Κείμενο/Φωτογραφίες: Ιλιάνα Κουλαφέτη
Υπάρχουν, λένε, καθηγητές που μένουν χαραγμένοι στη μνήμη σου εφ’ όρου ζωής. Που με τον τρόπο τους, το πάθος τους, τις γνώσεις τους, γύριζαν εκείνο τον διακόπτη στο μυαλό σου που είχε πέσει σε λήθαργο λόγω της υπερβολικής νωχελικότητας που κυρίευε τις αίθουσες διδασκαλίας και ως εκ του θαύματος γνώριζες το πραγματικό πρόσωπο της εκπαίδευσης, της γνώσης, της ανακάλυψης. Μία τέτοια Καθηγήτρια είναι η Μαρία Ευθυμίου, μία «κεραυνοβολημένη» με την Ιστορία σημαντική καθηγήτρια του ελληνικού ακαδημαϊκού κόσμου, που οι γνώσεις και η προσφορά της ξεπερνάνε κατά πολύ τα τείχη των Ανώτατων Ιδρυμάτων
Την πρώτη φορά που τη συνάντησα είχα μπει σε μία αίθουσα της Φιλοσοφικής Αθηνών, με τον αριθμό 440 –ένα ιστορικό για τη Σχολή αριθμό– από όπου άκουγες καθημερινά λίγη Ιστορία της Τέχνης και Ομήρου Οδύσσεια, ορίζοντας με αυτόν τον τρόπο το γνωσιολογικό και διδακτικό φόντο του 4ου ορόφου. Το μάθημά της λεγόταν «Εισαγωγή στην Ιστορία» και η αγάπη της για τη ζωή των ανθρώπων, την επιστήμη της Ιστορίας, ξεχείλιζε όχι μόνο τη 440, αλλά τον όροφο ολόκληρο. Με πρωτόγνωρη, για τα δεδομένα μας, δυναμικότητα και κινησιολογία η ακάματη φιλίστωρ του 4ου ορόφου, γέμιζε την αίθουσα μόνη με ένα χάρτη –απαραίτητο εργαλείο διδασκαλίας της Ιστορίας, όπως η ίδια τονίζει–, και τι άλλο, από την αγάπη και το πάθος της για την Ιστορία.
Ο πραγματικός της έρωτας, ο οποίος κατακλύζει και τους πιο αδιάφορους ακροατές, ξεδιπλώνει μέσα από τα μαθήματά της όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, από την κομβική Γεωργική Επανάσταση (προ 13.000 ετών περίπου) μέχρι τη Βιομηχανική (18ος αι.), από τον homo sapiens και τους περιπλανώμενους ανθρώπους των στεπών μέχρι το σήμερα. Χωρίς να επιβάλλεται στους ακροατές ή συνομιλητές της, η ίδια αναγνωρίζει ότι
«ο Ιστορικός οφείλει να προσεγγίσει και να ερμηνεύσει τα γεγονότα όσο το δυνατό πιο αποστασιοποιημένα γνωρίζοντας ότι είναι από χέρι χαμένη όλη αυτή η διαδικασία. Ακόμη και με τις καλύτερες προθέσεις και με τη μεγαλύτερη αποστασιοποίηση, εγκυμονεί πάντα η προσωπική ματιά. Τα βιώματα, τα τραύματα που σε ωθούν στο μεν ή στο δε, ο χαρακτήρας»
Μία δεκαετία αργότερα είχα την τύχη και την ευτυχία να τη συναντήσω ξανά στο Σολώνειο Βιβλιοπωλείο, όπου θα γινόταν η παρουσίαση του βιβλίου της «Μόνο λίγα Χιλιόμετρα Ιστορίας για την Ιστορία». Ένα βιβλίο που δεν πίστευε πως θα γινόταν πραγματικότητα, η γλυκιά όμως επιμονή του δημοσιογράφου Μάκη Προβατά και οι ατελείωτες μεταξύ τους συζητήσεις για την Ιστορία μετουσιώθηκαν σε ένα ειλικρινές αφήγημα όπου προσεγγίζονται εποχές και γεγονότα, άτομα και κοινωνίες, προθέσεις και στοχεύσεις, διαψεύσεις και επιβεβαιώσεις. Οι διαδρομές αναπόφευκτα εμπλέκονται με την προσωπική ιστορία της Μαρίας Ευθυμίου, τις μνήμες ζωής και