Κείμενο/Φωτογραφίες: Χρήστος Μιχάλαρος
Τον ήξερα πριν τον γνωρίσω. Δεν είναι μόνο ότι η φήμη του προηγήθηκε της συνάντησής μας, αλλά και το γεγονός πως κατά κάποιο μυστήριο τρόπο είναι παρών σε δυο εντελώς διαφορετικές φάσης της ζωής μου, σε Κύπρο και Αθήνα.
Ένα βράδυ, στην Παλιά Λευκωσία σε κάποιο μαγαζί που εκείνος έπαιζε μουσική, συστηθήκαμε. Όταν έπαιξε το «Καλά το λεν για το φεγγάρι» οι περίπατοι και τα ξενύχτα μου νοηματοδοτήθηκαν εντελώς διαφορετικά και η φιλία μας βαφτίστηκε στα νερά του Ιορδάνη.
Ο Γιώργος Καλογήρου, λοιπόν, γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1981. Έπιασε στα χέρια το πρώτο του μουσικό όργανο σε ηλικία επτά ετών. Ήταν ένα μαντολίνο που του είχε φέρει ο πατέρας του από την (τότε) Σοβιετική Ένωση, σε ένα ταξίδι για προμήνυμα στα ιερά της Ορθοδοξίας. Έχει παίξει μουσική σε πολύ παράξενα μέρη, αλλά το πιο παράξενο ήταν ένα ξενυχτάδικο στην Θεσσαλονίκη, Αγίας Σοφίας και Ολυμπιάδος. Δεν υπάρχει πια. Στη Θεσσαλονίκη σπούδασε Θεολογία και συνέχισε τις σπουδές του στην μουσική.
Αν τον ρωτήσεις να επιλέξει τι από τα δύο κρατάει, θα σου πει και τα δύο. Πιστεύει στο Θεό και δεν πιστεύει στον διάβολο. Δεν γίνεται πίστη και στους δύο. Υπάρχει όμως Θεός; Υπάρχει, λέει. Και πού κρύβεται; Εκεί που δεν τον περιμένεις: σε μια εκκλησία και σε ένα μπουρδέλο ή στο πεζοδρόμιο.
Απ’ όλα όσα έχει δει και νιώσει, περισσότερο αγαπάει την απλότητα και την ευαισθησία. Το έλεγε κι ο πατέρας του, όταν τον έβλεπε μικρό να καταπιάνεται με τις τέχνες και να μην σταματά. «Είσαι υπερευαίσθητος και θα υποφέρεις στη ζωή σου».
Απ’ όλα τα άλλα, περισσότερο μισεί τα δήθεν. Πατέρας ο ίδιος πλέον, παρατηρεί τον γιο του με τα μάτια ενός μεγάλου παιδιού σε κόντρα ρόλο.
Τον ρωτάω τι δεν θα ήθελε να γίνει ο γιος του. Δεν θα ήθελα να γίνει κάτι που δεν του αρέσει, απαντά κοφτά.
Αν ήξερε ότι σε λίγα λεπτά θα πέθαινε, δύο πράγματα θα ήθελε να ακούσει: το «Όποιος φεύγει», του Νίκου Ξυδάκη και το «Γένεσις» από το Άξιον Εστί του Μίκη Θεοδωράκη και του Οδυσσέα Ελύτη. Γιατί; Γιατί είναι όλα: φύση, άνθρωπος, όλα μέσα, λέει.
Φοβάται κάτι τέτοιο; Ο φόβος, διευκρινίζει, είναι η αδυναμία μας για το οτιδήποτε. Πρέπει να ελευθερωθούμε από αυτόν.
Και τι είναι η ελευθερία; Ελευθερία, το λέει και η λέξη: αυτή που θα έρθει. Ελευθερία είναι να μην εξαρτάσαι από τίποτα, να είσαι εντάξει με τον εαυτό σου, να μπορείς να υπερβαίνεις τα πάθη σου. Κερνάω, φίλε.