Κείμενο/ Φωτογραφίες: Χρήστος Μιχάλαρος
Ο Αιμίλιος είναι λούστρος. Γρήγορος, προσεκτικός και νευρώδης. Παρά την μάλλον «στρογγυλή» του εμφάνιση, οι κινήσεις του είναι χειρουργικές και σβέλτες.
Τον συνάντησα μια Κυριακή πρωί στο ξεκίνημα της οδού Λήδρας, εκεί που τα περιστέρια έχουν κάνει κατάληψη διαρκείας τόσο στα πεζοδρόμια, όσο και στα δέντρα και στους πασσάλους από πάνω. Έβαφε τα παπούτσια του κύριου Χριστάκη, ο οποίος αστειευόταν μαζί τού επί προσωπικού. Ο Αιμίλιος γελούσε και σχολίαζε σε σπαστά κυπριακά.
Δεν μιλάει πολύ, γενικώς. Κι όταν μιλάει, τα μισά τα λέει γελώντας. Λίγα τα συμπεράσματα.
Μετά από λίγη ώρα εξοικειωνόμαστε και αρχίζουμε τα αστεία. Ο διπλανός μου τον πειράζει. «Έχεις καμιά φιλενάδα ρε;».
«Έχω πολλές. Αλλά όχι στο κρεβάτι. Στην καρδιά και στο μυαλό. Ο Θεός είπε: μια γυναίκα μόνο να έχεις στο κρεβάτι, όχι πολλές», απαντάει αφοπλιστικά.
Ήρθε στην Κύπρο πριν από πολλά χρόνια μαζί με τη γυναίκα του από τη Βουλγαρία. Έχει δυο παιδιά, μεγάλα. «Πόσο μεγάλα ρε Αιμίλιε, πόσο τα έκανες, στα 15 σου;». Ξεκαρδίζεται στα γέλια.
Βάφει παπούτσια. Πιστεύει στον Θεό στον οποίο προσεύχεται συνεχώς και σταυροκοπιέται. Όταν δεν περιποιείται τα παπούτσια των περαστικών έναντι του (ταπεινού;) ποσού των δύο ευρώ το ζευγάρι, διαβάζει «θεία κείμενα», αγνώστου προελεύσεως, από χειρόγραφες σημειώσεις στα βουλγαρικά. Δεν ξέρει να διαβάζει ελληνικά. Δίπλα του έχει μια ζυγαριά για να ζυγίζονται οι περαστικοί. Με το αζημίωτο βεβαίως, 40 σεντ.
Στο παιδικό καρότσι που είναι πάντα μαζί του, έχει μόνο τα απαραίτητα. Διακρίνω ένα τσαντάκι με τα θεία κείμενα, μια καφέ τσάντα ώμου, μια πλαστική σακούλα σούπερ μάρκετ με τρόφιμα και λίγο νερό. Κάθεται σε ένα καρεκλάκι σαν βγαλμένο από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου μιας άλλης, πολύ περασμένης εποχής. Αριστερά του ένα χαρτόκουτο αναψυκτικού με τα εργαλεία και τις βαφές: βούρτσες, χρώματα, γυαλιστικά υγρά και αλοιφές από κερί. Ο ίδιος φοράει αθλητικά παπούτσια.
«Πιστεύεις στον Θεό;», με ρωτάει. «Να πιστεύεις, ο Θεός μας αγαπάει, είναι μεγάλος, μας αγαπάει. Περίμενε να δεις», μου λέει. Σκαλίζει μέσα στον φάκελο και μου δίνει ένα βιβλίο με τίτλο «Η επί του όρους ομιλία», της άγνωστής μου συγγραφέως Ελένης Γ. Χουάιτ.
«Εσύ δεν πληρώνεις, που λόου μου», τονίζει χαμογελαστά. Δέχομαι το δώρο.
Πίσω μας, στην Πλατεία Ελευθερίας, περνάει η πομπή που συνοδεύει τον Αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μαργαρίτη Σχοινά. Μαζί του μια ορδή από Αστυνομικούς, ο Δήμαρχος της πόλης, διάφοροι εκπρόσωποι θεσμών και παρατρεχάμενοι. Επισκέπτονται το έργο της Πλατείας, αλλά όχι το οδόφραγμα της Λήδρας, όπως αρχικά πιστέψαμε.
– Αιμίλιε, αν περάσει από εδώ ο Σχοινάς θα του φωνάξω να του βάψεις τα παπούτσια.
– Ποιος είναι αυτός;
– Ο Αντιπρόεδρος όλης της Ευρώπης.
– Μουχτάρης;
– Κάπως έτσι, μουχτάρης της Ευρώπης. Θα τον φωνάξω εγώ να έρθει κι εσύ θα τον περιποιηθείς. Θα σου πληρώσω εγώ, όχι δύο, αλλά πέντε ευρώ. Κι άλλα πέντε ο κύριος Χριστάκης.
– Ωωωωω, θα βγάλω λεφτά!
Τελικά, δεν έβγαλε, ο μουχτάρης της Ευρώπης δεν πέρασε ποτέ. Ο Αιμίλιος δεν φάνηκε να σκοτίζεται. Άνοιξε ξανά τα θεία κείμενα και ρίχτηκε στο διάβασμά του αδιαφορώντας -με το δίκιο του- για Ευρώπες και μουχτάρηδες που έτυχε να περνάνε από το κέντρο της Λευκωσίας, μια ηλιόλουστη Κυριακή του Φλεβάρη σαν κι ετούτη.