Κείμενο: Ιλιάνα Κουλαφέτη
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, μέρα που βγαίνουν έξω οι καλικάτζαροι και γεμίζει η Κύπρος και η Ελλάδα, απ’ άκρη σ’ άκρη μελωμένο αλεύρι και ζάχαρη ήτοι λοκμάδες, θυμάμαι τον κύριο Κυριλλή. Την επιτομή του λουκουμά, το συνώνυμο της ημέρας, τον άνθρωπο που επί δεκαετίες γλύκαινε ουρανίσκους και ουρανίσκους -μετά βέβαια από ένα περιποημένο σάντουιτς από τον Γιαπανά (μα για τον Γιαπανά θα επανέλθουμε σε άλλη ιστορία)-.
Ο κύριος Κυριλλής, που ήταν άνθρωπος ωραίος, μάς άφησε πριν από κάποια χρόνια, μα είχα την ευκαιρία λίγο πριν μεταφέρει τη μεγάλη κολυμβήθρα στην οποία βάφτιζε την κυπριακή «μελοποιία» στους ουρανούς, να τον γνωρίσω και να μου πει ποιο είναι το μυστικό του καλού λουκουμά και πώς ένα τζουκ μποξ τον έβγαλε στο κουρμπέτι της ζάχαρης.
Αν έδινα έναν -μακρόσυρτο- τίτλο στην ιστορία που θα σας αφηγηθώ, θα ήταν ο εξής λοιπόν «Κυριλλής, ο πολυμήχανος. Ο θρυλικός λουκουματζής της Λευκωσίας που το 1967 άφησε τα τζουκ-μποξ και βάλθηκε να γλυκάνει τη Λευκωσία, και όχι μόνο. Το όνομά του συνδέθηκε με το παλιό ΓΣΠ και μαζί με τον Γιαπανά έγραψαν τη δική τους ιστορία στην πόλη».
Η ιστορία (όπως μού την αφηγήθηκε η κόρη του) ξεκινά γύρω στη δεκαετία του ’40, όταν ο Κυριάκος Ιωάννου από τη Ζώδια, που βλέπετε στην πρώτη φωτογραφία, γνωστός ως Κυριλλής (ο πρώτος), ζήτησε άδεια να ανοίξει ένα λουκουματζίδικο στην περιοχή του (παλιού) ΓΣΠ.
«Άνοιξε το κατάστημα, έγινε φημιστός τζιαι εδούλευκεν το κατάστημα με δικούς του ανθρώπους. Κάπου εκεί έκαμεν και τη γνωριμία με τον παπά μου (ο δεύτερος) για ένα τζουκ μποξ. Όταν ήρθαν τα πρώτα τζουκ μποξ στην Κύπρο, ο παπάς μου από μηχανοδηγός εγνωρίστηκε με κάποιον κι αρκέψαν να τα φέρνουν μαζί.
Έδιναν σε καφενεία, σε λέσχες, σε κέντρα και επήρεν και ένα στον γέρο-Κυριλλή. Σιγά σιγά κι αφού εγνωριστήκαν καλά, επρότεινεν του να συνεταιρέψουν. Ο γερο-Κυριλλής, ήταν και κάποιας ηλικίας και έθελεν βοήθεια. Ο παπάς μου εδέχτηκεν, ήταν ένας άνθρωπος ανοιχτός σε όλες τις προτάσεις. Ήταν πολυμήχανος. Έτσι, το 1965 ξεκίνησε η συνεργασία τους. Δυο χρόνια μετά όμως, ο Κυριλλής επρότεινεν του να το πουλήσει, να το αναλάβει ο παπάς μου».
Από το 1967, ο δεύτερος Κυριλλής, ανέλαβε την επιχείρηση. Άφησε τα τζουκ μποξ, κατέβασε την οικογένειά του από το Παλαιχώρι και βάλθηκε να γλυκάνει τη Λευκωσία και όχι μόνο για τα καλά.
Στο μεταξύ μυστικό για καλούς λουκουμάδες δεν μου είπε, μα μου είπε πως για λουκουμάδες έρχονταν όλοι.
«Είχε κίνησην πολλή. Από όλη την Κύπρο, Κερύνεια, Αμμόχωστο, Λευκωσία.Ούλλοι κι από όλες τις κοινωνικές τάξεις, όλα τα πορτοφόλια. Με κουστούμια και με στολές εργασίας. Θυμούμαι ότι κι εμείς επηαίναμεν και τα τέσσερα παιθκιά κάθε μέρα. Εν είχαμε ωράριο».
Και μάλλον το μυστικό του καλού λουκουμά και της σωστής καντίνας είναι να είσαι εκείνος που μπορεί να τους φτάνει όλους στο ίδιο επίπεδο μόλις περάσουν το κατώφλι του.