Κείμενο/Φωτογραφίες: Χρήστος Μιχάλαρος
Η Στέλλα Μαλούπα είναι σήμερα 74 ετών. Δεν είχα ξανακούσει ποτέ για εκείνη κι αυτό της φάνηκε παράξενο. Γιατί; Γιατί έβγαινε στο ΡΙΚ κι έκανε «μαγειρικές», μου είπε μεταξύ σοβαρού κι αστείου. Γέλασα. Εν πάση περιπτώσει, την συνάντησα τυχαία στα Σπήλια, μια ηλιόλουστη Κυριακή. Είχε στήσει τον πάγκο της και πουλούσε παστέλια. Φαν του παστελιού, του λόγου μου, δοκίμασα και δάκρυσα. Ήταν όντως το πιο νόστιμο, φρέσκο και ισορροπημένο παστέλι που είχα δαγκώσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ακόμα είναι.
Η κυρία Στέλλα μοιάζει να είναι μια γυναίκα που δεν σταματάει, αυτή την εικόνα τουλάχιστον μου έδωσε στη σύντομη γνωριμία μας. Εκείνη πίσω από τον πάγκο κι εγώ μπροστά, πλάι σε μια ουρά από κόσμο που πύκνωνε κι αραίωνε με την ώρα, ψώνιζε παστέλι κι επέστρεφε στον περίπατό του.
«Έζησα τα χρόνια πολύ δύσκολα, αλλά ήταν ευχάριστα χρόνια γιατί η μάνα μου είχε τέχνη, ήταν μαμή. Γύριζε τα χωριά, δεν είχε εμπιστοσύνη να με αφήσει οπουδήποτε κι έτσι ήμουν καβαλικεμένη πάνω στο γαϊδούρι και την συνόδευα στα χωριά που ξεγεννούσε τις γυναίκες. Αλλά δεν ήμουν μέσα την ώρα της γέννας, ήμουν στην κουζίνα με τις άλλες γυναίκες που έκαναν δουλειές. Σαν σφουγγάρι τραβούσα ό,τι έβλεπα. Λες και ήταν φωτογραφία. Ό,τι μαγείρευαν τα ξεσήκωνα. Ό,τι έβλεπα, γύριζα και τα έκανα στο σπίτι μόνη μου, αν και ήμουν μωρό», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με την ίδια και με κάποιους πρόχειρους υπολογισμούς που έκανε επί τόπου με το μυαλό, έμαθε να μαγειρεύει όταν ήταν ακόμα βρέφος, κι έτσι το «από πάντα» της έχει υπαρξιακό νόημα. Λες και όλη της η ζωή εκτυλίχθηκε πάνω από μια κατσαρόλα ή δίπλα σε κάποιον φούρνο στον οποίο μπαινοβγαίναν ταψιά γεμάτα γεύσεις, μυρωδιές κι εμπειρίες ζωής.
«Η μάνα μου ήταν ορφανή και δεν ήξερε να μαγειρεύει, τα φαγητά μας τα έκανε σώζουμα, όχι καλά ψημένα και δεν μου άρεσαν. Άμα σου πω ότι ήμουν τεσσάρων χρονών και ήξερα κι έκανα σούπες… τώρα που πάω στις τηλεοράσεις και με ρωτούν ποιο φαΐ μου αρέσει παραπάνω, πολλές φορές ντρέπομαι να τους πω ότι μου αρέσουν οι σούπες. Και ξέρεις, οι σούπες που κάναμε ήταν με το ρύζι και με λεμόντουζο (σ.σ. κιτρικό οξύ κατάλληλο για μαγειρική), δεν είχαμε λεμόνια τότε στην Κύπρο, μόνο στη Λάπηθο. Καμιά φορά έφερναν και ανταλλάσσαμε προϊόντα με σιτάρι, κριθάρι, φασόλια, μποστανικά και παίρναμε λεμόνια», περιγράφει.
Ρωτάω πράγματα για την καταγωγή της. Η ιστορία της διακόπτεται κάθε λίγο και λιγάκι από κάποιον πελάτη που ζητάει παστέλι. Όταν επιστρέφουμε στην αφήγηση, δεν επιστρέφουμε στο ίδιο σημείο ούτε με τον ίδιο ρυθμό. Κι αυτό κάνει τα πράγματα και την περίπτωση της κυρίας Στέλλας απείρως γοητευτικά μεσούσης της επίσκεψής μας στα Σπήλια.
