Σόφη Οικονόμου | Αιχμάλωτη στις φυλακές του Ντενκτάς, 1989

Ονομάζομαι Σοφία Οικονόμου. Γεννήθηκα στο Καλό Χωριό Λεύκας, ένα μικρό χωριό, πανέμορφο, δίπλα από τη Λεύκα.

Τα χρόνια που περάσαμε στο σχολείο ήταν πάρα πολύ όμορφα, είχαμε υπέροχους καθηγητές. Ένας λόγος που αγαπώ τόσο πολύ αυτήν την πατρίδα ήταν πραγματικά οι καθηγητές μας, οι δάσκαλοί μας, που μας έδωσαν την ουσία της σημασίας της αγάπης για τον τόπο.

Εγώ ήμουν από τις τυχερές, διότι, όταν έγινε η πρώτη πορεία του 1975 που είχαν έρθει από όλο τον κόσμο συμπαραστάτες, με κάλεσε η κυρία Ήβη Μελεάγρου να πάω μαζί της στην πρώτη συνάντηση, διότι η ιδέα ήταν της Χέλεν Σωτηρίου, της γιατρού και η συνάντηση έγινε στο σπίτι της Νταϊάνας Μαρκίδου.

Απ’ εκεί ξεκίνησε η ιστορία με τις πορείες. Έλαβα μέρος σε όλες τις πορείες, εκτός από την πορεία που έγινε στα Λύμπια και στην Άχνα την ίδια μέρα. […] Μια ομάδα, εγώ, η Τούλα η Μεταξά, η Λουΐζα η Μαυρομμάτη, η Μαρίνα η Δημητρίου, η  Όλγα η Μαρουδιά και λοιπά, είχαμε άλλη ιδέα: η πατρίδα μας είναι υπό κατοχή, πρέπει να κάνουμε κάτι να δείξουμε ότι υπάρχει κατοχή.

Και σκεφτήκαμε την πορεία του Αγίου Κασσιανού, να την κάμουμε 19 του Ιούλη προς τιμήν των Ηνωμένων και λοιπά. Στον όλο σχεδιασμό μας βοήθησε ο Ανδρέας Παναγιώτου, ο δικηγόρος, ο οποίος ήταν αγωνιστής της ΕΟΚΑ, με μια άλλη ομάδα. Κάναμε όλο τον σχεδιασμό, κάναμε πρόσκληση, δεν περιμέναμε τόση ανταπόκριση. Δηλαδή, είπαμε ότι θα μαζευτούν κάποιες γυναίκες, στο «κάποιες γυναίκες» μαζευτήκαν μερικές χιλιάδες και πραγματικά ήταν κάτι το ανεπανάληπτο.

Το πρωί σηκώθηκα 05:00 η ώρα και πήγα και έτρεχα στο γήπεδο, -είχαμε νοικιασμένο σπίτι κοντά στη Σχολή Τυφλών- και έτρεχα μία ώρα στο γήπεδο για να δώσω θάρρος του εαυτού μου, διότι ήξερα ότι αυτό που πάμε να κάνουμε ήταν παρακινδυνευμένο. Δεν πήρα ούτε τσάντα, ούτε τίποτα. Φορούσα μία τζιν φούστα, κάπου έχει φωτογραφίες να τις δείτε και έβαλα κάποια λεφτά, 5-6 σελίνια τότε, μέσα στην τσέπη, λέω «μπορεί να θέλω να αγοράσω ένα ποτήρι νερό» και λοιπά.

Ο ενθουσιασμός ήταν τέτοιος που δεν μπορώ να σας τον περιγράψω. Ήμουν στα πρώτα λεωφορεία διότι κάναμε… ο σχεδιασμός ήταν να  παραπλανήσουμε κιόλας, ήμουν στα πρώτα λεωφορεία που ήταν ακριβώς για τον Άγιο Κασσιανό. Φτάσαμε εκεί, κατεβήκαμε, ανοίξαμε τα συρματοπλέγματα, μπήκαμε στην εκκλησία, ο νυν αρχιεπίσκοπος ήταν μαζί μας, και ο πρώην Κιτίου. Έκαναν την παράκληση, ψάλλαμε τον εθνικό ύμνο, γυρίσαμε, κοιτάξαμε η μια την άλλη και είπαμε «φτάσαμε μέχρι εδώ, πρέπει να πάμε και παραπέρα».

