Κείμενο/Φωτογραφίες: Χρήστος Μιχάλαρος
Πάντα του άρεσαν τα παραμύθια. Συνάντησα τον κύριο Ανδρέα Δημητρίου πάνω από ένα τραπεζάκι στα καφενεία της Φανερωμένης στην Λευκωσία. Πήγαινε από παρέα σε παρέα πουλώντας παραμύθια που έγραψε ο ίδιος. Τον κέρασα καφέ, κάθισε μαζί μου και αρχίσανε τις μνήμες. Θυμάται, όταν ήταν στην Δευτέρα Δημοτικού, τον πατέρα του να του λέει ωραία παραμύθια. Τα θυμάται κατά γράμμα ακόμα και σήμερα. Το πρώτο βιβλίο λοιπόν που εξέδωσε είχε μέσα τέσσερα από αυτά. Έκανε «μπαμ», επιτυχία. Για να καταλάβεις, το Υπουργείο Παιδείας αγόρασε 200 αντίτυπα και τα έστειλε στα σχολεία. Ήρθαν και κάποια χρήματα κι έτσι ο κύριος Ανδρέας αποφάσισε να συνεχίσει. Έκτοτε έχει γράψει και εκδώσει άλλα πέντε, όλα δικές του εκδόσεις. Όπως λέει, αν συνεργαζόταν με εκδότες, εκείνοι θα έβγαζαν τα περισσότερα λεφτά. Δηλώνει αρκετά ιδιότροπος με την δουλειά του.
Πού βρίσκει όμως τα παραμύθια; Ρωτάει και μαθαίνει. Και ύστερα γράφει. Κάνει την έρευνά του σε διάφορα χωριά. Πρόσφατα πήγε στην Αραδίππου, κάθισε στον καφενέ και άρχισε να συζητάει με έναν κύριο. «Μου είπε λοιπόν ένα παραμύθι που μου άρεσε πολύ. Μισή ώρα αφήγηση, κρατούσε σημειώσεις. Τελικά το έμαθα απ’ έξω. Λέγεται Ατέλειωτα Ψέματα. Θα το βγάλω κι αυτό και θα είναι το τελευταίο», λέει συνωμοτικά. «Έζησα μια έντονη ζωή και νιώθω ότι διέσωσα κάτι, κάποια είναι παραμύθια έως και 500 ετών που διασώθηκαν από στόμα σε στόμα», τονίζει.
Τον ρωτάω τι συνέβη με το χέρι, πού το έχασε, πώς έγινε το κακό. Κροτίδα το Πάσχα, απαντά. «Πήγα να την ανάψω κι έσκασε. Τυχαία τη γλίτωσα. Στα σχολεία που επισκέπτομαι για τα παραμύθια, το πρώτο πράγμα που τους λέω είναι για το χέρι μου και για το κακό έθιμο των κροτίδων το Πάσχα. Μετά το συμβάν έχασα ένα χρόνο από τη ζωή μου από μελαγχολία. Το ξεπέρασα όμως, σπούδασα, δούλεψα, συνέχισα. Όταν είδα άλλους με δυο χέρια ή δυο πόδια κομμένα, σκέφτηκα ότι μάλλον ήμουν και τυχερός», διηγείται. Στην εισβολή του 1974, ξεγέλασε το σύστημα, φόρεσε ένα πλαστικό χέρι που είχε και πήγε και κατατάχθηκε στην Πάφο να πολεμήσει. Του έδωσαν μάλιστα ένα κυνηγετικό όπλο, δεν υπήρχαν άλλα, είχαν τελειώσει. Ήθελε να πάει να βοηθήσει την πατρίδα. Βέβαια στην Πάφο δεν υπήρξε σύρραξη, αλλά έβλεπε με τρόμο τους αλεξιπτωτιστές να πέφτουν σε άλλα χωριά. Τον κοιτάζω διερευνητικά και τον ρωτάω μήπως κι αυτή η ιστορία είναι παραμύθι και δεν συνέβη ποτέ. Γελάει. Συνέβη, μου λέει. Και ανάβει τσιγάρο κοιτάζοντας από την άλλη.
Ο κύριος Ανδρέας γεννήθηκε το 1956 και κατάγεται από ένα μικρό χωριό της Πάφου, το Ψάθι, 17 χιλιόμετρα από το Κτήμα. Σπούδασε στην Ελλάδα, όπου γνώρισε και την γυναίκα του (Κύπρια). Τώρα έχει δύο εγγονάκια. Εργάστηκε για πολλά χρόνια στα Ηνωμένα Έθνη, έκανε πέντε δουλειές εκεί μέσα και πήρε όλες τις προαγωγές. Παίρνει την σύνταξή του τον ερχόμενο Μάρτιο.
*Με μεγάλη μας λύπη ενημερωθήκαμε ότι ένας από τους αγαπημένους μας Ανθρώπους της Κύπρου, ο Αντρέας ο παραμυθάς, έφυγε από τη ζωή πριν από μερικές ημέρες. Αγαπούσε πολύ τα παραμύθια, εξέδιδε με δική του πρωτοβουλία, γύριζε τους δρόμους πωλώντας αντίτυπα σε όποιον ενδιαφερόταν, χωρίς κόμπλεξ και άλλους δισταγμούς. Δεχόταν τα κεράσματα, είχε πάντα μια ιστορία να πει. Και τι άλλο έχει σημασία στη ζωή του ανθρώπου, αν στο τέλος δεν έχει να πει τουλάχιστον μια ιστορία; Είχε χάσει το χέρι του από κροτίδα κάποιο μακρινό Πάσχα, αλλά κατάφερε να ξεγελάσει την Εθνική Φρουρά την ώρα της εισβολής προκειμένου να πάει να πολεμήσει. Η πατρίδα τον όπλισε με ένα… κυνηγετικό τυφέκιο. Αυτό υπήρχε μόνο. Έμεινε στην θέση του πιστός, αλλά τελικά ο πόλεμος δεν έφτασε μέχρι εκεί. Καλό ταξίδι παραμυθά.