τις δυνάμεις που την οδήγησαν, με τόσο πάθος και πίστη, στη μελέτη και διδασκαλία της Ιστορίας. Μιας επιστήμης που συνδέεται με τη μνήμη και τον χρόνο – τους ακούραστους συντρόφους του ατομικού και ομαδικού ταξιδιού όλων μας. Η διαδρομή που διανύει το βιβλίο ξεκινάει από τους προϊστορικούς χρόνους και φτάνει μέχρι σήμερα. Στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου μεγάλο διάστημα… Μόνο λίγα χιλιόμετρα…
Αδράζοντας την ευκαιρία, τη ρώτησα την πιο κλισέ ίσως ερώτηση με την οποία σπάει ο πάγος. Γιατί επέλεξε να ασχοληθεί με την Ιστορία και τι ήταν αυτό που την ώθησε στο να οργώσει την Ελλάδα με τις δωρεάν διαλέξεις της, καθώς για όσους δεν γνωρίζουν, η Μαρία Ευθυμίου πέρα από την περίπου δεκαετή προσφορά της στην ακαδημαϊκή κοινότητα, μετράει και περίπου 3.000 ώρες δωρεάν διδασκαλίας για τη διάδοση της ιστορικής γνώσης, σε κάθε άκρη της Ελλάδας. Μία πράξη βαθιά πολιτική, μέσα από την οποία μπορεί ο καθένας να βιώσει με τον συναρπαστικότερο ίσως τρόπο την αφήγηση της ιστορίας και της ζωής των ανθρώπων, να κατανοήσει τις ρίζες του, να κοιτάξει κατάματα την ιστορική πραγματικότητα. Η ανιδιοτελής αυτή της πράξη συμβάλλει το δίχως άλλο στον προσωπικό μας προσδιορισμό, καθώς «η Ιστορία μπορεί να βοηθήσει μια κοινωνία στις βαριές συζητήσεις που πρέπει να κάνει με τον εαυτό της όταν βρίσκεται σε αδιέξοδο».
Συνεχίζοντας δεν μπορώ να μην ρωτήσω μία τόσο παθιασμένη Καθηγήτρια, τον λόγο για τον οποίο η διδασκαλία της Ιστορίας στα σχολεία έχει καταντήσει μία ατελείωτη αγγαρεία μέσα στην οποία εγκλωβίζονται καθηγητές και μαθητές. Η απάντησή της αφοπλιστική
«Δεν υπάρχει πιο ενδιαφέρον μάθημα από την Ιστορία και δεν μπορεί να υπάρξει πιο ενδιαφέρον μάθημα, αφού πραγματικά μιλάμε για την ίδια τη ζωή των ανθρώπων. Για παράδειγμα αν αποστεγνώσεις τη Φυσική φαντάζομαι πως παραμένει ένα κομμάτι της που θα σου κεντρίσει το ενδιαφέρον. Ωστόσο, αν αποστεγνώσεις την Ιστορία, διαπράττεις ένα τόσο μεγάλο έγκλημα, γιατί πραγματικά σκοτώνεις τις ζωές των ανθρώπων και σκοτώνεις και την παρούσα ζωή, γιατί η παρελθούσα ζωή εμπεριέχεται στην παρούσα ζωή. Και αυτό διαλύει κάθε χαρά προσέγγισης και κάθε κώδικα προσέγγισης. Όταν λοιπόν δεν αγαπάς την Ιστορία και τη διδάσκεις αποστεγνωμένα, απλώς διεκπεραιώνοντας την, είναι η απόλυτη αποτυχία. Και ο δάσκαλος την εισπράττει επειδή οι μαθητές του δεν έχουν βρει πουθενά ενδιαφέρον για να συμμετάσχουν και αυτό είναι το απόλυτο κατρακύλισμα στο μηδέν. Διότι ακόμη κι οι καθηγητές που δεν κινητοποιούνται για να διδάξουν ιστορία, παρά μόνο θέλουν να μπαίνουν στην τάξη και να τελειώνουν με αυτή την αγγαρεία, αυτοακυρώνονται, ακυρώνουν το μάθημα και οδηγούν τους μαθητές στην πλήρη αδιαφορία. Δυστυχώς, η Ιστορία μπορεί να διδαχθεί μόνο εάν έχεις το πάθος να τη διδάξεις και την αγαπάς!»
