Κείμενο/Φωτογραφίες: Χρήστος Μιχάλαρος
Ο δρόμος για το Φτερικούδι έχει πολλές στροφές, πνιγμένες μες στα δέντρα και το δροσερό οξυγόνο. Μας πήρε ώρα, εσκεμμένα, ώστε να απολαύσουμε τη διαδρομή και να αποφύγουμε τυχόν ζαλάδες. Ο Κωνσταντίνος, ο πιο σταθερός οδηγός που έχω συναντήσει ποτέ. Η Ελένη παρατηρούσε τις πεζούλες και τα χόρτα στην άκρη του δρόμου. «Γυρίζοντας να σταματήσουμε, να με αφήσετε να μαζέψω χόρτα, έχει αγρέλια». Η μικρή Νιόβη μιλούσε στη δική της γλώσσα, προσπαθώντας να μας κάνει να καταλάβουμε. Φευ.
Φτάνοντας, βρήκαμε το ησυχαστήριο και τον τάφο του Οσίου Αββακούμ γεμάτο με κέρινα τάματα σε σχήμα αυτιού. Προστάτης των κωφών που θεραπεύει την αναπηρία των ώτων γαρ, έχει την τιμητική του σε τέτοια ζητήματα. Ύστερα το καφενείο πάνω στο δρόμο. Καθίσαμε για ένα καφέ και καταλήξαμε με ζιβανίες, ξηρούς καρπούς, ντομάτα κατακόκκινη, αγγουράκι φρέσκο και ζεστό ψωμί. Ακόμα δεν έχει όνομα, αλλά στο μέλλον θα ονομάζεται «Ο καφενές της Ιουλίκκας».
Ένα έργο σε εξέλιξη.
Δίπλα μας ένα τραπέζι με στρωμένο το τάβλι (δύο αντίπαλοι συν ένας παρατηρητής αγώνος), πίσω μας μια οικογένεια με παιδιά, στο βάθος ένα ζευγάρι 50ρηδων. Κόσμος επέστρεφε από την Εκκλησία του Αγίου Νικολάου, αυτοκίνητα διέσχιζαν το χωριό για κάπου αλλού.
Η Ιουλίκκα, λοιπόν, ήταν η μητέρα του Κυριάκου που μαζί με την αδερφή του και άλλον έναν κύριο που δεν μας συστήθηκε, έθεσαν το μαγαζί ξανά σε κίνηση. Ο καφενές ήταν σε λειτουργία επί 40 χρόνια, είχε τον κόσμο του, οι επισκέπτες σπάνιζαν τις καθημερινές. Μόνο Σαββατοκύριακα και αν. Κυρίως προσκυνητές.
Ο Κυριάκος έφερε το φαγητό. Οφτόν κλέφτικο, μετά παραγγελίας. Μοσχοβόλησε ο τόπος. Μας έδωσε χαρτί με οδηγίες: τρεις μέρες ειδοποίηση και κράτηση για τραπέζι, προκειμένου να μας περιποιηθούν καταλλήλως. Δεν προλάβαμε πολλά, λίγες κουβέντες και καλές. Ήπιαμε τον κυπριακό καφέ μας, ύστερα τις ζιβανίες μας, φάγαμε και τα σχετικά που ήρθαν στο τραπέζι.
Δώσαμε υπόσχεση επιστροφής και σκοπεύουμε να την τηρήσουμε.