Κείμενο/Φωτογραφίες: Χρήστος Μιχάλαρος
Κάνοντας τον καθιερωμένο περίπατο τις Κυριακές τα πρωινά στην Παλιά Λευκωσία, συναντάς όσους δεν βλέπεις κατά την διάρκεια της «κανονικής» ημέρας. Ή τουλάχιστον τους συναντάς διαφορετικά. Όταν όλα ακόμα δεν έχουν ανοίξει και ο ήλιος δεν έχει προλάβει να ζεστάνει τα πεζοδρόμια, εκεί υπάρχει ένα μοναδικό παραθυράκι παρατήρησης των αθέατων.
Τους είδα κάτω από τους φοίνικες της οδού Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, λίγο παραδίπλα από τον μικρό κυκλικό κόμβο τού «ΟΧΙ» και ακριβώς πάνω στα τείχη. Φωτογραφίζονταν. Φορούσαν τα καλά τους, από την μακρινή πατρίδα τους, και απαθανατίζονταν με ένα κινητό.
Πλησίασα ρωτώντας τους αν μπορώ να τους φωτογραφίσω με τη σειρά μου, μιας και δεν είχα ξαναδεί τέτοια ρούχα ποτέ.
Χαμογέλασαν και με άφησαν δείχνοντας συν τοις άλλοις μια μικρή ικανοποίηση. Παντρεύτηκαν, μου είπαν, ένωσαν τη ζωή τους προσπαθώντας μια κοινή ευτυχία, έστω και μακριά από την πατρίδα τους, την Ινδία.
Τώρα Κυριακή πρωί ενός παράξενου Ιουνίου, φωτογραφίζονταν για τον γάμο τους. Οι εικόνες θα ταξίδευαν μακριά χωρίς να πάρουμε χαμπάρι. Τώρα, μετά από ένα γύρισμα της τύχης, είναι κι εδώ να μας αποδείξουν περίτρανα ότι η ευτυχία χτίζεται όπου υπάρχουν άνθρωποι που ξέρουν να την χτίζουν με τα χέρια τους, βρίσκοντας και κάνοντας με ό,τι υλικά υπάρχουν.
Ο Κοκάκολα και η Κίραν παντρεύτηκαν λοιπόν, μετανάστες, στην Λευκωσία.