«Είμαι από το κατεχόμενο τώρα χωριό Αργάκι όπου σμιγούμαστε με τους Τούρκους, ήμαστε φίλοι γιατί τους ξεγεννούσε η μάνα μου, εμένα μου είχε μάθει να τους βάζω ενέσεις. Ύστερα, όταν τελείωσα το γυμνάσιο και δεν με άφηνε να πάω στην Ελλάδα να σπουδάσω, έμαθα να κάνω όλες τις δουλειές: να χτίζω, να σοβατίζω, να μπογιατίζω, να μαγειρεύω, τελείωσα κομμώτρια, πήγα κι έμαθα ράψιμο με γεωμετρία στον καλύτερο, στον Ρωσσίδη, έμαθα ξυλογλυπτική, ζωγραφίζω ακόμα. Αυτό είναι το ταλέντο μου, η ζωγραφική. Η άντρας μου, μού το λέει πολλές φορές. Έξι μήνες πήγα να δω πώς ζωγραφίζουν κι έκανα έτσι πίνακες (δείχνει το μέγεθος με τα χέρια της, αρκετά μεγάλο μπορώ να πω…)».
Ποια είναι όμως η ανθρωπογεωγραφία της οικογένειάς της;
«Παντρεύτηκα στο Αργάκι, έκανα χωριάτικο γάμο. Μη νομίζεις, με προξενιό παντρεύτηκα, αλλά πέτυχε ο γάμος. Τον αγαπώ πάρα πολύ τον άντρα μου, έκανα και τρία παιδιά μαζί του. Η μια η κόρη μου είναι φαρμακοποιός, η άλλη είναι έμπορας και ασχολείται με τα οδοντιατρικά μηχανήματα και ο γιος είναι καπετάνιος. Η μάνα μου, μετά τον γάμο, μας έχτισε στη Λευκωσία στον Άγιο Δομέτιο, μέσα στον κύριο δρόμο. Μας έδωσε προίκα καταστήματα, αλλά είχα και πολλή περιουσία στο Αργάκι, αλλά μας τα πήραν οι Τούρκοι. Δεν το χωνεύω αυτό το πράμα…», τονίζει εμφατικά.
Πίσω στη μαγειρική. Έχω ένα κάρο ερωτήματα, αλλά η συζήτηση όσο πάει και δυσκολεύει. Ποιο είναι το καλύτερο φαγητό που ξέρει να κάνει; Μαγειρεύει και ξένες συνταγές, πέρα από τις παραδοσιακά κυπριακές;
«Όλα τα φαγητά όταν κάτσεις να τα μαγειρέψεις και δεν μείνεις στα τετριμμένα γίνονται ωραία. Θέλει χαμηλή φωτιά, υπομονή και φαντασία. Κάθε χώρα έχει τις γεύσεις της. Δεν μπορώ εγώ τώρα να πάω να βάλω όλα εκείνα τα φαγητά που βάζουν στις Αραπιές ή στην Ασία ή στην Πολωνία. Κάθε χώρα είναι με το κλίμα της και το στομάχι των ανθρώπων, όπως είναι μεγαλωμένοι», απαντά.
Της βάζω λοιπόν ένα κουίζ: έστω ότι διαλέγει ένα από τα πολλά φαγητά της Κύπρου για να το σερβίρει σε κάποιον ξένο, ώστε εκείνος να καταλάβει ποια είναι η ταυτότητα το νησιού. Δεν μένει σε ένα. Δεν μπορεί. Διαλέγει δύο.
«Είναι τα αφέλια. Αλλά και ο τραχανάς, σούπα με ξινό γάλα και πουργούρι που είναι πολύ ωφέλιμος και ωραίος. Ένα ποτήρι σούπα τραχανά να φας το πρωί και σε κρατάει όλη μέρα. Αυτό δεν το ξέρουν οι ξένοι αυτό», λέει με ύφος σχεδόν κλείνοντας το μάτι.