Και τρέξαμε πραγματικά από την αυλή του Αγίου Γεωργίου προς το σχολείο, και από το σχολείο προς τα κατεχόμενα, μας σταματήσαν τα Ηνωμένα Έθνη, έκαναν μια σειρά μπροστά μας. Όταν είδαν την επιμονή μας όμως, ότι εμείς δεν σταματούσαμε με τίποτα, οι Τούρκοι αρχίσαν να μαζεύονται από την άλλη πλευρά. Μας ευχήθηκαν «καλή τύχη κυρίες» τα Ηνωμένα Έθνη και αποχώρησαν. Οπότε οι Τούρκοι με ξύλα, με… δεν μπορώ να σας περιγράψω… Ήμουν από τις πρώτες που συλλήφθηκαν. Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία. Ήταν μια εμπειρία φοβερή, η συμπεριφορά τους ήταν άνευ προηγουμένου, συνέλαβαν περίπου 113 άτομα, άντρες γυναίκες, μας πήραν στο Γκαράζ Παυλίδη.

Σας λέω, ήμουν ή δεύτερη ή τρίτη που συλλάβαν. Η συμπεριφορά τους ήταν ανεπίτρεπτη. Ανεπίτρεπτη. Δεν μπορώ να σας περιγράψω την αγριότητα -βεβαίως ζήσαμε και στη φυλακή την αγριότητα- χτυπούσαν όπου έφταναν, δηλαδή κεφάλια, τραβούσαν, δεν μπορώ να σας περιγράψω τη συμπεριφορά τους. Και δυστυχώς τα Ηνωμένα Έθνη όπως πάντα… «καλή τύχη ladies».

Δεν περιμέναμε τον ξυλοδαρμό ασφαλώς, όπως δεν περιμέναμε που μάζεψαν και κόσμο. Μας πήραν όλους στο Γκαράζ Παυλίδη. Στο Γκαράζ Παυλίδη ήταν η κυρία Ελένη Βραχίμη, η οποία ήταν δικηγόρος και άρχισε να μιλά για τα ανθρώπινα δικαιώματα, εφώναζε στα αγγλικά, έχουν δικαιώματα και λοιπά και μας την εξαφάνισαν. Πήγαν την έκαναν μαύρη στο ξύλο τη γυναίκα.

Οπότε ο Μητροπολίτης Κιτίου είπε να ηρεμήσουμε λίγο τα πράγματα, διότι είχαμε και κοριτσάκια 14-15 χρονών μαζί μας. Όταν μπήκαμε στα λεωφορεία να μας πάρουν στις φυλακές, είχαν μαζέψει πλήθος.

Μας πήρανε στο Γκαράζ Παυλίδη, όλους τους συλληφθέντες. Και μείναμε αρκετές ώρες στο Γκαράζ Παυλίδη και μετά μας έβαλαν σε λεωφορεία να μας πάρουν στις φυλακές και μαζέψαν κόσμο απ’ έξω, ο οποίος μας έφτυνε, εκείνον δεν μπορώ να το δεχτώ ακόμα, τέλος πάντων. Μας χτυπούσαν… Εν τω μεταξύ δεν έφεραν τα λεωφορεία κοντά για να μπούμε αμέσως, περπατούσαμε, οπότε «ταπ ταπ». Αφού εμένα όταν με πήραν στις φυλακές και ήρθε ένας γιατρός των Ηνωμένων Εθνών -έχω ακόμα το καρούμπαλο πάνω στο κεφάλι μου- λέει «μου φαίνεται ότι έχεις πολύ γερό κεφάλι γιατί δεν έσπασε». Και μου έμεινε ακόμα, το έχω πάνω στο κεφάλι μου το χτύπημα που μου έδωσαν με το ξύλο. Και μετά μας πήραν στις φυλακές. Και οι φυλακές ήταν ένας μακρόστενος διάδρομος με κελιά απέναντι, όταν λέω κελιά ένα μέτρο με εκείνα τα παλιά κρεβάτια, -δεν ξέρω αν τα ξέρετε εσείς- τα σιδερένια, που είχαν οι γιαγιάδες μας. Χωρίς στρώμα.

