Κείμενο: Ιλιάνα Κουλαφέτη
Φωτογραφίες/βίντεο: Χρήστος Μιχάλαρος
Ο Μάριος Νικολαΐδης μπήκε στη ζωή μου μαζί με τη μεγαλύτερή της αλλαγή -δηλαδή, τον αδελφό του. Αν έπρεπε να δώσω τρεις λέξεις για να τον περιγράψω θα έλεγα αενάως ανήσυχος (και) δημιουργικός.
Γεννημένος και μεγαλωμένος στη Λευκωσία, σε μια οικογένεια που επέμενε (και επιμένει) να τον στηρίζει και να του δίνει να χώρο και χρόνο να εξελίσσεται, μάλλον η μουσική ήταν το πεπρωμένο του (κι είναι γνωστό πως το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο).
Κάποια στιγμή, με αρκετά νηφάλια σκέψη, είχε πει στον Μιχάλη Μιχαηλίδη και στη City Free Press, με αφορμή τον πρώτο προσωπικό του δίσκο «Αφήνω την ψυχή μου» που κυκλοφόρησε με την μπάντα Marios Nicolaides Trio ότι «Χρειάζεται αγάπη και υπομονή απ’ όλες τις μάνες και νέους του κόσμου, να εκφράζουμε όσο μπορούμε και όπως μπορούμε την αλήθεια μας ο ένας στον άλλον κι ο χρόνος θα περάσει κι η μάνα μας θα πνάσει! Το ίδιο κι εμείς!». Κι όντως πρέπει καμιά φορά, σκέφτομαι, πως είναι ανάγκη να «πνάζουμε», να παίρνουμε χώρο και χρόνο, να δίνουμε χώρο και χρόνο.
«Η μουσική και η δημιουργία ήρθε και με βρήκε σαν βαθιά επιθυμία γύρω στα 5-6 μου χρόνια, όταν άρχισα να ζητώ επίμονα από τους γονείς μου ένα πιάνο», μου λέει και βεβαιώνομαι πως όντως δεν αποτελεί κλισέ το ότι η κλίση καμιά φορά σε βρίσκει από τα μικράτα σου. Μετά, λοιπόν, από μπάντες, τραγούδια, σπουδές στη Βοστόνη, πειραματισμούς, ένα ντουέτο με το όνομα Primal Feelings και ένα συγκρότημα με το όνομα Marios Nicolaides Trio, ηχογραφήσεις, video-clip, ηλεκτρονικούς και παραδοσιακούς ήχους, ο Μάριος βρέθηκε στην Αθήνα για να μπορεί να «πνάσει».
«Κι αν δεν υπήρχε μουσική πώς θα έμοιαζε η ζωή μας;», τον ρωτάω. «Νομίζω δεν θα κατοικούσαμε στον πλανήτη γη, αλλά σε κάποιον άλλον. Ίσως να μην ήμασταν ούτε καν άνθρωποι, μα κάτι άλλο. Μπορεί να μην υπήρχαμε καν. Να ήμασταν ας πούμε κάποιο χημικό στοιχείο. Ένα μέταλλο στο χώμα για παράδειγμα».
Κι όντως, χωρίς τη μουσική στη ζωή μας, πώς θα υπήρχαμε.
«Στην Ελλάδα με έφερε ένα κάλεσμα. Γνώρισα καθηγητές και ανθρώπους, μέλη μιας ομάδας έρευνας στην ανθρώπινη φωνή, που μελετούσανε σε βάθος κάτι το όποιο έψαχνα καιρό να βρω και να μελετήσω.
Επιπρόσθετα σε αυτό, στην απόφασή μου να πάω στην Ελλάδα έπαιξε ρόλο και το παιδικό μου όνειρο, να μπορέσω να συμβάλω κι εγώ δηλαδή στο προχώρημα της ελληνικής μουσικής και του ελληνικού τραγουδιού.
Όσον αφορά τις μουσικές διαφορές μεταξύ των δύο χωρών, έχουνε να κάνουνε καθαρά με τον πολιτισμό τους. Στην Αμερική, που είναι σχετικά «νέα» χώρα, οι μουσικοί είναι σε μια συνεχόμενη διαδικασία σύμπραξης πολλών μουσικών παραδόσεων, πειραματίζονται, σπάνε συνεχώς τους κανόνες, παρουσιάζουν κάθε χρόνο νέες μουσικές μορφές.
