Κείμενο/Φωτογραφίες: Ιλιάνα Κουλαφέτη/Χρήστος Μιχάλαρος
«Πιάσε και την πετσέτα», ακούστηκε κάπως επιτακτικά μια φωνή, μα μέσα στην πρώτη καλοκαιρινή ραστώνη του Ιούνη -που δεν μπορεί με τίποτα να συγκριθεί με εκείνη του Αυγούστου, γιατί είναι ακόμη πιο «δραστήρια»- πετάξαμε τις άμμους από τα πέδιλα και κινήσαμε να αφήσουμε την παραλία που φιλοξένησε το πρώτο μπάνιο.
«Για που;», στραφήκαμε ο ένας στον άλλο, και η αλήθεια είναι πως κάπου ενδόμυχα όλοι γνωρίζαμε λίγο-πολύ πώς πρέπει να λήξει μια κυριακάτικη βόλτα. «Όπως ερχόμασταν είδαμε μία ταβέρνα με την επιγραφή “Πενταδάκτυλος”», ακούστηκαν δύο φωνές και παρόλο που χαθήκαμε το ένστικτο επέμεινε: στην ταβέρνα «Πενταδάκτυλος» θα ακούγαμε καλές ιστορίες, θα τρώγαμε καλό κλέφτικο και θα απολαμβάναμε παγωμένες μπύρες, για να σηματοδοτήσουμε το αθάνατο κυπριακό καλοκαίρι μια και καλή.
«Κοπιάστε», ακούστηκαν κι οι δυο φωνές, με μάτια που χαμογελούν κάτω απ’ τη μάσκα. Ο κύριος Ξάνθος και η κυρά Μαρία διατηρούν τον «Πενταδάκτυλο» στην Κοφίνου από το 1976, όντας και οι δύο πρόσφυγες από τον Άγιο Αμβρόσιο.
«Όι, εννεν που το ’74 που ήρτα δαμέ, εν που το ’76, γιατί πριν ήμουν ναύτης πας στα καράβια και εγύρισα τον κόσμον ούλλο. Όταν εγίνηκεν το πραξικόπημα ήμουν Βραζιλία τζιαι έμαθά το που τσει κάτω. Τζιαι εν θα ξιάσω, μόλις εμαθεύτηκε μετά το πραξικόπημα η εισβολή, είχαμεν έναν Τουρκοκύπρια μαζί μας, τον Οσμάν. Άντα τζι άκουσεν ο Οσμάν για την εισβολή εφοήθηκεν ο γέριμος τζι επήεν τζι εκλειώθην μες στην κάμαρή του. Εχτύπουν του, εχτύπουν του να φκει τίποτε. Άμμα τον έφκαλλα έξω είπεν ομυ εφοάτουν που τους καλαμαράες του πλοίου. “Άτε ρε Οσμάν έφκα έξω”, λαλώ του “τζι εν έσσει τίποτε”. Ήταν να τον πέψουν να πάει Τουρκία “μα, τι να κάμω Τουρκία”, ελάλεν μου “να με στείλουν Κύπρο στρατιώτη να παίζω κόσμο; Στείλτε με Αγγλία που έχω συγγενείς”. Τζι έτσι τζι έτσι είπα τζι εγώ του Καπετάνιου μας, που κάποτες ήταν τζιαι μες στον ΕΛΑΣ τζι εν επιτρέπετουν τζιαι τζείνος να στραφεί Ελλάδα, αφού είσσεν Χούντα έβλεπες. “Εσύ ρε μάστρε επέρασες τόσα που ήσουν αριστερός, στείλτον τζιαι τούτον στην Αγγλία να μεν πάει φαντάρος”, τζι έτσι έγινεν».
«Τούτος; Όι, έννεν ο Che. Τούτος είμαι εγώ», μου λέει όσο κοιτάω το κάδρο που κοσμεί σε περίοπτη θέση τον τοίχο πίσω από τον πάγκο του, στο βασίλειό του. Παράλληλα, δεν μπορώ παρά να μην ρίχνω διαρκώς κλεφτές ματιές σε όλα τα κάδρα τριγύρω μου‧ ένα κάδρο με τον Τζον Κένεντυ, κάπου τριγύρω μας κοιτάει ο Στάλιν και ο Μακάριος, κάπου σιμά και ο Μπιν Λάντεν και ακόμη πιο κοντά ένα κάδρο με τον Χριστό. Το πρόσωπο όμως με τις περισσότερες απεικονίσεις είναι ο Comandante. Σε κάδρα, σε ημερολόγια του Κόμματος, σε εικόνες από περιοδικά.
«Όι εν έπιασα τον μπερέ έτσι απλά τζι εφόρησά τον. Έσσιει ιστορία τούτη η φωτογραφία. Ήταν το ’76, όταν εμάθαμε με τον αρφό μου πως εν να ρτουσιν οι Παλαιστίνιοι ως την Κύπρο, να τους μετρήσουν τζιαι να τους χωρίσουν σε διάφορες χώρες. Είχασιν, ξέρεις, φασαρίες, τζιαι έτσι έπρεπε να γενεί, να χωριστούν τζιαι να παν σε άλλες χώρες. Ε, επήα τζι εγώ με τον αρφό μου τζιαι επιάσαμεν τζιαι μια ανθοδέσμη να τους υποδεχτούμε που ‘τουν να κατέβουν στην Κύπρο. Τζι ο ένας έδωκεν μου τούτο το μπερέ. Καιρό μετά εφόρησά το τζι έφκαλα τούτη τη φωτογραφία.
»Τζιαι ξέρεις ποιος άλλος έφκαλε φωτογραφία δαμέσα;».
«Ποιος», τον ρωτάω, και μέσα μου παρακαλώ να’ ναι αυτή μία από τις σπουδαίες απαντήσεις που ‘χω ακούσει.
«Ο Χάρρυ Κλυνν! Τζιαι λαλεί μου: “Βγάλε με μια φωτογραφία εδώ κι αν δεν φαίνομαι εγώ καλά, να φαίνεται τουλάχιστον το σφυροδρέπανο στον τοίχο”».
Το καλύτερο που μου ‘πε, στο μεταξύ, ήταν πως ο Γιάσερ Αραφάτ έτρωγε οφτόν κλέφτικο από τα χέρια του.
«Και πώς έγινε αυτό κύριε Ξάνθο;», ρωτήσαμε με μια παιδική αφέλεια, αναμένοντας να δικαιώσουμε τη βόλτα μας με ιστορίες θαμμένες.
«Άκου μάνα μου», πήρε τον λόγο η κυρία Μαρία, «έρκετουν δαχαμέ ένας Παλαιστίνιος τζι ελάλεν μας ‘τύλιξε μου τζιαι λίον οφτόν να πάρω του Γιάσερ’ τζιαι ετύλιά του τζι εγώ τζι εγελούσαμεν μεταξύ μας για τούτα που μας ελάλεν. Τζι ανοίουμεν μια μέρα το περιοδικό τζι έτον τζιαμέ! Ητουν ο υπασπιστής του Γιάσερ! Καλό!».
Και κάπως έτσι, με τις ιστορίες του κύριου Ξάνθου και της κυρίας Μαρίας, το οφτόν που τρώγαμε, σηματοδοτώντας την έναρξη του καλοκαιριού, είχε άλλη γεύση και άλλη παντιέρα.