Και είπαμε να βάλουμε τα μικρά κοριτσάκια μέσα στα κελιά, να βάλουμε τις ηλικιωμένες, μερικές που είχαν χτυπήσει, ήταν η Ρένα, είχε πρόβλημα με το πόδι της, την χτύπησαν στο πόδι, κούτσαινε. Τέλος πάντων… Και εγώ είπα θα μείνω απ’ έξω για να… Τρεις νύχτες καθόμουνα πίσω απ’ την πόρτα, διότι άνοιγαν την πόρτα σε ώρες… και έμπαιναν μέσα, φώναζαν για να μας ξεσηκώνουν. Σκέφτηκα ότι έχουμε κοριτσάκια 14 χρονών. Έχουμε κάποια ευθύνη. Οπότε λέω πίσω από την πόρτα και αν έχω κοιμηθεί θα ξυπνήσω και θα αρχίσω να φωνάζω και έτσι τρεις νύχτες. Μετά έγινε ένα επεισόδιο και μας πήρανε στην απομόνωση. Εγώ, η κυρία Βραχίμη και η Μαριάννα μπήκαμε στην απομόνωση και όταν λέω απομόνωση: ξεχωριστά κελιά. Το παράθυρο ήταν τόσο ψηλά που δεν έβλεπες, ένα κρεβάτι από αυτά που σας περιέγραψα προηγουμένως, σιδερένιο, χωρίς στρώμα επάνω, μια καρκόλα (το κρεβάτι στα κυπριακά). Και όταν μπήκαμε μέσα, μας έφεραν και από έναν κουβά για τις φυσικές μας ανάγκες. Και μας έφερναν το φαΐ απ’ έξω και μας το έδειχναν και φεύγαν. Για να δω ουρανό, βγήκα πάνω στο κρεβάτι για να δω αν φτάνω από εκείνο το παράθυρο. Εκείνη η εμπειρία ήταν φοβερή. Τρεις ημέρες.

Από τον φόβο μας οι περισσότερες αδιαθετήσαν. Και το πρώτο που ζητήσαμε ήταν σερβιέτες. Και πράγματι, να ‘ναι καλά η Φωτεινή Παπαδοπούλου, μέσω του Ερυθρού Σταύρου, μας έστειλε ένα ολόκληρο φορτίο σερβιέτες.

Ήταν μια πάρα πολύ άσχημη εμπειρία, αλλά όταν αποφασίσεις να κάνεις κάτι για την πατρίδα σου τα άλλα όλα δεν τα σκέφτεσαι, ούτε το ξύλο που φάγαμε, ούτε… έβλεπες… Όταν μας πήρανε στο δικαστήριο, η δικαστής ήταν γυναίκα. Και μας ρώτησε εάν παραδεχόμαστε. Και η απάντηση ήταν, των κοριτσιών των 14 χρονών και των ηλικιωμένων «μα δεν σας αναγνωρίζουμε για να απαντήσουμε στις ερωτήσεις σας». Οπότε αντιλαμβάνεστε ότι ήταν μια απόφαση ψυχής ουσιαστικά. Για όλους. Στις 6 ημέρες απελευθέρωσαν τις μικρές, ύστερα κάποιες ηλικιωμένες και εμείς ήμασταν οι τελευταίες.

Εντάξει μπήκαμε στο λεωφορείο, μεσάνυχτα. Μας πήρανε στο αρχηγείο αστυνομίας. Τότε αρχηγός αστυνομίας ήταν ο κύριος Φρίξος Γιάγκου, ένας υπέροχος άνθρωπος. Το πώς μας υποδέχτηκε δεν μπορώ να σας περιγράψω. Πέρασα από τους γονείς μου, τους είδα, είπα «είμαι καλά». Η μαμά μου μου είπε «αδυνάτισες πάρα πολύ» -έχασα 18 κιλά. Τέλος πάντων… Εντάξει… Και πήγαμε στον κυκλικό κόμβο του αεροδρομίου. Χιλιάδες ο κόσμος, χιλιάδες κόσμος. Λοιπόν… Η υποδοχή που μας έκαναν δεν μπορώ να σου περιγράψω, δεν μπορώ παιδιά να σας περιγράψω. Ο κόσμος ήταν τόσο ευτυχισμένος και η ερώτηση ήταν «πότε θα κάνουμε άλλην πορεία», αυτή ήταν η ερώτηση.

Εκείνο που θέλω να σας πω, σαν νέα γενιά, να μάθετε την ιστορία αυτού του τόπου, να αγαπάτε αυτόν τον τόπο, να είσαστε αλληλέγγυοι με τους ανθρώπους και να μην ξεχάσετε ποτέ ότι πρέπει να ελευθερωθεί η πατρίδα μας.

____________________________________

©People of Cyprus | 16 Ιουνίου, 2024

Πληροφορήτρια: Σόφη Οικονόμου

Επιμέλεια/Έρευνα: Ιλιάνα Κουλαφέτη

Συνέντευξη: Βαλεντίνη Σταύρου

Φωτογραφία: Ανδρέας Κίσσας

Απόδοση στην κοινή νεοελληνική: Στέλλα Σοφοκλέους

*Ιδιαίτερες ευχαριστίες στη δημοσιογράφο της City Free Press Άντρια Γεωργίου