Στην Ελλάδα εντοπίζω μια πάλη μεταξύ του πειραματικού στοιχείου και της προσπάθειας για καινοτομίες στη μουσική, με τη μελέτη, την κατανόηση και τη διάσωση του ελληνικού πολιτισμού και των μουσικών του παραδόσεων, με αποτέλεσμα οι νέες μουσικές μορφές να εμφανίζονται εδώ κάθε δέκα χρόνια περίπου.
Δυσκολεύομαι να αντιληφθώ τις έννοιες επιτυχία και αποτυχία. Με το λίγο που καταλαβαίνω, θα τολμήσω να ονομάσω την επιτυχία χαρά και την αποτυχία λύπη. Στις στιγμές της χαράς μου λοιπόν (επιτυχία), γίνομαι πιο κοινωνικός, επικοινωνιακός, μοιράζομαι τον χρόνο μου και τις χαρούμενες σκέψεις μου με άλλους ανθρώπους, οραματίζομαι με χαρά το μέλλον και προσπαθώ να είμαι κοντά σε αγαπημένα μου πρόσωπα. Στις στιγμές της λύπης μου (αποτυχία), δεν φοβάμαι ούτε ανησυχώ πλέον όπως παλιά. Αντιλαμβάνομαι πως μου δίνεται η ευκαιρία να ηρεμήσω σε τέτοιες στιγμές, να χαλαρώσω, να σιωπήσω, να περάσω ποιοτικό χρόνο μόνος μου και να αφήσω το σώμα και το μυαλό μου να αφαιρέσει όποια παλιά μου ιδέα, η οποία πλέον δεν εξυπηρετεί τη ζωή και την εξέλιξή μου.
Παραμένει μυστήριο για μένα η ερώτηση «από τι εμπνέεσαι». Δεν μπορώ να πω ότι εμπνέομαι από κάτι συγκεκριμένο, αλλά προσπαθώ να ζω τη ζωή μου με τρόπους και αρχές που να μου επιτρέπουν να εμπνέομαι.
Πιστεύω όλοι μας φέρουμε ευθύνη απέναντι στην κοινωνία. Δεν το απαιτώ από αυτούς, αλλά εύχομαι οι καλλιτέχνες που γνωρίζουν πως μια μεγάλη μερίδα κόσμου τους ακούει να δουλεύουν καθημερινά με τον εαυτό τους, με το βλέμμα στην παγκόσμια αγάπη, στην ισότητα, στη δικαιοσύνη. Αυτή η αφοσίωσή τους θα φροντίσει να δημιουργήσει τέχνη που εμψυχώνει, τέχνη που θεραπεύει, τέχνη που συμπαραστέκεται, τέχνη που ενεργοποιεί χαρά και ανθρωπιά.
Ταξιδεύοντας τόσα χρόνια στο εξωτερικό, όταν σκέφτομαι τους ανθρώπους της Κύπρου, θυμάμαι αυτόματα τους παιδικούς μου φίλους και συγκεκριμένα τα χρόνια μου στο Λύκειο. Μου πήρε καιρό να το καταλάβω, αλλά ευτυχώς κατάλαβα πόσο τυχερός ήμουνα που μεγάλωσα ανέμελα και μοιραζόμουν τις στιγμές μου, τα πάθη μου, τις αλήθειες μου με φίλους και φίλες που με αγαπούσαν και με αποδέχονταν για αυτό που είμαι.
Μάθαμε ουσιαστικά «παρέα» να αγαπάμε, να ερωτευόμαστε, να παίζουμε, να προχωράμε. Είναι ύμνος στους φίλους μου αυτό το κομμάτι και σηματοδοτεί τη στροφή μου, ή την επιστροφή μου καλύτερα, σε αυτούς, σε όλους τους ανθρώπους που αγαπώ και με αγαπούν. Για να μπορέσω να προσφέρω αγάπη μέσω της τέχνης μου, πρέπει πρώτα απ’ όλα να αγαπώ τους δικούς μου ανθρώπους. «Θα τα βρούμε παρέα λοιπόν»!