Κείμενο/Φωτογραφίες: Ιλιάνα Κουλαφέτη
Το παγωτό αποτελούσε και αποτελεί την ξεκάθαρη απόλαυση του καλοκαιριού. Ανεξαρτήτως ηλικίας, την παγωμένη κρέμα προτιμούν μικροί και μεγάλοι, και αν είσαι και καλοκαιρινός πιτσιρικάς σίγουρα θα μετρήσεις το πόσο καλά πέρασες το καλοκαίρι σου, βάσει του πόσα παγωτά κατανάλωσες. Αν και τα τελευταία χρόνια οι παγωτοβιομηχανίες δίνουν βάση σε φανταχτερές ονομασίες, περιτυλίγματα και διαφημίσεις, στην πραγματικότητα αυτό που είχε και έχει σημασία είναι το πόσο φρέσκο είναι ένα παγωτό.
Για αυτό κάποιοι παραδοσιακοί τύποι επιμένουν να σερβίρουν παγωτό παραδοσιακό. Μία τέτοια φιγούρα είναι και ο κύριος Αντρέας Πιτταράς, ο γνωστός παγωτάρης της πλατείας του Λυθροδόντα. Με μόλις τρία αγνά υλικά –βανίλια, σοκολάτα, τριαντάφυλλο– καταφέρνει να σκλαβώσει κάθε πιστό στη ζάχαρη ουρανίσκο και ταυτόχρονα να αναβιώσει κάθε παιδική ανάμνηση που θάψαμε στο υποσυνείδητό μας.
Σάββατο απόγευμα, ο υδράγυργος στα ύψη και μία βόλτα σε απόσταση αναπνοής από την πρωτεύουσα φαντάζει πολλά περισσότερα από την απόλυτη επιλογή. Διαλέγω το χωριό Λυθροδόντας. Λίγο γιατί απέχει μόλις 15 λεπτά από τη Λευκωσία και περισσότερο γιατί κυκλοφορεί η είδηση πως εκεί κανείς θα δοκιμάσει το καλύτερο παραδοσιακό παγωτό της επαρχίας.
Φτάνοντας στην πλατεία νιώθεις ήδη τη θερμοκρασία να έχει υποχωρήσει και η επιλογή ενός παραδοσιακού παγωτού είναι μονόδρομος. Πλησιάζουμε τον παραδοσιακό παγωτάρτη λοιπόν, κύριο Ανδρέα Πιτταρά, ο οποίος παρόλα τα 82 του χρόνια, στέκει λεβέντικα στην πλατεία του ομώνυμου χωριού και γεμάτος διάθεση και χαρά εξυπηρετεί τους απανταχού παγωτολάτρεις.
Μ’ ένα χαμόγελο πλατύ ανοίγει το ψυγείο που έχει στο καροτσάκι του, δείχνει τις τρεις γεύσεις –βανίλια, σοκολάτα, τριαντάφυλλο– για να διαλέξεις και ρωτάει όλο γλύκα «να βάλω και μελούι;». Η συνταγή δεν έλιωσε στο πέρασμα του χρόνου και ο ίδιος από το 1968 στέκει κάθε καλοκαίρι, πιστός στο γλυκό ραντεβού του καθημερινά, από τις 16:30 – 20:00.
«Γιατί έγινα παγωτάρης;» ξεκινά να μου αφηγείται στην ερώτηση αν έμαθε την τέχνη από κάποιον παππού και προπάππου. «Ένα δυστύχημα με έκαμεν παγωτάρη! Είχα βάλει την οικογένεια στο αυτοκίνητο, ήμουν μηχανοδηγός χρόνια πολλά, τζιαι την οικογένεια του κουμπάρου μου τζι εκινήσαμε να πάμεν εκδρομή. Σαν ερκούμασταν πίσω, τζιαμέ στο ράουντ αμπάουντ του ΣΟΠΑΖ ήρτεν ένα λεωφορείο τζι έρεξεν που πάνω μας! Καταλάβεις; Έκαμα 40 μέρες στο Νοσοκομείο τζιαι όταν εφκήκα ο γιατρός εν με άηνε να οδηγήσω.
Στη φωτογραφία ο Ανδρέας Πιτταράς με τη σύζυγο και τα παιδιά του παρέα με την οικογένεια του κουμπάρου του ετοιμάζονται για την εκδρομή. Εκείνη τη μέρα όμως η εκδρομή κατέληξε στο δυστύχημα που του άλλαξε τη ζωή
Μα είχα κοπελλούθκια, έπρεπε να τα ταΐσω! Ε, επήα εις τη Χώρα τζιαι έμαθα την τέγνη του παγωτού. Έσσιει που το 1968, φκάλω το καροτσούι μου δαμέ στην πλατεία του Λυθροδόντα. Άσπρο, σοκολάτα, τριαντάφυλλο τζιαι μελούι. Άμμα το μελούι εν το καλύττερο που ούλλα. Ξέρεις πόσο μ’ αρέσκει να ‘μαι δαμέ με τον κόσμο; Ανοίει η ψυσσιή μου!»
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας πλησιάζουν ντόπιοι και μη για να σβήσουν με ένα παγωτό τις υψηλές θερμοκρασίες. «Τζια μελούι κύριε Αντρέα, γίνεται χωρίς μελούι;». Η αγοραπωλησία ζάχαρης δίνει και παίρνει όταν μας πλησιάζει η σύζυγός του, Ανδρούλλα.
Ο Ανδρέας και η Ανδρούλλα Πιτταρά νέοι τότε και νέοι σήμερα
«Είμαστε μαζί 60 χρόνια! Ξέρεις πόσο δύσκολο ήταν μάνα μου να κάμεις παγωτό παλιά;», μου λέει, κι αρχίζει η ίδια να ξετυλίγει την ιστορία του γλυκού εδέσματος από το παρελθόν. «Επιάναμε την κρέμα τζι εβάλλαμεν την μες σε ένα πράμα σαν την κούππα τζιαι ετρίφκαμε την κρέμα να παγώσει. Τζιαι γυρώ-γύρω εβάλλαμεν πάγο, που τη Χώρα. Ήτουν πολύ δουλειά, τωρά για ούλλα έσσιει μηχανές».
Στο μεταξύ ο κύριος Αντρέας συμπληρώνει: «Εν δική της μαστοριά το μελούι να ξέρεις. Έβαζεν από άνθη τζι έκαμνεν το κυριολεκτικά μέλι»!
Η βόλτα στην πλατεία κατέληξε στο φιλόξενο σπίτι του κύριου και της κυρίας Πιτταρά. Το καροτσάκι έλαβε τη βραδινή του θέση, το ψυγείο μπήκε στην επαναφόρτωση για να μπορεί να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της επόμενης μέρας και το φρέσκο παγωτό αφίχθη για να λάβει θέση.
Κλείσαμε την επίσκεψή μας με ένα χωνάκι φρέσκο παγωτό τριαντάφυλλο. Γιατί ένα ίσον κανένα, και γιατί όταν τον επισκεφθείτε θα καταλάβετε.