Κεντρική φωτογραφία: «Ο Στέλιος Κυριακίδης τερματίζει πρώτος στον Μαραθώνιο της Βοστώνης». Βοστώνη, 20 Απριλίου 194, Past in Color Χρώμα στο Παρελθόν
Κείμενο: Ιλιάνα Κουλαφέτη
Στις 20 Απριλίου 1946 ένας λιπόσαρκος, υποσιτισμένος Έλληνας, έδωσε ένα λαμπρό παράδειγμα τιμής και περηφάνειας στο παγκόσμιο κοινό. Ο Στέλιος Κυριακίδης, από την Κύπρο, είχε φτάσει μετ’ εμποδίων στη Βοστόνη για να λάβει μέρος στον Μαραθώνιο με μοναδικό στόχο να βοηθήσει 7 εκατομμύρια πεινασμένους Έλληνες. Τερμάτισε πρώτος μετά από έναν συγκλονιστικό αγώνα. Κέρδισε τα φαβορί, αλλά περιφρόνησε την δόξα και τα χρήματα. Οι Αμερικάνοι, που τον ονόμαζαν «νέο Φειδιππίδη», έσπευσαν να του προτείνουν όλα όσα θα ονειρευόταν κάθε αθλητής που κόπιασε για τη νίκη. Χρήματα για να γίνει επαγγελματίας αθλητής και προτάσεις από το Χόλιγουντ για να γίνει ηθοποιός. Ωστόσο, η μόνη του έγνοια ήταν η παροχή οικονομικής βοήθειας στη χώρα του. Για μένα τίποτα. Μόνο για την Ελλάδα. […] σας παρακαλώ, μην ξεχάσετε τη χώρα μου!» ήταν τα λόγια του.
Γεννημένος σε ένα από τα φτωχότερα χωριά της Πάφου, το Στατό, στις 4 Μαΐου 1910, από αγροτική οικογένεια, ξεκίνησε να ασχολείται με τον αθλητισμό από μικρός. Η πρώτη του νίκη στους αγροτικούς αγώνες Πάφου τον ώθησαν να γραφτεί στην ΑΕΛ Λεμεσού και στο Γυμναστικό Σύλλογο «τα Ολύμπια» Λεμεσού, το 1930. Τέσσερα χρόνια αργότερα, μετακόμισε στην Αθήνα, όπου από το 1936 και εξής εργαζόταν ως εισπράκτορας στην «Ηλεκτρική Εταιρεία» (σημερινή Δ.Ε.Η). Από το 1934 ως το 1939, είχε καταφέρει να επικρατήσει ως ένας από τους κορυφαίους Έλληνες δρομείς 10.000 μ. στους Βαλκανικούς αγώνες.
Η Κατοχή και η τύχη που του έφερε ο αθλητισμός: πώς γλύτωσε από τους Γερμανούς χάρη στην αθλητική του ιδιότητα
Την Κατοχή την έζησε όπως οι υπόλοιποι Έλληνες. Πεινούσε και αγωνιούσε για τη ζωή του και της οικογένειάς του. Το 1941, παντρεύτηκε τη σύντροφό του Ιφιγένεια και απέκτησαν τρία παιδιά. Το γαμήλιο δώρο που έλαβε το νέο ζευγάρι ήταν μισό καρβέλι ψωμί. Η μεγάλη του τύχη ήταν ότι ήταν μαραθωνοδρόμος. Κάποια στιγμή συνελήφθη από τους Γερμανούς μαζί με άλλα 49 άτομα, ως αντίποινα για το φόνο ενός Γερμανού. Ο Κυριακίδης κατάφερε να γλυτώσει όταν ο Γερμανός αξιωματικός, που έτυχε να είναι και ο ίδιος μαραθωνοδρόμος τον άφησε να φύγει. Είχε δει τα έγγραφα που πιστοποιούσαν πως ο Στυλιανός είχε λάβει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο. Άλλη μια φορά σώθηκε για τον ίδιο λόγο, όπως διηγείται ο γιος του Δημήτρης Κυριακίδης: «όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στο σπίτι μας, βρήκαν ένα άλμπουμ με φωτογραφίες από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου. Στην πρώτη σελίδα ήταν ο Χίτλερ.«Χάιλ Χίτλερ!» είπαν και εξαφανίστηκαν. Έτσι εδόθη εντολή να μην πηγαίνει κανείς στο σπίτι του Κυριακίδη. Από τότε ο πατέρας μου έκρυβε στο υπόγειό μας τους συμμάχους που έπεφταν με τα αλεξίπτωτα και έφευγαν αργότερα στην Αίγυπτο».
