Κείμενο/Φωτογραφίες: Χρήστος Μιχάλαρος
Βόλτα στην Παλιά Λευκωσία ανά δυάδες ελέω πανδημίας, συζητήσεις καθ’ οδόν και γέλια με μια παράλογη συνωμοτικότητα. Σαν να μην δικαιούμαστε να γελάσουμε πια, κι όμως γελάμε. Όλα κλειστά, σε πιάνει ένα σφίξιμο. Όμως η ζωή με τους δικούς σου οφείλει να βρει λύσεις, να προχωρήσει, να φέρει γέλια και χαρές και συντροφικότητα χωρίς ενδιάμεση τεχνολογία.
Μπίρες και ζιβανία που βγήκε από την τσάντα εκπλήσσοντας τους υπόλοιπους. Πέτυχε το κόλπο. Στην υγειά μας και καλή ελευθερία. Μπορεί να μας έκλεισαν τα μαγαζιά και να μας στέρησαν τους χώρους, όμως τα στέκια μας είναι οι άνθρωποί μας, εκείνοι που χωρίς αυτούς καμία μαγεία δεν συντελείται. Έστω και στα απλά. Κυρίως στα απλά.
Περπάτημα πάνω-κάτω, βόλτα για χάζεμα στην νέα πλατεία Ελευθερίας (δεν ενθουσιαστήκαμε), χαιρετούρες με γνωστούς που είχαμε χρόνια να τους δούμε και μας έφερε ο δρόμος στα ίδια τετραγωνικά.
Κάποιος ρίχνει την ιδέα για σουβλάκι ή τυλιχτό ή πιτόγυρο. Ελληνικό ρε παιδιά, με όλα τα συναφή, φουλ κομπλέ. Φτάνουμε στο μέρος. Το μεγαλείο της ύπαρξης μέσα από χιλιάδες αναμνήσεις: κάρβουνα που καίνε, σχάρες που υποδέχονται το φαγητό για να ψηθεί, γαβάθες με κομμένα λαχανικά, πατάτες και όλα τα πέριξ, τζατζίκι και άλλες «σως για να γλιστράει».
Πίτες που γυρίζουν στις λαδόκολλες, καθένας όπως το έτρωγε στην Ελλάδα: απ’ όλα με τζατζίκι ο παραδοσιακός, χωρίς κρεμμύδι ο διακριτικός, κέτσαπ μουστάρδα ο εναλλακτικός (με Σαλονικιότικες αναφορές).
Το παιδί πίσω από τον πάγκο μας αφήνει να τον φωτογραφίσουμε καθώς κόβει και τυλίγει τις παραγγελίες. Ωραίος τύπος, ξέρει την δουλειά.
Δεν ζητήσαμε ονόματα και περισσότερες πληροφορίες. Ανταλλάξαμε γέλια και χαιρετισμούς και φάγαμε τα σουβλάκια μας στο πόδι, όπως παλιά, μετά από τα ποτά μας, σε μια ελεύθερη εποχή, φέρνοντας στη μνήμη για άλλη μια φορά τους νέους που υπήρξαμε χωρίς να μας νοιάζουν τυπικότητες και κανονικότητες.