειε τι να πιω;” και μου λέει “να πιεις μπύρα εσύ!”. Κι έκατσα έτσι δίπλα του για να μην φωνάζουν οι δικοί μου και ήπια μια ΚΕΟ. Βέβαια, δεν γλύτωσα από τη μάνα μου, με αγριοκοίταζε και μου κάνε νόημα “κανεί”. Στην Ελλάδα ήπια ξανά μπύρα, κι έπινα FIX. Με την επιστροφή στην Κύπρο, επέστρεψα κι εγώ στην ΚΕΟ.
Η ταμπέλα αυτή είναι με μπογιά, σε ταμπελογράφο και είναι μοναδική. Έχει και τον αριθμό της. Αυτές οι φανέλες ήταν για τις κοπέλες που έκαναν promotion και τις έβγαζε κατά καιρούς η ΚΕΟ το ίδιο και αυτές οι ποδιές που έκανε η ΚΕΟ για τις ταβέρνες αυτές. Κάποιες είναι ανοιχτές και κάποιες όχι. Και όπως βλέπεις έχει και φανέλες αθλητικές, ήταν καλός χορηγός του κυπριακού ποδοσφαίρου η ΚΕΟ. Κάποιες μου λείπουν, όπως του ΑΠΟΕΛ, της ΑΕΛ, του Απόλλων. Ζητούνται φανέλες εν ολίγοις».
Συνεχίζοντας την ξενάγηση στο μικρό αυτό καλαίσθητο μουσείο, που μυρίζει βύνη και λυκίσκο, τα μάτια του κύριου Κούσιου λάμπουν και τα μουστάκια του χαμογελάνε ταυτόχρονα. Είναι φανερή η αγάπη και το μεράκι που έχει επενδύσει στο μικρό αυτό μουσείο. Κάποια αντικείμενα, ίσως τα περισσότερα, είναι αυθεντικά ενώ κάποια άλλα, που έτυχε να σπάσουν και να «αχρηστευθούν» στο πέρας του χρόνου, βρήκανε νέα ζωή στα χέρια του ιδιοκτήτη. Κάποια άλλα, κρύβουν ιστορίες με «ρίσκο» όπως κάτι μικρά ταμπελάκια ταβέρνας που υποδεικνύουν τον αριθμό του τραπεζιού και αφού τα ζήτησε ο ίδιος ευγενικά και του αρνήθηκαν να τα παραλάβει, τα πήρε μόνος του. Ο σκοπός, όμως, αγιάζει τα μέσα, κι έτσι σήμερα βρίσκονται στο κέντρο της Λευκωσίας και συμπληρώνουν την εικόνα του αυτοσχέδιου μουσείου.
Αυτή η «πιστόλα» εδώ που βάζεις μπύρα είναι η πιο παλιά που υπάρχει. Την πήρα από το «Εναλλάξ» τη μουσική σκηνή. Ίσως να είναι κι από τη δεκαετία του ’70.
«Αν θα πιεις, να πιεις ΚΕΟ»
Καθώς προχωράμε ανάμεσα στα εκατοντάδες αντικείμενα πέφτω πάνω στο πιο γνωστό σλόγκαν της ομώνυμης μπύρας. «Αν θα πιεις, να πιεις ΚΕΟ» και ο κύριος Κούσιος δράττεται την ευκαιρία και ξεδιπλώνει την ιστορία πίσω από την ατάκα. «Η διαφήμιση αυτή δεν είναι τυχαία. Ήταν κάποτε σε ένα χωριό της Πάφου μια τουρίστρια κι αναρωτιόταν τι να πιει. Και τις απάντησε ένας «αν θα πιεις να πιεις ΚΕΟ». Τα υπόλοιπα είναι ιστορία που εμφιαλώθηκε.
Η αφήγηση συνεχίζεται και η ξενάγηση δεν έχει τέλος. Ο κύριος Κούσιος, με το μεράκι του θα συνεχίσει να συλλέγει αντικείμενα. Κι ας μην το είδαν οι ανωτέροι της ομώνυμης εταιρείας, κι ας μην το βλέπει πολύς κόσμος. Ας το απολαμβάνει ο ίδιος, οι φίλοι, οι γνωστοί και κάποιοι πιο ρομαντικοί τύποι που βρίσκουν γοητεία στα ό,τι έχει να αφηγηθεί τις μέρες και τα έργα άλλων εποχών.