Όσον αφορά τη σχέση των Ελλήνων με την Ιστορία, σε μία περίοδο σημειώνει «Εμείς οι Έλληνες έχουμε μία κακή σχέση με την Ιστορία στην εξής πλευρά: νιώθουμε αδύναμοι στην παρούσα φάση, δεν είμαστε οι ισχυροί του κόσμου και εξ αυτού, προκειμένου να αισθανθούμε ισχυροί ανατρέχουμε στις περιόδους της ιστορίας μας στις οποίες ξεχωρίζαμε και βρισκόμασταν πράγματι σε υψηλό επίπεδο. Όχι μόνο εμείς βέβαια, αλλά όντως λίγοι λαοί είχαν αυτό το κλέος. Και αυτό γίνεται ‘άρρωστο’. Και πραγματικά το εννοώ δεν είμαστε ασήμαντοι και στη Νεότερη Ιστορία μας και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, έχουμε πολλά να πούμε. Ο ελληνισμός μπόρεσε να κρατήσει σχολεία να έχουμε τη γλώσσα μας, να διατηρούμε την ταυτότητά μας κι αυτό είναι ένα επίτευγμα. Κανένας από τους υπόλοιπους βαλκανικούς λαούς δεν είχε τόσα πολλά και καλά σχολεία κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Δεν λέω πως η Ελλάδα ήταν ένα ‘Χάρβαρντ’ αλλά υπάρχουν σημεία στα οποία μπορούμε να σταθούμε. Όπως ο γιατρός Παπανικολάου και το παγκοσμίου φήμης «Τεστ Παπ» ή οι ερμηνείες της Μαρίας Κάλλας. Μάλιστα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου είναι ακόμη πρωτοπόρα η Ελλάδα».
«Είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού οι λαοί που έχουν ζωντανή τη γλώσσα τους και μπορούν να την παρακολουθήσουν μέσα από την ιστορία και πορεία 4000 χρόνων. Ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Είναι ένα τεράστιο προνόμιο αυτή η πολιτισμική σκυτάλη που κρατάει ο ελληνισμός.
Άρα η γλώσσα μας είναι η Ιστορία μας.
Δεν έχουμε μεγαλύτερο προικιό από τη γλώσσα, και αυτό που μας συμβαίνει είναι στα όρια του ιερού. Η μητρική γλώσσα είναι κάτι τεράστιο για τον κάθε άνθρωπο. Σε μας συμβαίνει να είναι γλώσσα μας! […] Κι εμείς ως λαός δεν την εκτιμούμε καθόλου, πολλές φορές ασυνείδητα τη σκοτώνουμε και πολλές φορές συνειδητά και με αδιαφορία. Και αυτό είναι ό,τι βαρύτερο κάνουμε στη σύγχρονη εποχή».
Μιλώντας στη συνέχεια για τη μανιώδη προσπάθεια των εκπαιδευτικών αρχών να απλοποιούν είτε τους τρόπους διδασκαλίας, είτε την ύλη είτε ακόμη χειρότερα τη γλωσσική επάρκεια και γλωσσομάθεια τονίζει «Αυτές οι πρακτικές είναι ανόητες και λαθεμένες, δήθεν φιλελεύθερες παιδαγωγικές μέθοδοι, οι οποίες έχουν αποτύχει παταγωδώς, οι οποίες έχει αποδειχθεί πως έχουν αποτύχει και εμείς είμαστε κακοί αντιγραφείς αυτού του σημείου του δυτικού κόσμου, αφήστε που εκεί τα δοκίμασαν και τα εγκατέλειψαν κι εμείς δυσκολευόμαστε να τα εγκαταλείψουμε».
