Κείμενο/Φωτογραφίες: Ιλιάνα Κουλαφέτη
Στην Άλωνα, που στάθηκε ο Σεφέρης τον Σεπτέμβριο του 1954, λειτουργούν ακόμη πολλά θάματα· ανάμεσα στις καταπράσινες κοιλάδες που πλαισιώνουν το χωριό και τα μοσχοβολιστά πετρόκτιστα στενοσόκακα οι κάτοικοι της Άλωνας διατηρούν ακόμη αναλλοίωτες σκηνές σαν να έχουν αναστηθεί μέσα απ’ τα κατάστιχα του Παπαδιαμάντη.
«Έλα», μου είπε μία Αλωνεύτισα ετούτης της γενιάς, «να δεις μια αυθεντική αγρότισσα, τη Νικού», όπως αποκαλούν πλέον την κυρά-Ανδρονίκη. «Εν πραγματική αγρότισσα, πάει στα χωράφια, τρυγά, κόβει ξύλα, κάμνει τα ούλλα! Εν αγρότισσα με τα όλα της», μου ‘πε ξανά και ξανά, μέχρι να ανηφορίσουμε το χωριό και να βρεθούμε σε μία ολάνθιστη αυλή.
Η εικόνα της Αλωνεύτισας αγρότισσας ήταν πολλά υποσχόμενη και καθ’ όλα πραγματική: η κυρία Νικού, μας καλημέρισε με βλέμμα ευθύ και χωρίς να καταλάβει ποιοι είμαστε και τι θέλουμε, πρότεινε το χέρι της κερνώντας μας αμύγδαλα, που η ίδια έσπαγε μες στη χούφτα της.
Αν και δεν μπορούσε να διακρίνει πουθενά τον λόγο του εντυπωσιασμού μας, που δεν ήταν άλλος από το ότι μπροστά μας στεκόταν μία ίσως από τις τελευταίες αυθεντικές αγροτικές μορφές τούτου του τόπου και μέσα από τις ρυτίδες της ζωντάνευε ολόκληρη η Κύπρος του Σεφέρη και του Wideson, απάντησε πρόθυμα στην ενοχλητική ανάκριση που είχαμε σηκώσει.
Η κυρά Νικού· «γυναίκα μισόκοπη με ζαρωμένο πρόσωπο, με μάτια όμως ζωερά και νέα», σαν μια νέα μορφή του Θεοτόκη.