Ο «κοκκαλιάρης» Έλληνας που τερμάτισε πρώτος
Στην Αμερική έφτασε μετ’ εμποδίων. Αρχικά οι οικονομικές δυσκολίες για ένα τόσο ακριβό ταξίδι, έπειτα το χρονικό πλαίσιο μέχρι να διασχίσει τον ατλαντικό και να φτάσει στη μεγάλη ήπειρο και τέλος η φυσική του κατάσταση. Όταν οι γιατροί τον αντίκρυσαν, αρνήθηκαν να του επιτρέψουν να συμμετάσχει. Λιπόσαρκος και υποσιτισμένος όπως ήταν προκαλούσε φόβο στους υπεύθυνους. Πίστευαν πως όχι μόνο δεν θα τα κατάφερνε αλλά θα προκαλούσε και προβλήματα υγείας στον εαυτό του. Παρ΄ όλα αυτά τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Υπέγραψε υπεύθυνη δήλωση, στην οποία αναγνώριζε πως αν του συμβεί κάτι, φέρει ο ίδιος την ευθύνη. Ο αγώνας ξεκίνησε και ο Κυριακίδης διατήρησε την τακτική που ακολουθούσε πάντα. Έμεινε πίσω στα πρώτα χιλιόμετρα, εξοικονομώντας ενέργεια και αντοχή και ξεκίνησε να επιταχύνει προς το τέλος φτάνοντας σιγά σιγά δεύτερος, δίπλα από τον τότε κορυφαίο μαραθωνοδρόμο και «φαβορί» Τζον Κέλυ. Ο κόσμος και οι δημοσιογράφοι τον ενθαρρύνουν. Του φωνάζουν, «έστω και δεύτερος» κάτι το οποίο δεν δεχόταν ο ίδιος, όταν ξαφνικά ένας ηλικιωμένος Έλληνας του έβαλε φτερά στα πόδια, φωνάζοντας του σχεδόν ικετευτικά: «Για την Ελλάδα Στέλιο μου! Για τα παιδιά σου!». Αυτό ήταν το καλύτερο ντοπάρισμα. Ο Στέλιος Κυριακίδης, έβαλε όλες του τις δυνάμεις και κατάφερε να τερματίσει πρώτος με χρόνο 2:29:27.
Οι προτάσεις από το Χόλιγουντ και το πακέτο Κυριακίδη
«Ενίκησα με δεύτερον τον Κέλι και τρίτον τον Κοτέ. Αγών σκληρός. Ευτυχής διότι ενίκησα». Αυτά ήταν τα λόγια που συνόδευαν το τηλεγράφημα που έστειλε στην «Ηλεκτρική Εταιρεία» για να την ενημερώσει πως με την οικονομική τους ενίσχυση, τερμάτισε πρώτος στον αγώνα. Ο κινηματογραφικός σχεδόν αγώνας του Στέλιου Κυριακίδη, είχε προκαλέσει τον θαυμασμό και ρίγη συγκίνησης. Οι Αμερικάνοι, που πλέον τον ονόμαζαν «νέο Φειδιππίδης», έσπευσαν να του προτείνουν μια νέα ζωή. Χρήματα για να γίνει επαγγελματίας αθλητής καθώς και προτάσεις από το Χόλιγουντ.
«Για μένα τίποτα. Μόνο για την Ελλάδα. […] σας παρακαλώ, μην ξεχάσετε τη χώρα μου», ήταν η απάντησή του. Στις 23 Μαΐου, επέστρεψε στην Ελλάδα, έχοντας καταφέρει να συγκεντρώσει 250.000 δολάρια καθώς και μεγάλη ποσότητα ειδών πρώτης ανάγκης, όπως τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα κλπ. Προς τιμήν του φωταγωγήθηκε η Ακρόπολη και αποθεώθηκε από το λαό που τόσο ανάγκη είχε από ήρωες εν καιρώ ειρήνης και από νίκες που δεν είχαν να κάνουν με τον πόλεμο.
Ο Στέλιος Κυριακίδης, παρέμεινε πιστός στον αθλητισμό μέχρι το τέλος της ζωής του. Ως αθλητής, προπονητής ή διοικητικός παράγοντας δεν εγκατέλειψε ποτέ το ΓΣΟ, του οποίου παρέμεινε μέλος. Πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου του 1987, στη Αθήνα και τάφηκε στην Κορινθία, όπου είχε το εξοχικό του. Η ζωή του Κυριακίδη θυμίζει σενάριο χολιγουντιανής ταινίας. Ήταν ένας φτωχός ανάμεσα σε μία αφρόκρεμα πλουσίων. Ένα «λαϊκό εργατόπαιδο» όπως τον χαρακτήρισε ο Ριζοσπάστης, που είχε υπερκεράσει τα στερεότυπα της εποχής: ένα αγροτόπαιδο που βίωνε τις επιτυχίες του αθλητισμού, όταν αυτός προοριζόταν για τους λίγους προνομιούχους. Δεν είχε τίποτα το αθλητικό στην όψη του. Ήταν κοκκαλιάρης και φανερά υποσιτισμένος. Κανείς δεν πίστευε πως ο Κυριακίδης μπορούσε να τρέξει, πόσο μάλλον να τερματίσει πρώτος. Παρ΄ όλα αυτά, είχε βαθιά αθλητική ψυχή.
Δεν έτρεχε από προσωπικό εγωισμό ούτε για δόξα και αυτοπροβολή. Έτρεχε για την πατρίδα του και τη μεγάλη του ανάγκη να βοηθήσει τη χώρα του. Και έτσι έμεινε στην Ιστορία ως ένας από τους κορυφαίους Έλληνες δρομείς.