Η Μαρία Ευθυμίου διδάσκει Ιστορία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σπούδασε Ιστορία στην Αθήνα και στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, στο Παρίσι. Έχει συγγράψει και επιμεληθεί βιβλία Ιστορίας καθώς και περί τα εξήντα άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά. Τον Δεκέμβριο του 2013 τιμήθηκε με το «Βραβείο Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας Βασίλης Ξανθόπουλος – Στέφανος Πνευματικός».
Αν μπορούσε να ζήσει, μου λέει, κάποια στιγμή στο παρελθόν και να συνομιλήσει με κάποιο ιστορικό πρόσωπο θα διάλεγε τον Τόμας Τζέφερσον και θα ήθελα να ζω μαζί του την Αμερικανική Επανάσταση και να τον παρακολουθώ γιατί έχει καταπληκτικές πολιτικές πλευρές, απαράμιλλες. Αλλά και τον Νίκο Ζαχαριάδη, μόνο και μόνο για να κατανοήσει πιο βαθιά τον Ελληνικό Εμφύλιο και γιατί ένας λαός μπήκε σε αυτή τη διαδικασία. Έχω απαντήσεις, αλλά θα ήθελα να την ακούσω από τους ανθρώπους που έλαβαν αυτές τις αποφάσεις. Γιατί αυτός ο πόλεμος είναι ο πιο μοιραίος που έχει συμβεί στη ζωή μας και μας επηρεάζει έως σήμερα.
Κλείνοντας τη γοητευτική αυτή συζήτηση και χωρίς να στρογγυλεύει τις γωνίες, ερμηνεύει με τον δικό της τρόπο, και την εμβριθή ματιά ενός ανθρώπου που έχει μεστώσει μέσα από τη διδασκαλία της Ιστορίας, ερμηνεύει τη «σχιζοφρενική» σχέση που έχουμε με τη Δύση. «Εμείς δυσκολευόμαστε να βρούμε αυτό που είναι αποκλειστικά δικό μας, δυσκολευόμαστε να βρούμε την ταυτότητά μας. Και η ταυτότητα δεν είναι θέμα σωβινισμού, η ταυτότητα του κάθε ανθρώπου είναι η βάση πάνω στην οποία ο άνθρωπος αγαπάει όλη τη γη. Αν δεν μπορείς να αγαπήσεις τον εαυτό σου δεν μπορείς να αγαπήσεις τον διπλανό σου. Αυτό είναι ένα μικρό μυστικό που το ξέρει όλη η γη. Αν κάποιος θέλει να γίνουμε διεθνιστές τότε πρέπει να μάθει να αγαπάει την κοινωνία του με έναν υγιή τρόπο και όχι άρρωστο ώστε να αγαπήσει και τον υπόλοιπο κόσμο. Να αγαπάς την κοινωνία σου, να την προστατεύεις και να δέχεσαι και την ομορφιά του άλλου. Έτσι έχει πλαστεί η ανθρωπότητα».
*Σχετικά με την πρόσφατη προκήρυξη που κυκλοφόρησε ενάντια στη Μαρία Ευθυμίου, επιλέγουμε ως Ιστοσελίδα η οποία υπερασπίζεται τη Δημοκρατία και την Ελευθερία του Λόγου να δημοσιεύσουμε τη θέση μας:
Το ότι μια τσογλανοπαρέα εκτοξεύει απειλές εναντίον της Μαρίας Ευθυμίου, αποδεικνύει τη θρασυδειλία που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της «μαχητικής» δήθεν νεολαίας των ελληνικών ΑΕΙ. Κι αυτό επειδή εδώ δεν πρόκειται για μία μια παραγωγική αντιπαράθεση ή μια νηφάλια επιχειρηματολογία, αλλά έναν πραγματικό οχετό χυδαιότητας που βασίζεται σε εκφοβισμούς και απειλές, ο οποίος αν μη τι άλλο υπογράφεται ως «Αναρχικό Στέκι Φιλοσοφικής».
Ενάντια λοιπόν σε τέτοιου είδους ηθικά ξεπεσμένες πρακτικές των κυριολεκτικά εχθρών της γνώσης και της δημοκρατίας, που θεωρούν πως τα Πανεπιστήμια είναι τσιφλίκια τους, η στάση της Μαρίας Ευθυμίου είναι μονόδρομος:
Σιγά και μην φοβηθούμε.