Το μάτι μου πέφτει πάνω σε τρία βιβλία τα οποία έχει στημένα όρθια, για να τα βλέπουν οι πελάτες που πλησιάζουν να δοκιμάσουν ή να αγοράσουν παστέλι. Πώς όμως μπήκε στη ζωή της η δημοσιότητα;
«Μια δημοσιογράφος πήγε στον Δήμαρχο της Λευκωσίας και του ζήτησε αν έχει καμιά κοπέλα που να κάνει τους παραδοσιακούς λοκμάδες. Κι επειδή ο άντρας μου ήταν φαρμακέμπορας και γνωρίζονταν, συνεργάζονταν, έφεραν εμένα. Εγώ δεν ήξερα ότι ήθελαν να με βγάλουν στις τηλεοράσεις. Πήγα πράγματι, μίλησα για τα έθιμά μας όταν ήμασταν μωρά, για τα Φώτα, πώς κάναμε τους λοκμάδες και τα σιάμισι. Ξέρεις, οι λοκμάδες τότε δεν ήταν όπως τώρα που βάζεις τη μαγιά και αμέσως φουσκώνει. Τότε βράζαμε πατάτες και το ζουμί το χρησιμοποιούσαμε για να ζυμώσουμε τους λοκμάδες. Τέλος πάντων, ήθελαν να με βάλουν να κάνω μαγειρικές σε εκπομπές αλλά εμένα δεν με έβγαλε η μάνα μου έξω να δουλέψω για να πάω να τα λέω στις τηλεοράσεις. Τελικά τελείωσα το γυμνάσιο Μόρφου. Είχα πάρα πολλούς καθηγητές από την Ελλάδα, σπουδαίους καθηγητές. Οι Εγγλέζοι μας έκλειναν το σχολείο και οι καθηγητές μας έπαιρναν στο σπίτι και μας έκαναν μάθημα», λέει.
Όμως η δημοσιότητα ήρθε τελικά, της λέω…
«Κάποια στιγμή άρχισαν να με πιέζουν πολύ να βγω στο γυαλί. Έλεγαν στον άντρα μου “άντε, Χαρίλαε, πείσε την γιατί ο κόσμος είναι διψασμένος για τέτοια”. Βγήκα λοιπόν και τους έδειχνα να κάνουν διάφορες πατέντες στην κουζίνα για να γίνονται καλά τα φαγιά. Μετά από αυτό, άρχισε ο κόσμος και μου τηλεφωνούσε κι αυτό μου έδωσε θάρρος, μου άρεσε. Με ζητούσαν και όλα τα κανάλια. Ακόμα, αν στις εκπομπές έχουν να κάνουν γλυκίσματα παραδοσιακά δύσκολα, με καλούν και τους τα κάνω εγώ», αναφέρει.
Στο μεταξύ τα πράγματα στα Σπήλια κυλούν ομαλά: κόσμος πάει κι έρχεται και αγοράζει παστέλι όσο εμείς μιλάμε. Ο νόμος της αγοράς σε αρμονία με τον νόμο της περιέργειας που με διακατέχει. Διερωτώμαι όμως, τόσα καλά πράγματα ξέρει να φτιάχνει, το παστέλι πώς προέκυψε;
«Με πήραν από το Πανεπιστήμιο Κύπρου να με τιμήσουν. Μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Ήθελαν όμως να τους κάνω κι ένα έδεσμα, ένα γλυκό. Τους έδωσα το βιβλίο με τη μαγειρική μου, τους λέω μετροφυλλίστε το κι ό,τι σας κάνει θα σας το φτιάξω. Διάλεξαν το παστελάκι. Τους άρεσε πάρα πολύ. Στην επόμενη εκδήλωση που έκαναν με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν να πάρω εκεί το παστελάκι μου και τα βιβλία μου να τα πουλώ. Λεφτά; Πολλά λεφτά… όμως το παστελάκι δεν το κάνω όπως οι άλλοι. Το μυστικό είναι ο ξυλόφουρνος. Κασιανίζω τις κούννες στον ξυλόφουρνο, κασιανίζω και το σισάμι τα οποία όμως είναι καλής ποιότητας, δεν πρέπει να βάζεις κούννα ή σισάμι που να είναι τανγκά. Ξέρεις τι σημαίνει τανγκά; Είναι τα μπαγιάτικα, η γεύση τους έχει χαλάσει. Εμένα δεν έχουν καθόλου συντηρητικά μέσα», εξήγησε.
Καθώς μιλάμε παρατηρώ την ποδιά της. Λέξεις και ονόματα της οικογένειάς της ραμμένα σε άσπρο ύφασμα με διάφορες, χρωματιστές κλωστές. Από τους ανθρώπους που έμειναν, διευκρινίζει, μόνο ένας είναι πλέον ζωντανός.
Γενικός τίτλος: Στέλλα Μαλλούπα, οι ρίζες μου απ’ τη Κληρονομία.
Άλλα κεφαλαία, άλλα μικρά, όλα με το χέρι. Πώς αλλιώς άλλωστε;
Της ζητώ να μου διαβάσει το ποίημα που κλείνει την υπερπαραγωγή της ποδιάς. Δικό της, ασφαλώς.
«Σε όλους που ‘ναι ζωντανοί
λαλώ τους ένα μπράβο
κι εγιώνι στα ονόματα
ευχαριστώ θα γράψω.
Σ’ αυτούς που επεθάνασι
αιωνία τους η μνήμη
αφήνω μας ενθύμιο
τζιαι μιάλες αναμνήσεις»